Πάνος Μουζουράκης

Με τον Μουζουράκη βρεθήκαμε ένα μεσημέρι Σαββάτου, στο καφέ του ξενοδοχείου που διέμενε, με τον ήλιο να μας ζεσταίνει ευχάριστα και με τα διερχόμενα αυτοκίνητα να μας αναγκάζουν να ανεβάσουμε decibel. Αυτός εντελώς cool και χαλαρός, με τα μαλλιά του ανέμελα και με στριφτά και καφέ ανά χείρας, εγώ εντελώς ανακουφισμένη που ήταν όπως τον περίμενα και δε μου ήρθε με κανένα επίσημο υφάκι του τύπου «το-χύμα-είναι-για-την-τηλεόραση, δίνω-συνέντευξη-τώρα». 

Αράξαμε στην καφετέρια, εγώ έβγαλα τα «σύνεργα» μου στο τραπέζι, αυτός έπεσε με τα μούτρα στο Ser-free που του πήγα, ξεφυλλίζοντας το επί ώρα, ενόσω με ρωτούσε τι κάνω, πώς περνάω και τι να επισκεφτεί στις Σέρρες. Η κουβέντα μας κυλούσε αβίαστα και μέχρι εκείνη τη στιγμή off the record –«ξέρεις τι λέω;», μου κάνει, «να μην ανοίξεις το μαγνητόφωνο. Γράψε ό,τι θυμάσαι. Ένας καφές με τον Πάνο Μουζουράκη...». Του εξηγώ ότι δεν έχω υπερφυσικές ικανότητες απομνημόνευσης και πατάω rec πάνω που άρχισε να μου παινεύει τις Σέρρες (ε μη χάσω και τόσο καλά λόγια...).

«Είναι πολύ όμορφη πόλη. Και μου δίνει μια αίσθηση καθαριότητας, με πράσινο, με χαμηλά σπίτια...».

Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι προφανώς τον πήγαν σε «λάθος» γειτονιές, αλλά γιατί να του το χαλάσω;

«Μου άρεσε πάρα πολύ και το αμφιθέατρο στο ΤΕΙ, δεν περίμενα να δω έναν τόσο όμορφα οργανωμένο χώρο. Ευχαριστώ το Δήμο που έφτιαξε κάτι τόσο ωραίο».

Προφανώς ο Μουζουράκης ήρθε με πολλή θετική ενέργεια στην πόλη μας –ή τα βλέπει όλα ωραία μετά τη συναυλία της προηγούμενης νύχτας.

«Ήταν πάρα πολύ ωραία. Αν και δεν περίμενα να έρθει κόσμος».

Ουπς! Άλλο πάλι και τούτο! Τι ήταν αυτό; Ανασφάλεια; Πήγα να τσιμπήσω στην αρχή, μετά κατάλαβα το χιούμορ του: σοβαρό ύφος – αμφιλεγόμενη ατάκα.

«Ναι, έχω ακούσει ότι εκπέμπω μια συμπάθεια... Πάντα λέω όμως μπα, δε θα έρθει κανένας, μετά έρχονται πέντε-έξι... Ήταν πολύ ωραία χθες, απ’ ότι έβλεπα εγώ ο κόσμος διασκέδαζε. Δεν ήταν βέβαια η κλασσική συναυλία που θα κουνηθείς και θα χορέψεις, έμενα μου αρέσει να μιλάω ανάμεσα στα τραγούδια, να επικοινωνώ. Ενώ προσπαθώ να το συμμαζέψω, όταν βλέπω τις καρέκλες, ξυπνάει ο Σαίξπηρ μέσα μου! Είδα ότι και ο κόσμος είχε πολύ καλή διάθεση. Υπήρχε πολλή αποδοχή. Με παρακολουθούσαν. Ήταν πολύ ωραία».

Οκ, νομίζω ότι αυτό ήταν δέσμευση πως θα ξαναέρθει...

«Θα το σκεφτώ...». (Πονηρό μειδίαμα). «Έκανα έναν κύκλο συναυλιών φέτος, οπότε τώρα θα ήθελα να αράξω, να ετοιμάσω κάτι καινούργιο, να γεμίσω μπαταρίες... Ετοιμάζω και τον τρίτο δίσκο, μερικά τραγούδια είναι έτοιμα. Η ενορχήστρωση βέβαια είναι μια μεγάλη διαδρομή, αλλά όλη η φάση είναι ωραία».

Τι σου είναι η τηλεόραση πάντως, αναρωτιέμαι... Μιλάω με τον Μουζουράκη για δίσκους και ακόμη δεν έχω συνηθίσει πως είναι τραγουδιστής. Νομίζω πως είναι ηθοποιός, που ξεφύτρωσε ξαφνικά στους Singles.

«Ξεκίνησα στα δεκαεφτά μου... Χάλια! Ήμουν ένα φαντασμένο αγοράκι γεμάτο όνειρο με το ροκσταριλίκι και το rock and roll».

Δεν ξέρω τι σκέψεις του προκάλεσα ρωτώντας τον από πού ξεκίνησε, πάντως το tempo της ομιλίας του έχει επιβραδυνθεί και έχει ανοίξει διάπλατα τα υπέροχα γαλάζια μάτια του σαν να ανασύρει μνήμες ή σαν να κατέληξε επιτέλους σε κάποιο σοβαρό συμπέρασμα.

«Πολλές φορές δεν αισθάνομαι ότι μου αξίζει αυτό που μου έχει συμβεί. Βλέπω πολλά ταλέντα που το παλεύουν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα...».

Εγώ αντιδρώ, μα τι είναι αυτά που λες κι άλλα τέτοια, αυτός λέει τα δικά του, η συζήτηση μας κάπου μπερδεύεται και βρισκόμαστε, ούτε ξέρω πώς, να μιλάμε για τα παιδικά του χρόνια... Το πρόσωπό του έχει γλυκάνει, το τσιγάρο αργοκαίγεται ανάμεσα στα δάχτυλα του.

«Είμαι πολύ κλειστός στον εαυτό μου. Μέχρι τα δεκαπέντε μάζευα πληροφορίες. Επειδή ήρθα από την Ελβετία οχτώ χρονών, ήμουν κοινωνικά ...απροσάρμοστος. Καθόμουν στην παρέα και φοβόμουν μη μιλήσω και πω καμιά βλακεία. Όλο αυτό ξεκίνησε από την 3η δημοτικού. Ρωτάει η δασκάλα: τι είναι ρήμα; Κι εγώ, με μπερδεμένα ελληνικά-ελβετικά, σηκώνω χέρι γεμάτος πάθος, είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα, πρώτο μάθημα. Δε μου απευθύνει το λόγο, ρωτάει μια άλλη κοπέλα, η οποία εξηγεί τι είναι ρήμα, κι έμενα καταστρέφεται ο κόσμος μου, γιατί ήμουν έτοιμος να πω ότι ρήμα είναι η ομοιοκαταληξία. Σκέφτομαι μην ξαναμιλήσεις. Και μαζεύτηκα».

