Έκλειψη υποκειμένου, του Φώτη Σενδουκά

"Στων παρυφών τη μαύρη γύρη

καθώς σκαρφάλωσα

είδα το ηλιόγερμα να αντανακλά

στων οριζόντων την ατέρμονη λιακάδα

Τότες που φύλλα ξέχωρα και ανόμοια

ανέμισαν και έκαναν

πως ήτανε πουλιά"

 

Με αυτούς τους στίχους σαν πρόλογο ο Φώτης Σενδουκάς ξεκινάει την ποιητική του συλλογή "Έκλειψη υποκειμένου" (Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2016). Ποίηση σκοτεινή, με έντονη πεσιμιστική διάθεση, στην οποία όλα βιώνονται με προβληματισμό, με διάψευση, με την επίγνωση μιας ζοφερής πραγματικότητας.

Ο Φώτης Σενδουκάς παλεύει με έννοιες αφηρημένες -την αλήθεια, τη μνήμη, τον έρωτα- σε ένα περιβάλλον μάλλον εχθρικό ("Κοίτα να δεις / που πια ο ίσκιος των αχτίδων του φωτός / κατάφερε και σκέπασε τη μέρα / Και πλέον οι σκιές μας / γυρτές και γερασμένες / περιπατούν στους στεναγμούς των γιοφυριών / που γκρέμισε ο φόβος"). Είναι διάχυτη η αναζήτηση για κάτι καλύτερο και η αίσθηση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όμως τελικά η ίδια η πραγματικότητα συνθλίβει κάθε προσπάθεια ("Η πραγματικότητα / φαγωμένη απ' τις επιβεβαιώσεις των πολλών / ταίριαξε πια / και τσάκισε βίαια τις ψυχές μας"). Ακόμα και ο έρωτας είναι "ακατάδεχτος" και οι εραστές "αιώνια θαυμάσια θλιμμένοι και ανυπεράσπιστοι".

Γράφοντας άλλοτε σε β' ενικό, άλλοτε σε α' πληθυντικό και άλλοτε σε γ' πρόσωπο, ο Φώτης Σενδουκάς επιχειρεί να δημιουργήσει μια συλλογική φωνή καθώς ανατέμνει και αποδομεί την πραγματικότητα, παρόλ' αυτά η ποίηση του παραμένει εσωτερική. Μέσα από την δική του οπτική, προσπαθεί να βρει τα αίτια, ασκεί κριτική και δημιουργεί κοινωνικές και υπαρξιακές προεκτάσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τοποθετεί έντονα μέσα στην ποίηση του την έννοια του ίδιου του ποιητή.

 

"Νύχτωσε κόσμε

Ενώ τα σκουριασμένα πνευστά των παλμών της πνοής μας

σιωπούν

Κι άνθρωπος, διαλάλησαν οι ποιητές,

αυτός που δεν έχει χρόνο μήτε για τον εαυτό του

μήτε τους κρότους των ναρκών της ψυχής του,

τους ψαλμούς της γαλήνης αυτής να απολαύσει"

 

Ο λόγος του ιδιαίτερα πυκνός, πολύ μεστός, με συχνές απουσίες των ρημάτων, με χρήση πολλών επιθέτων, ουσιαστικών και επιρρημάτων και με παντελή έλλειψη σημείων στίξης, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μικρή έκταση των περισσότερων ποιημάτων, επιτείνουν την αίσθηση της ασφυξίας που επιδιώκει να προσδώσει ο ποιητής στη συλλογή του.

 

"Μένουν θολά και ερειπωμένα

μες στου σπιτιού

του περασμένου χρόνου το ντουλάπι

όσα δεν μπόρεσες ποτέ να ανασύρεις

 

Πώς άραγε ηχεί η φυλλωσιά;

Πότε το φως πονεί να γίνει χρώμα;".

 

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

Μισέλ Φάις

"Έμπνευση είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο, κάτι λησμονημένο"

 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Όπως ποτέ", που κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Πατάκη.

Εν πρώτοις, κλείνει την τελευταία τριλογία μου. Ταυτόχρονα, είναι ένα βιβλίο μιας χωροταξικής μετατόπισης: από το τελετουργικό δωμάτιο της ψυχανάλυσης («Από το πουθενά», 2015), στο δυστοπικό γκρι στούντιο («Lady Cortisol», 2016) και στο κλειστοφοβικό λαγούμι του εαυτού («Όπως ποτέ», 2019).  Επίσης, το “Όπως ποτέ” είναι ένα βιβλίο, όπως τα περισσότερα βιβλία μου, που επιβεβαιώνει ότι το πώς λες μια ιστορία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και το τι λέει μια ιστορία, αλλά και γιατί την λες. Ακόμη, το “Όπως ποτέ” επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας του έλκεται περισσότερο από την πρόζα της ποίησης, της φιλοσοφίας, της φωτογραφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της πολεοδομίας, της μουσικής, ιδίως αυτής, κι ολοένα λιγότερο από την πρόζα της λογοτεχνίας.