Ρήμα και ρίμα... Κοίτα να δεις παγίδες που έχει η ελληνική γλώσσα. Και πώς στιγματίζει τα ελληνόπουλα! Το μυαλό μου εν τω μεταξύ προσπαθεί να σχηματίσει την εικόνα του ...μαζεμένου Μουζουράκη. Μάταια. Ούτε μαζεμένο μπορώ να τον φανταστώ ούτε να καταλάβω πώς κατάφερε μετά να ...ξανοιχτεί τόσο!

«Μετά άλλαξα παρέες. Άρχισα να κατεβαίνω πιο κεντρικά στη Θεσσαλονίκη, Ναυαρίνου, εκεί ήταν ένας διαφορετικός κόσμος, ήσουν αποδεκτός όποιος κι αν ήσουν, ανεξαρτήτως καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, χρώματος... Εκεί σιγά-σιγά απελευθερώθηκα. Έπινα μια γουλιά ρετσίνα και γινόμουν άλλος άνθρωπος, πείραζα τους πάντες. Υπήρχε και η ομορφιά ότι σε κάθε γωνιά της πλατείας έπαιζαν μουσική ανά παρέες, έτσι άρχισα να ξανασχολούμαι με την κιθάρα –είχα πάει παλιότερα ωδείο, αλλά τα είχα παρατήσει. Εκεί λοιπόν με βρήκε ο Φρανσουά, ο Γιώργος Γκάγκας, ο μυθικός κιθαρίστας τότε του “Παπαγάλου”. Έρχεται και με ρωτάει “Εσύ τραγουδάς;”. Κάγκελο εγώ. Λέω ναι. Μου κάνει “Τραγούδα το μ’ αρέσει να μη λέω πολλά”. Τραγουδάω δυο στίχους, μου λέει φτάνει. “Τραγούδα το μη γυρίσεις”, εγώ τραγουδάω το “Ανόητες Αγάπες”.... Μου λέει “Μια χαρά, έλα αύριο στις οχτώ”. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή. Ξανακλείστηκα στον εαυτό μου! Ξεκινάμε πρόβες με την μπάντα, χωρίς την κιθάρα μου όμως δεν μπορώ να κρατήσω ρυθμό, σε δύο εβδομάδες με απολύουν... Παρόλ’ αυτά, ευχαρίστησα τον Φρανσουά, είπα ότι ήταν μεγάλη μου τιμή, και προφανώς το αγγελικό μου προσωπάκι τον συγκίνησε και μου λέει “Μπάσταρδε, μην αλλάξεις ποτέ, ό,τι κι αν κάνεις”. Ένα μήνα λοιπόν μετά την πρώτη αυτή μεγάλη αποτυχία, με πετυχαίνει και μου φωνάζει “Σιδηρόπουλος!” -γιατί έτσι ξεκίνησα, προσπαθώντας να μιμηθώ τον Παύλο- “Έλα και θα μάθεις να κρατάς το ρυθμό”... Κρατάμε ακόμα φιλία. Ήταν ο μέντορας μου».

Τα διηγείται πολύ ωραία, αργά, και με παύσεις κάθε τόσο για να ανάψει το στριφτό, που σβήνει συνέχεια από μόνο του. Και απόλαυσα τρελά την ιστορία του πιτσιρικά που ξεκίνησε δειλά από τη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στη μικρή οθόνη!

«Επειδή ήμουν πολύ σφιγμένος πάνω στη σκηνή, κάποια στιγμή μου γύρισε τούμπα. Άρχισα να χρησιμοποιώ όλες τις ανασφάλειες μου. Ό,τι ντρεπόμουν το έκανα για να το ξορκίσω». (Χμ, θα το δοκιμάσω κι εγώ αυτό...). «Οπότε, οποιαδήποτε παράλογη ή υπερβολική συμπεριφορά πάνω στη σκηνή άρχισε να με εκφράζει. Αυτό λειτούργησε και ως ψυχοθεραπεία, αλλά μου έδωσε και μια πιο θεατρική παρουσία στη σκηνή. Όταν κατέβηκα Αθήνα, δούλεψα στο Σταυρό του Νότου για τέσσερα χρόνια –άλλο turning point. Εκεί άρχισα να κάνω λίγη πρόζα, λίγη παντομίμα. Επειδή τραγουδούσα αγγλικά τραγούδια και για κάποιο λόγο θεωρούσα ότι δεν ξέρει κανένας αγγλικά», (γελάει...) «προσπαθούσα να εξηγήσω τα τραγούδια με κινήσεις! Εκεί με ανακάλυψε η Ελένη Γκασούκα, που έκανε τους “Ήρωες” στο Μικρό Παλλάς -με την οποία θα συνεργαστούμε και φέτος- και μέσω αυτής έκανα οντισιόν για τους “Singles” και με πήραν, ένας Θεός ξέρει πώς... Βλέπω τώρα τις επαναλήψεις και λέω πώς παίζεις έτσι...».

Αντιδρώ πάλι από την αρχή εγώ, μα πώς, εγώ λάτρευα τον Τζάμπα, αυτός επιμένει ότι δεν έπαιξε όπως θα ήθελε...

«Μετά ήρθε ο Χριστόφορος με το “4” το οποίο από άποψη σεναρίου και χαρακτήρα ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου κάτσει. Και εκεί που είπα ότι με την τηλεόραση τελείωσα –γιατί με τον Χριστόφορο αισθάνθηκα ότι έφτασα στο pick της τηλεοπτικής μου καριέρας» (ένα πλατύ σκανδαλιάρικο χαμόγελο στη λέξη καριέρα) «σκάει το “Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος”, όπου έκανα τη φωνή του Μένιππου. Μου αρέσει πολύ αυτό το είδος του χιούμορ και το είδος που της κωμωδίας που βασίζεται σε κόμικς».

Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεται. Που έχει τον πήχη ψηλά. Που κάθεται και βλέπει τις επαναλήψεις των Singles και απορεί. Και το ομολογεί με φυσικότητα.

«Το ίδιο παθαίνω και με τους δίσκους. Ο εαυτός σου είναι ο πιο αυστηρός κριτής. Για κάποιον τρίτο μπορεί να είσαι μια χαρά, εσύ όμως το βλέπεις αλλιώς».

Ένα μηχανάκι με ενοχλητική εξάτμιση μας αναγκάζει να σωπάσουμε για λίγα δευτερόλεπτα. Ο Πάνος ρουφάει μια γουλιά καφέ, εγώ σκέφτομαι αυτά που λέει. Καλό να έχεις ψηλά τον πήχη, αλλά μια ωραία καριέρα, μερικά αξιαγάπητα τραγούδια, η αποδοχή του κόσμου δε φτάνουν για να είναι ένας τραγουδιστής ευχαριστημένος; Με κοιτάει κατάματα, καθαρίζει τη φωνή του (βαριά από τη συναυλία της προηγούμενης μέρας) και βάζει τους αγκώνες στο τραπέζι.

«Κάθε μέρα ξυπνάς διαφορετικά. Μπορεί να ξυπνήσω σήμερα και να είμαι μες την τρελή χαρά, και την άλλη μέρα, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι, να είμαι μίζερος. Είμαι πολύ προβληματισμένος με αυτό. Αισθάνομαι πολύ αχάριστος τις μέρες που μου βγαίνει η μιζέρια. Λέω, εντάξει ξεκόλλα, τι άλλο θες, κούλαρε. Και τις μέρες που είμαι καλά αισθάνομαι την πίεση ότι κάτι πρέπει να κάνω με αυτό που μου έχει δοθεί μέχρι στιγμής, πρέπει να κάνω ένα payback, δεν μπορώ να κάθομαι να πίνω καφέδες, πρέπει να γράψω ένα τραγούδι, δεν μπορώ να ξοδεύω το ταλέντο. Πράγμα βέβαια σπαστικό πολλές φορές, είσαι στην τσίτα, δεν μπορείς να χαλαρώσεις».

Επιτέλους και ένας Μουζουράκης τσιτωμένος! Γιατί κατά τα άλλα, όπως είναι αραγμένος με τα σταράκια του, το σκουλαρίκι του, τα στριφτά του και τις ωραίες αυθόρμητες απαντήσεις του, έχει το απόλυτο προφίλ του χαλαρού και ανεπιτήδευτου τύπου... Ε μα είναι δυνατόν να είναι όντως τόσο χαλαρός; Απορία εδώ και ώρα...

«Πιστεύω ότι τον πραγματικό Πάνο δεν τον ξέρω ούτε εγώ. Στα τραγούδια υπάρχει πάρα πολύ έντονα το προσωπικό στοιχείο. Κάποια στιγμή θεωρούσα περιττές τις συνεντεύξεις, γιατί ό,τι ήθελα να πω υπήρχε μέσα στα τραγούδια. Ακόμη και πολλές από τις ερωτήσεις που μου έχεις κάνει μέχρι στιγμής. Το “Μάντεψε ποιος” για παράδειγμα, το πρώτο τραγούδι από τον πρώτο δίσκο. Έχει αυτοσαρκασμό, αυτοκριτική, φαίνονται όλες οι φοβίες, οι ανασφάλειες...».  

Αρχίζει να μου το τραγουδάει χαμηλόφωνα. Private concert! Σούπερ! Τον περιμένω να τελειώσει –στο μυαλό μου έχει κολλήσει ο στίχος «θα πουλήσει τρελά, άμα πρώτα πουλήσει μερικά ιδανικά».

«Ο Σαββόπουλος είπε ποτέ μην αναλύεις το στίχο σου! Ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι θέλει».

Σιγά μην το αφήσω να μου ξεφύγει τόσο εύκολα. Επιμένω πιο συγκεκριμένα: θεωρείς ότι έκανες θυσίες για να φτάσεις μέχρι εδώ;

«Δεν ξέρω. Ξεκινάς με ένα μυαλό α’, του χρόνου είναι β’, του χρόνου γ’... Δεν ξέρω αν βρίσκεις δικαιολογίες για να πεις ότι δεν έκανες κάτι κακό. Εγώ, για παράδειγμα, μπορεί να χρειάστηκε να σκοτώσω κάποιον για να φτάσω εδώ και να πω από μέσα μου “του άξιζε”».

Κάνει μια παύση, τα εκφραστικά του μάτια κολλούν στο κενό, σκέφτεται.

«Δεν αισθάνομαι ότι έχω ξεπουλήσει κάτι. Αισθάνομαι απλά υποχρεωμένος ότι πρέπει να βρω αυτό το κάτι που θέλω να είμαι, να γίνω, για να πω ότι δεν ήταν μάταια όλα».

Αυτό ήταν... Τον έχω συμπαθήσει τρελά. Λατρεύω τους τύπους που ψάχνονται με αυτόν τον τρόπο. Τώρα, ως προς το τι θα ήθελε να γίνει... δεν έχω ιδέα.

«Υπάρχουν στιγμές, όπως χθες όταν τελειώσαμε, που λες άξιζε, ήταν to the point, ο κόσμος το δέχτηκε, έκανες ανθρώπους να συγκινηθούν, να γελάσουν, πέρασες καλά, και ήσουν ο εαυτός σου. Οπότε αυτό ...σε παγκόσμιο επίπεδο!». (Ένα γάργαρο γέλιο και ένα άκρως σκανδαλιάρικο βλέμμα). «Περίμενε, γιατί βρήκαν έναν πλανήτη που μοιάζει με τη γη. Ποιος ξέρει τι μουσική παίζουν εκεί;».

Και με τη μουσική εδώ τι γίνεται; Στην εποχή της κρίσης, του internet και των μεγάλων αλλαγών; Προσπαθώντας να κατατάξω μουσικά τον Μουζουράκη ανάμεσα στο mainstream και το έντεχνο, μάλλον άγγιξα ευαίσθητη χορδή.

«Δε θέλω να βάλω ταμπέλα, σε βάζει σε καλούπι για το τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις. Είναι σαν να λες: θέλω να κάνω κάτι, αλλά επειδή οι άνθρωποι που με γουστάρουν θα διαφωνήσουν καλλιτεχνικά, δεν πρέπει να το κάνω σεβόμενος το κοινό. Έτσι όμως θα χάσεις την αλήθεια, ακολουθώντας τη γραμμή που οι άλλοι σου έδωσαν. Γι’ αυτό κι εγώ κινούμαι και στο mainstream και στο underground. Και αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα στη ζωή. Για παράδειγμα, κάνω παρέα με πολλούς ανθρώπους του underground χώρου, όπως και με πολλούς από το χώρο της showbiz. Όταν είσαι δεκαοχτώ νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα και ότι όλα είναι απλά. Έτσι κι εγώ νόμιζα τότε ότι όλα είναι ξεκάθαρα: όσοι έχουν λεφτά είναι λαμόγια, εμείς που δεν έχουμε είμαστε καλοί. Το χρήμα το βάζω ως τυχαίο παράδειγμα. Αργότερα καταλαβαίνεις ότι δεν είναι έτσι».

Χμ, ξεφύγαμε πάρα πολύ –όχι πως είναι κακό, γιατί η συνέντευξη τείνει να γίνει ατελείωτη, αλλά τσουλάει υπέροχα- τον ξαναρωτάω λοιπόν την άποψη του περί μουσικής.

«Το παιχνίδι των εταιρειών ακόμα υπάρχει. Αν θέλουν να προωθήσουν κάποιον, μπορούν. Εξαρτάται βέβαια και από τον άνθρωπο. Εγώ δε θεωρούμαι από τους πολύ συνεργάσιμους... Σχετικά με το youtube, είναι ένα ωραίο βήμα, αν και δεν ξέρω κατά πόσο έχει κάνει αυτό που θα έπρεπε. Για παράδειγμα, υπάρχει η Μόνικα, αλλά και σε αυτό –βλέπεις;- κολλάνε ταμπέλα, λένε: αυτός που βγήκε από το youtube ή από το fame story. Θυμάμαι πάντα κάτι ωραίο που μου είχε πει ο Σαββόπουλος, τότε που υπήρχαν πολλά talent show και εσύ σκεφτόσουν “κάτσε, εγώ παλεύω τόσο καιρό, ενώ εσύ που δεν έχεις το ηθικό δίλημμα να ξεπουληθείς στα κανάλια πας και μου κάνεις καριέρα σε μια βραδιά έτσι”; Μετά βέβαια βλέπεις ότι όσοι αξίζανε επιβιώσανε, μπήκανε μεν πιο γρήγορα στο σύστημα, αλλά όλοι μέσα στο σύστημα είμαστε. Μου είπε λοιπόν ο Σαββόπουλος: “Πάνο, πρόσεχε πώς τα βλέπεις αυτά τα πράγματα, γιατί όλα γύρω μας ένα fame story είναι. Κι εσύ που είσαι τώρα εδώ, σε ένα fame story ανήκεις”. Απλά, το θέμα είναι μαζί με ποιους θέλεις να περπατάς στο σχολείο: με τους κουλτουριάρηδες, τους σπασίκλες, αυτούς που σπάνε πλάκα...;».

Σε μια ύστατη προσπάθεια να βγάλω λίγα περισσότερα συμπεράσματα για το χαρακτήρα του, του κάνω: εσύ τώρα με ποιους θα ήσουν;

«Νομίζω λίγο μπαλαντέρ, με την καλή την έννοια – ή και με την κακή, δεν ξέρω. Σίγουρα θα ήμουν κοντά στις μαζορέτες για ευνόητους λόγους, θα τα είχα καλά με τους πιο μπρατσαράδες, γιατί ξέρεις, κάνεις ανταλλαγή, δίνεις ποίηση και δε σε δέρνουν, θα ήμουν με τους πιο σπασίκλες γιατί με ενδιαφέρει η γνώση, να καθίσεις να συζητήσεις και να μάθεις πράγματα. Προσπαθείς να βρεις τους καλούς ή μάλλον προσπαθείς να βρεις το καλό στον καθένα. Αυτό είναι κάτι που πάντα το σκέφτομαι. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν για τίποτα, νομίζω πως όλοι μέσα μας έχουμε το καλό. Κανένας μας δεν είναι κακός από πρόθεση, ίσως από κόμπλεξ ή από βιώματα, αλλά καταβάθος είμαστε αγνοί, εκείνο το μωράκι που βγήκε κλαίγοντας από τη μήτρα της μάνας του και δεν ήξερε τι γίνεται και άρχισαν να του φορτώνουν πληροφορίες. Οπότε ψάχνω στον καθένα να βρω αυτήν την αγνότητα, εκείνα τα μεγάλα αθώα μάτια που κάποτε κλαίγανε».

Ser-Free, τεύχος 26, φθινοπωρο 2012

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

"Κάθε βιβλίο πρέπει να κομίζει κάτι καινούργιο"

O συγγραφέας Γιώργος Σκαρμπαδώνης, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου "Ντεπό" από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

Μιλήστε μου για το νέο σας βιβλίο, "Ντεπό", που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Πρόκειται για είκοσι εφτά διηγήματα γραμμένα την τελευταία τριετία. Βασικοί θεματικοί άξονες είναι το άστυ και η περιφέρεια, η μοναξιά και η συνύπαρξη, η φθορά και η απειλή του τέλους, η σχέση με τα ζώα, το τώρα και η μνήμη, το ελάχιστο και η μέγιστη σημασία του. Ενοποιητικό στοιχείο είναι πάντα το ύφος και η γλώσσα.

Έχετε ασχοληθεί πολύ με τη μικρή φόρμα, το διήγημα. Θεωρείτε ότι ως λογοτεχνικό είδος έχει από το κοινό ικανοποιητική ανταπόκριση; Ή ο κόσμος αγκαλιάζει κατ' εξοχήν το μυθιστόρημα;

Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια μεγαλύτερη αποδοχή του διηγήματος. Το μυθιστόρημα για πολλούς και μάλλον ακόμα αδιευκρίνιστους λόγους διαβάζεται πιο πολύ, ειδικά στην Ελλάδα, που έχει και μεγάλη παράδοση το διήγημα. Το θέμα, βέβαια, πάντοτε είναι να είναι πολύ καλό το βιβλίο, είτε μικρής, είτε μεγάλης φόρμας.

Τι είναι αυτό που θέλετε να εκφράσετε μέσα από τη γραφή; Ποιος θα λέγατε πως είναι ο βασικός άξονας της λογοτεχνικής σας δημιουργίας;

Δεν εκφράζει κανείς κάτι συγκεκριμένο, δε θέλει να στείλει ένα μήνυμα – αλλιώς θα έγραφε ένα άρθρο. Η λογοτεχνία είναι εξόχως περίπλοκη, πολυσημική και αινιγματική, και πασκίζει να αναδείξει την βαθύτερη ανθρώπινη κατάσταση, να φωταγωγήσει πλευρές της ανθρώπινης περιπέτειας με ένα καινούργιο φως.

Συγγραφή και επιτυχία: τι είναι επιτυχία για εσάς σε ό,τι αφορά στη συγγραφική σας δραστηριότητα;

Επιτυχία είναι να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, με απόλυτη αυστηρότητα και πάθος. Με αφοσίωση και πειθαρχία. Από εκεί και πέρα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν ένα βιβλίο θα έχει αποδοχή, θα είναι επιτυχημένο. Εξάλλου η επιτυχία είναι κάτι σχετικό – υπάρχουν και κακά βιβλία που κάνουν δεκάδες εκδόσεις.

Πόσος …"Σκαμπαρδώνης" υπάρχει μέσα σε κάθε σας κείμενο; Πόσο αξιοποιείτε λογοτεχνικά τα προσωπικά σας βιώματα;

Προφανώς και αξιοποιούνται. Αλλά δεν αρκούν τα δικά μου βιώματα, οφείλω να αναδείξω, να μεταπλάσω και τα βιώματα των άλλων, ενώ συμμετέχει πάντα η επινόηση και η φαντασία. Είναι συνδυασμός πολλών στοιχείων και υλικών, είναι η πάλη με το ύφος, τη γλώσσα, και η αγωνία διάνοιξης νέων εκφραστικών δρόμων. Κάθε βιβλίο πρέπει να κομίζει κάτι καινούργιο, αλλιώς δεν έχει νόημα να το εκδώσεις.

Τα κείμενα σας έχουν φτάσει και στη μεγάλη οθόνη. Πώς ήταν η εμπειρία της επαφής με την έβδομη τέχνη;

Είναι μια ευχάριστη εμπειρία. Γνωρίζεις μια άλλη, συγγενική τέχνη από τα μέσα, συνυπάρχεις με σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ζεις την επίπονη διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας κι όλο αυτό αποτελεί κάποιο είδος διδασκαλίας. Αρδεύεται και η δική σου τέχνη μέσα απ’ όλα αυτά.

Θεωρείτε ότι η κρίση είχε, μέχρι στιγμής, βαθιά επίδραση στη λογοτεχνία; Έχει προκύψει, κατά τη γνώμη σας, ενδιαφέρουσα λογοτεχνική παραγωγή τα τελευταία χρόνια;

Πάντα υπάρχει ενδιαφέρουσα παραγωγή. Η ανθρώπινη κρίση είναι αιώνια και ατελεύτητη, δεν έχει να κάνει μόνο με το οικονομικό. Υπάρχει ο έρωτας, η απώλεια, η οδύνη, η παραφροσύνη, ο θάνατος, η προδοσία, η μοναξιά και κλπ, που δε φεύγουν ποτέ από την επικαιρότητα.

Τι είναι αυτό που δεν έχετε κάνει ακόμα λογοτεχνικά; Ποιοι είναι οι μελλοντικοί σας στόχοι και οι ευσεβείς σας πόθοι;

Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Είναι θέμα έμπνευσης, συγκυρίας, και άλλων στοιχείων απρόβλεπτων. Ας έχουμε υγεία και ό,τι είναι να 'ρθει, θα 'ρθει.

 

Απο το 38ο τεύχος του περιοδικου Vakxikon.gr (www.vakxikon.gr)

Γιάννης Στάνκογλου

"Δεν μπορώ να με φανταστώ σε άλλο επάγγελμα"

 

Κύριε Στάνκογλου, η πιο πρόσφατη παράσταση σας είναι ο "Καλιγούλας", στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πώς ήταν η εμπειρία;

Πολύ ωραία! Ο κόσμος την αγάπησε πολύ αυτήν την παράσταση. Πρόκειται βέβαια για ένα δύσκολο έργο και, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν σίγουρος για το πώς θα αντιδρούσε το κοινό. Παρατηρώ τελικά όμως ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει πράγματα που θέτουν ζητήματα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, που λένε αλήθειες με ουσιαστικό τρόπο. Και είμαι και εγώ πολύ χαρούμενος που μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω αυτό το έργο, γιατί είναι ένα από τα αγαπημένα μου, ήδη από τότε που ήμουν στη σχολή.

Σχετικά με αυτό που είπατε για τις ανάγκες του κοινού, προς τα πού θα λέγατε ότι στρέφεται ο κόσμος θεατρικά τα τελευταία χρόνια;

Ο κόσμος πηγαίνει θέατρο με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι παλιότερα και έχει αποκτήσει και ένα κριτήριο αυστηρότερο και πιο υψηλού επιπέδου απέναντι στις παραστάσεις. Από την άλλη παρατηρούμε ότι και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν επιλέγουν τα εύκολα πράγματα, αλλά τα δύσκολα. Τα οποία εν τέλει τα έχει ανάγκη και ο κόσμος, αυτά που του θέτουν ερωτηματικά. Το ίδιο ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και στον κινηματογράφο, γι' αυτό και οι ελληνικές ταινίες τελευταία τα πάνε τόσο καλά στο εξωτερικό. Ελπίζω αυτό να έχει και μια συνέχεια και να υπάρξει και μια βοήθεια από το κράτος. Πρέπει να αρχίσουμε να εξάγουμε τον πολιτισμό μας με κάποιον τρόπο, να μην περιμένουμε μόνο να έρθουν τουρίστες εδώ για να δούνε τα μνημεία μας και να πληρωθούμε.

Θέατρο, σινεμά ή τηλεόραση;

Το θέατρο είναι το σπίτι μου. Εκεί πιστεύω ότι εξελίσσομαι και ότι μαθαίνω πράγματα, δε μένω στάσιμος. Είναι και δική μου επιθυμία να αλλάζω από χρονιά σε χρονιά ρόλους και να μην κάνω τα ίδια πράγματα, να συνεργάζομαι και με άλλους ανθρώπους. Και το σινεμά μού αρέσει και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία είναι μεγάλη μου χαρά, αλλά ο κινηματογράφος είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ερωμένη… Από την τηλεόραση απέχω εδώ και εφτά-οχτώ χρόνια, με εξαίρεση μερικά guest που έκανα. Γίνονται κάποιες συζητήσεις για του χρόνου, αρκεί να είναι κάτι που θα μου αρέσει και θα με ενδιαφέρει.

Με βάση ποια κριτήρια διαλέγετε τους ρόλους σας;

Αναλόγως σε ποια κατάσταση είμαι και τι θα μου προτείνουν… Παίζουν ρόλο οι συνεργάτες και το ίδιο το έργο φυσικά -και κατά πόσο είναι διαφορετικό από αυτό που έχω κάνει την προηγούμενη χρονιά. Μου αρέσει η εναλλαγή, η μεταμόρφωση, γι' αυτό το λόγο κάνω αυτή τη δουλειά.

Και ποιον από όλους σας τους ρόλους αγαπήσατε περισσότερο;

Α, δεν μπορώ να πω, είναι πολύ δύσκολο να πω μόνο έναν, τους έχω αγαπήσει όλους. Και δεν είναι μόνο οι ρόλοι, πολύ περισσότερο είναι οι συνεργασίες: Μαρμαρινός, Καραθάνος, Γιάνναρης, Κούτρας, Μασκλαβάνου και τόσες άλλες…

Μετανιώνετε για πράγματα που έχετε κάνει στη δουλειά σας;

Συνήθως όχι… Ασφαλώς έχουν έρθει στιγμές που περίμενα κάτι άλλο και αυτό που έκανα δεν ήταν αυτό που ήθελα τελικά, αλλά το πάλεψα ώστε να μην εγκαταλείψω τη βάρκα… Πιστεύω ότι κάθε εμπειρία έχει κάτι να σου δώσει και δεν πρέπει να τα παρατάς.

Αν δε σας βλέπαμε στο επάγγελμα του ηθοποιού, πού θα μπορούσαμε να σας είχαμε δει;

Δεν ξέρω, ίσως σε πολλά πράγματα. Αλλά αγαπάω τόσο πολύ αυτό που κάνω που πλέον δεν μπορώ να με φανταστώ κάπου αλλού.

Τη νέα γενιά ηθοποιών πώς τη βρίσκετε;

Επειδή διδάσκω και στον Ίασμο εδώ και τρία χρόνια, βλέπω πολλά παιδιά που έχουν πολύ πάθος και δουλεύουν σκληρά. Και παρατηρώ ότι αυτή η γενιά έχει πιο σφαιρική παιδεία, δηλαδή φροντίζει για τα πάντα, και για το σώμα και για τη φωνή και για την κίνηση, δουλεύει πάνω σε όλα. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα ως γνωστόν είναι δύσκολα, υπάρχουν πάρα πολλοί ηθοποιοί, γίνονται πολλές παραγωγές, που δεν ξέρω αν όλες αυτές είναι κερδοφόρες και αν αμείβονται όλοι αυτοί οι ηθοποιοί κι αν όντως ζούνε από αυτό που κάνουν. Παρόλ' αυτά, βλέπεις παιδιά που το αγαπούν, που προτιμούν να δουλεύουν κάπου αλλού και παράλληλα να ασχολούνται και με την ηθοποιία.

Τελικά τι μετράει περισσότερο σε αυτή τη δουλειά; Το ταλέντο; Οι δημόσιες σχέσεις;

Το ταλέντο είναι πέντε-δέκα, το πολύ είκοσι, τοις εκατό. Από εκεί και πέρα είναι η δουλειά. Πρέπει να δουλέψεις πολύ, να δουλέψεις με διαφορετικούς τρόπους, να είσαι ανοιχτός σε όλα και να έχεις εμπειρίες ζωής, να αγαπάς αυτό που κάνεις. Και παίζει ρόλο και η τύχη, αν μια δουλειά που θα κάνεις θα έχει επιτυχία και θα σου φέρει κι άλλη δουλειά αργότερα…

Τι θα θέλατε να κάνετε στο μέλλον που δεν έχετε κάνει ακόμα;

Πολλά! Μια τρελή κωμωδία, κείμενα του Μπέκετ που αγαπώ πολύ, μου αρέσει το "Έγκλημα και Τιμωρία" και θα ήθελα να παίξω τον Ρασκόλνικωφ… Ελπίζω στο μέλλον να τα καταφέρω!

Αυτή τη στιγμή παίζεται στο σινεμά η ταινία "Invisible" του Δημήτρη Αθανίτη, στην οποία πρωταγωνιστείτε. Τι άλλο ετοιμάζετε για το άμεσο μέλλον;

Εκτός από το "Invisible" που ταξιδεύει στις κινηματογραφικές λέσχες όλης της Ελλάδας, το Μάρτιο βγήκε στις αίθουσες και η ταινία "America square" του Γιάννη Σακαρίδη. Το καλοκαίρι θα είμαι πάλι στην παράσταση "Επτά επί Θήβας", η οποία θα ανεβεί στην Επίδαυρο και από εκεί θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα.

 

Συνεντευξη στο περιοδικο vakxikon.gr, τ.37 (vakxikon.gr)

Θόδωρος Αγγελόπουλος

«Είναι σημαντικό να αισθάνεσαι μια επαφή μέσα από ένα έργο που έχεις κάνει»

 

Κύριε Αγγελόπουλε, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την σκηνοθεσία και πώς κάνατε τα πρώτα σας βήματα στο χώρο αυτό;

Δε πιστεύω ότι επιλέγει κανείς συνειδητά αυτό που θα κάνει. Απλά κάποια στιγμή αισθάνεται τι θα ήθελε να κάνει. Εγώ στην αρχή έβλεπα κινηματογράφο όπως όλοι. Μετά άρχισε να με ενδιαφέρει ποιος έκανε την ταινία. Σιγά-σιγά από αυτό οδηγήθηκα στο να κάνω αναγνωρίσεις άλλου τύπου, δηλαδή σε τι διαφέρει η μία ταινία από την άλλη, όχι μόνο θεματικά, αλλά εκφραστικά. Μέχρι που κατέληξα στην απόφαση να εγκαταλείψω τη Νομική.

Κάνατε τεράστια στροφή.

Ναι όντως. Αλλά εγώ ούτως ή άλλως ξεκίνησα από το γράψιμο, από πολύ νωρίς έγραφα διηγήματα και ποιήματα. Επομένως από αυτόν τον τρόπο έκφρασης οδηγήθηκα σε ένα άλλον τρόπο έκφρασης, διατήρησα δηλαδή αυτό που λέμε ανάγκη έκφρασης. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν κάνω ποτέ ταινίες για λόγους επαγγελματικούς, επαγγελματικά δεν έχω κάνει τίποτα.

Μέσα από τις ταινίες σας τι είναι αυτό που θέλετε να περάσετε, σε ποιο σημείο θέλετε να αγγίξετε το θεατή;

Θέλω να βγάλω αυτό ακριβώς που θέλει να βγάλει και ένας συγγραφέας όταν γράφει. Ο συγγραφέας γράφει για τον εαυτό του, για τους γύρω του, για την ιστορία του, ή για κάτι που φαντάζεται. Εγώ ασχολήθηκα κυρίως με ιστορίες που έχουν περάσει μέσα από τη δική μου εμπειρία. Γεννήθηκα πριν από τον πόλεμο, τα πρώτα μου χρόνια ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου και των άλλων γεγονότων που ακολούθησαν, συν την εμπειρία στο Παρίσι και την επιστροφή σε μια ανώμαλη ελληνική περίοδο, αυτήν της αποστασίας. Όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση μου και στην ευαισθητοποίηση μου απέναντι στα γεγονότα. Κυρίως βέβαια με επηρέασε αυτό που έζησα όταν ήμουν εννιά χρονών, τη σύλληψη του πατέρα μου από τον ξάδερφό μου, γιατί η οικογένεια ήταν κομμένη στα δύο, αριστεροί-δεξιοί, και την αναζήτηση του πτώματος του πατέρα μου, -νομίζαμε ότι είχε εκτελεστεί-, με την μητέρα μου να με κρατάει από το χέρι, μέσα σε δεκάδες πτώματα έξω από την Αθήνα.

Αυτό πρέπει να σας στιγμάτισε φοβερά.

Απολύτως. Ίσως να είναι η καταγωγική εικόνα όλης μου της δουλειάς.

Επομένως μέσα από την δουλειά σας θέλετε να αναδείξετε τον πόνο, την ομορφιά ίσως, τι ακριβώς;

Όλες μου οι ταινίες είναι πάνω στην ανθρώπινη μοίρα. Στο πόσο μας διαμορφώνουν τα γεγονότα και αυτά που μας συμβαίνουν και σε ποιο βαθμό μπορούμε εμείς να τα επηρεάσουμε.

Η δική σας άποψη ποια είναι; Υπερισχύει η βούληση του ανθρώπου ή τα ίδια τα γεγονότα;

Θεωρώ ότι η πορεία της ιστορίας, αυτού που λέμε ανθρώπινη μοίρα, είναι σχεδόν πιο δυνατή από εμάς, μας διαμορφώνει. Κάνουμε προσπάθειες να την διαμορφώσουμε, δεν ξέρω όμως σε ποιον βαθμό το καταφέρνουμε. Γιατί πώς είναι δυνατόν να επηρεάσει κάποιος τα γεγονότα της χώρας μας, όταν η ίδια η χώρα μας επηρεάζεται από άλλους παράγοντες, εξωγενείς από αυτήν;

Κινηματογράφος και ελευθερία: εσείς πόση ελευθερία αισθάνεστε παράγοντας μια ταινία;

Απόλυτη. Το μόνο που είναι ανασταλτικό και παίζει ένα είδος “λογοκρισίας” είναι το οικονομικό, αν έχω δηλαδή το απαραίτητο ποσό για να καλύψω όλο αυτό που φαντάζομαι. Το οποίο ποσό ποτέ δεν είναι αρκετό.

Είστε από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες στην Ελλάδα και από τους πιο πολυσυζητημένους. Αυτό πώς σας κάνει να αισθάνεστε;

Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον για αυτό που κάνω. Και είτε κριτικά αντιμετωπίζεται είτε σαν ποίηση και μαγεία -γιατί συμβαίνουν και τα δύο- έχει ενδιαφέρον. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πετύχει το απόλυτο. Επαναλαμβάνω πολύ συχνά την απάντηση του Μπόρχες όταν τον ρώτησαν για ποιον γράφει: «Για μένα, για τους φίλους μου, που μπορεί να είναι ένας ή εκατομμύρια, και για να γλυκάνω, να απαλύνω τον χρόνο που περνάει».

Και ερχόμαστε στο θέμα του χρόνου, το οποίο σας απασχολεί πάρα πολύ.

Ναι, είναι ένα κεντρικό στοιχείο του προβληματισμού μου. Το πέρασμα του χρόνου έχει να κάνει με την αίσθηση της απώλειας. Χάνονται πράγματα που βιώσαμε και αυτά τα βιώματα, που ήταν οι δυνατές στιγμές έντονου πόνου ή οι δυνατές στιγμές χαράς ή οτιδήποτε άλλο, υπάρχουν σήμερα σαν να ήταν τότε χωρίς να είναι τότε.

Ένας καλλιτέχνης, ένας άνθρωπος του πνεύματος, τι θέση έχει στην σημερινή κοινωνία έτσι όπως έχει πλέον αυτή διαμορφωθεί;

Υπάρχει ένας πολύ σπουδαίος Γερμανός ποιητής, ο Χέντερλιν, ο οποίος είπε: «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σε αυτόν τον άχαρο καιρό;». Εγώ θέλω να πω ότι χρειάζονται. Γιατί νομίζω ότι η ποίηση γλυκαίνει το πέρασμα του χρόνου.

Αντιστοίχως, θεωρείτε ότι εσείς έχετε μια τέτοιου είδους δύναμη μέσα από τις ταινίες σας;

Δεν ξέρω. Ακούω πολλά. Πρόσφατα ήμουν στη Λάρισα. Στο τέλος της προβολής της ταινίας δεν μπορούσαμε να κάνουμε διάλογο μέσα στην αίθουσα γιατί έπρεπε να αρχίσει η επόμενη προβολή. Βγαίνοντας έξω βλέπω όλον τον κόσμο από την αίθουσα να με περιτριγυρίζει, να κάνει έναν κύκλο γύρω μου και εγώ ήμουν με ένα μικρόφωνο στη μέση και έτσι όρθιοι καθίσαμε περίπου μιάμιση ώρα. Στο τέλος αισθάνθηκα ότι κάτι έγινε, ότι κάτι συνέβη ανάμεσα μας. Είναι πολύ σημαντικό να αισθάνεσαι μια επαφή μέσα από ένα έργο που έχεις κάνει.

Πριν είπατε ότι κανείς δεν μπορεί να φτάσει στο απόλυτο. Τι είναι αυτό που δεν έχετε κάνει ακόμα;

Δεν θα έλεγα τι, θα έλεγα σε ποιο βαθμό. Ο Τρυφώ έλεγε ότι πετυχαίνουμε μόνο ένα τριάντα τοις εκατό των προθέσεών μας και πρέπει να είμαστε και ευχαριστημένοι. Η αλήθεια είναι ότι όντως ποτέ δεν φτάνουμε. Στο ξεκίνημα είμαστε τόσο γεμάτοι από κάτι που ιδεατά εκείνη η στιγμή είναι το απόλυτο, το εκατό. Στην πραγμάτωση όμως δεν φτάνουμε ποτέ.

Εσείς πού ακριβώς είστε;

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το αποτιμήσω. Άλλες φορές νομίζω ότι είμαι πολύ κοντά προς αυτό που είχα σκεφτεί και άλλες φορές ότι είμαι πολύ μακριά. Το περίεργο είναι ότι τις φορές που νομίζω ότι έχω ολοκληρώσει οι θεατές είναι λιγότερο ικανοποιημένοι και άλλες φορές που νομίζω ότι δεν έχω ολοκληρώσει οι θεατές είναι πιο ευχαριστημένοι.

Στη δουλειά σας τι είναι αυτό που φοβάστε;

Αδυναμία να πραγματώσω για αντικειμενικούς λόγους αυτό που έχω σκεφτεί. Φοβάμαι τον εξωτερικό παράγοντα. Τον εαυτό μου δεν τον φοβάμαι, αντιθέτως εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι μια πληρότητα.

 

Περιοδικό Ser-Free, τεύχος 3, Απρίλιος 2009

 

Γιώργος Ανδρέου

Ο μουσικός Γιώργος Ανδρέου, πέντε χρόνια μετά την πρώτη του συγγραφική απόπειρα με το μυθιστόρημα "Δαίμονας Ξένος", κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ο απερίσκεπτος πλοηγός" (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος).

Γιατί ποίηση; Πώς γεννήθηκε η ανάγκη;

Δεν είμαι μακριά από την ιδέα του ανθρώπου που γράφει. Γράφω τους στίχους σε πολλά από τα τραγούδια μου, αρθρογραφώ σε διάφορα έντυπα, έχω εκδώσει ήδη και ένα μυθιστόρημα, η γραφή με απασχολεί και με απασχολούσε πάντα. Και έχω διαβάσει και πολλή ποίηση, ο έμμετρος λόγος με εντυπωσίαζε ήδη από τα παιδικά μου χρόνια. Θα έλεγα ότι στην ποίηση είμαι τόσο ενημερωμένος όσο και στη μουσική. Γενικά, βρίσκω μια σύνδεση μεταξύ ποίησης και μουσικής, η ποίηση είναι ένας λόγος που έχει ρυθμική στάση. Έπειτα, αγαπώ την ποίηση επειδή ελευθερώνει τη γλώσσα από τα δεσμά της. Η γλώσσα στην πρώτη της εννοιολογική στάση είναι μια κυριολεκτική διαδικασία, δηλαδή πίσω από κάθε πράγμα υπάρχει μία λέξη, την οποία όταν ακούς σού γεννιέται η εικόνα αυτού του πράγματος. Η ποίηση καταφέρνει να το ανατρέπει αυτό και να δημιουργεί εντελώς απρόβλεπτες πραγματικότητες, τις οποίες εμείς αποδεχόμαστε. Η ποίηση έχει εισβάλλει με αυτόν τον τρόπο και στο ελληνικό τραγούδι και το τραγούδι είναι δάσκαλος του ποιητικού τρόπου για έναν ολόκληρο πολιτισμό. Οι Έλληνες αγαπούν και το στίχο και την ποίηση.

Η ποίηση δε θα λέγατε ότι θεωρείται λίγο παρεξηγημένη;

Ναι, κατά μία έννοια, λόγω των ελληνικών ταινιών που παρουσιάζουν τους ποιητές να λένε ακαταλαβίστικα πράγματα… Παρεξηγημένη δε θα την έλεγα, θεωρώ ότι η ποίηση είναι ένα μεγάλο μέγεθος στον ελληνικό πολιτισμό που υπάρχει πάντα πλαγίως, αλλά ίσως λόγω της παιδείας μας, λόγω της σχολικής μας εκπαίδευσης, λόγω του κοινωνικού μας περιβάλλοντος, δεν της δίνουμε την πρέπουσα σημασία, παρόλο που είναι πάντα παρούσα. Ποιητική είναι η δημοτική μας παράδοση, είτε πρόκειται για το ακριτικό έπος είτε για τα μικρασιατικά είτε τα ηπειρωτικά, έχουμε επίσης το παράδειγμα του Ερωτόκριτου, που ουσιαστικά εισάγει τη δημοτική, ακόμα και το λαϊκό τραγούδι έχει σχέση με την ποίηση. Έπειτα, έχουμε δύο Νόμπελ για τα οποία καμαρώνουμε, και αν δεν υπήρχαν οι πολιτικοκοινωνικές ανοησίες θα είχαμε πολλά ακόμα, στον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Καρούζο, τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο… Η ποίηση είναι η πολιτισμική κατάκτηση του ελληνισμού, σε αντίθεση με τη μουσική μας και τη πεζογραφία μας που είναι στενότερες, έχουν περιορισμένο ορίζοντα. Δεν είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος της τέχνης και να μη σε απασχολεί η ποίηση.

Ποιοι προβληματισμοί διατρέχουν τη συλλογή σας;

Όταν ασχολείται κανείς με την ποίηση, οι προβληματισμοί είναι πάντα σε δύο-τρία διαφορετικά επίπεδα. Ένα είναι το υλικό της γλώσσας αυτής καθεαυτής. Η γλώσσα, και ειδικά η ελληνική που έχει μακραίωνη παράδοση, είναι ένα υλικό που εξελίσσεται διαρκώς. Με απασχολεί η δομή της, οι αλληλεπιδράσεις της, οι επιρροές της. Ένα άλλο είναι η θεματική συνθήκη, στο οποίο με βοήθησε και το τραγούδι ώστε να μην είμαι χαοτικός. Κάθε ποίημα, όπως και όλη η συλλογή, έχει θεματικούς άξονες. Άλλα ποιήματα αφορούν στα τελευταία χρόνια της κρίσης, και μου έχουν γεννηθεί μέσα από την οδύνη της καταρράκωσης της ατομικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα, άλλα έχουν προσωπικό και εξομολογητικό χαρακτήρα, άλλα είναι αναφορές σε πρόσωπα με τα οποία έχω μια περίεργη και ιδιόμορφη σύνδεση, όπως ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης… Πέρα από όλα αυτά, με απασχολεί και η ιστορική συνθήκη που περιέχει πράγματα από τον εν γένει πολιτισμό και τα αρχέτυπα του ελληνικού τρόπου, δηλαδή από τον Όμηρο μέχρι το δημοτικό τραγούδι, την παράδοση, τη χριστιανική αντίληψη… Κάποιος που έχει αναμετρηθεί πολλά χρόνια με την τέχνη συνειδητοποιεί ότι ζούμε με κάποια αρχέτυπα, με κάποιους μεγάλους μύθους, που έρχονται συνεχώς στην πραγματικότητα μας και αποτελούν ένα είδος εκκίνησης για να προχωρήσει ο ποιητικός λόγος.

Υπάρχει σύνδεση με την κοινωνική πραγματικότητα;

Όλο το πρώτο κομμάτι του βιβλίου έχει να κάνει με τον προβληματισμό μου για την περίοδο της κρίσης και για την ευθύνη που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης σε τέτοιες εποχές. Η ευθύνη είναι πάντοτε διπλή: από τη μια ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι έξω από την εποχή του, αλλά την ίδια στιγμή το έργο του πρέπει να διατηρεί και ένα δεύτερο επίπεδο, ώστε να επιβιώσει της εποχής του και να αφήσει κάτι και στο μέλλον.

Σε ποιο είδος μπορεί να σας δούμε στο μέλλον;

Το πιο πιθανό είναι να εκδώσω ένα μυθιστόρημα. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τον "Δαίμονα Ξένο" και έχω στα σκαριά το επόμενο… Είμαι, πάντως, αντίθετος με την τάση της υπερβολικής έκδοσης, ότι πρέπει να εκδίδουμε τα πάντα, τάση που επιτείνεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το φίλτρο; Δεν μπορείς να δημοσιοποιείς τα πάντα, πολλά θα αποδειχτούν μέτρια. Είναι σαν το κρασί, πρέπει να αφήνεις λίγο και το χρόνο να τα ωριμάζει…

Υπάρχει περίπτωση ο λόγος να σας απορροφήσει από το τραγούδι;

Ναι, υπάρχει! Με τη μουσική δεν μπορεί ποτέ κανείς να είναι σίγουρος. Δεν ξέρουμε από πού έρχεται ούτε πότε σταματάει να έρχεται, είναι καθαρά ζήτημα υποσυνείδητου. Ενώ ο λόγος περιέχει το στοιχείο της δομής και της οργάνωσης και η συγγραφή είναι μια διαδικασία πολύ πιο αναλυτική και συνθετική εν τέλει, έτσι σου δίνουν μια παρηγοριά ότι μπορεί να σε ακολουθήσουν για διάστημα μεγαλύτερο από ότι η μουσική.

(Αναδημοσίευση απο το 43ο τεύχος του περιοδικου Ser-Free)