Επί του πρακτέου, όμως, το “Όπως ποτέ” μιλάει για ένα κλονισμένο άντρα, μια αινιγματική γυναίκα (τους γονείς του αφηγητή; το αρχετυπικό κι έκπτωτο άρρεν και θήλυ; το άρρεν και το θήλυ εντός του αφηγητή; τη Γραφή και την Πραγματικότητα;) κι ένα δυσοίωνο πλήθος που κινείται ανάμεσα τους άλλοτε πανικόβλητα, άλλοτε ληθαργικά κι άλλοτε φαρσικά (παρ’  ολίγον να πω: φαϊσικά). Το "Όπως ποτέ” είναι βιβλίο που λογοδοτεί στο βλέμμα και στο άγγιγμα του ονείρου, εξού και είναι τόσο ρευστό, μεθοριακό, θρυμματισμένο, κρυπτικό. Κατά βάθος, ένα βιβλίο πτώσης (αυτό, εξάλλου, μαρτυρεί και η ασπρόμαυρη σκάλα του  εξωφύλλου)―πτώση: από το νόημα, από τον εαυτό, από τη μνήμη, από τις οικειότητες, από τις λέξεις. Σαν να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις ταυτόχρονα μια σκάλα (σαν αυτή του εξωφύλλου που εκτός από τη σκάλα του ιατρείου του πατέρα μου στην Κομοτηνή παραπέμπει και στη σκάλα του ονείρου του Ιακώβ) εξού και ο υπότιτλος:  Κωμωδία της κούρασης.

Τι μεσολαβεί από το ένα βιβλίο στο άλλο;

Η ασυνεχής ροή ανάμεσα στα κεφάλαια της αφηγημένης ζωής. Επειδή, ως γνωστόν, η ζωή δεν ζει, η αφήγηση δεν αφηγείται.

Τι αίσθηση σας αφήνει η ολοκλήρωση του κάθε βιβλίου και πώς συναντάτε την έμπνευση για το επόμενο;

Άλλοτε κάτι από ανακούφιση, άλλοτε κάτι από ανία, άλλοτε κάτι από πένθος, άλλοτε κάτι από κωμωδία. Έμπνευση, αν υπάρχει, είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο και απροσδιόριστο, κάτι λησμονημένο, εμποδισμένο ή παραγκωνισμένο, κάτι που ζητάει να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι που δεν αντέχει να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι.

Ποια είναι μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας; Να βελτιωθεί από βιβλίο σε βιβλίο; Να καταφέρει να δημιουργήσει έναν σταθερό δεσμό με τον αναγνώστη; Να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα;

Στην κρούστα κάποιες από αυτές τις αιτίες. Στο βάθος να αντέξει στις εφήμερες πιέσεις του βιοπορισμού, αλλά και τις μετατοπίσεις ή τις ρωγμές του μέσα χρόνου ώστε να εξασφαλίσει χρόνο, συμπαγή και ατεμάχιστο, για να δοκιμαστεί, πάλι και πάλι, με τους οικείους δαίμονες της μνήμης, της γλώσσας, της επιθυμίας για γραφή.

Εδώ και πολλά χρόνια διδάσκετε δημιουργική γραφή. Σε πόσο μεγάλο βαθμό, αλήθεια, μπορεί να διδαχθεί η τέχνη της γραφής;

Το έχω ξαναπεί. To επαναλαμβάνω. Το αν διδάσκεται ή όχι η γραφή (λογοτεχνική, θεατρική, δοκιμιακή κτλ) δεν με απασχόλησε ποτέ. Αντιθέτως, αυτό που με απασχόλησε και με απασχολεί μέχρι σήμερα, όταν μπαίνω σε μια τάξη δημιουργικής γραφής, είναι η διαθεσιμότητα όλων αυτών που καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι, γύρω από βιβλία, από κείμενα, από ασκήσεις. Αυτό με καίει, αυτό είναι το κρίσιμο: το αναγνωστικό, αφηγηματικό, το ψυχικό τους άνοιγμα. Είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κάποιους κινδύνους; Να αποχαιρετήσουν κάποιες βεβαιότητες; Να δεχτούν την αφηγηματική περιπέτεια, ταυτόχρονα, ως περιπέτεια της αφήγησης και ως περιπέτεια του εαυτού; Και η απάντηση, φυσικά, έρχεται πάντα από τα βιβλία, τις διακρίσεις και τις λογοτεχνικές συντροφιές που αναφύονται και εξαπλώνονται μέσα από τις συναντήσεις δημιουργικής γραφής που εμπλέκομαι εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του ΕΚΕΜΕΛ και του ΕΚΕΒΙ μέχρι σήμερα στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Από την εμπειρία της συναναστροφής σας με επίδοξους συγγραφείς, τι να περιμένουμε από τη λογοτεχνική γενιά του αύριο;

Ό,τι περιμέναμε και από τη γενιά του χθες, ό,τι περιμένουμε από τη γενιά του σήμερα: απαιτητικότερα και πιο ιδιοσυγκρασιακά βιβλία. Βιβλία που βάζουν στην άκρη την αυτοεικόνα τους, αν θα αρέσουν, αν θα προκαλέσουν, αν θα πουλήσουν και άλλα ηχηρά παρόμοια. Βιβλία που βάζουν στοιχήματα με το παρελθόν τους και το μέλλον τους κι όχι περιοριστικά με το εφήμερο παρόν τους.

Σύμφωνα με έρευνες, οι μισοί Έλληνες δε διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και οι άλλοι μισοί διαβάζουν ελάχιστα. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό; Θα μπορούσε να αλλάξει;

Μακρά και μάλλον ατελέσφορη κουβέντα. Γενικώς είμαστε λαός αυτοσχέδιος, θορυβώδης και απρογραμμάτιστος. Έτσι μάθαμε, έτσι μας έμαθαν. Από τη μια το ένδοξο ή ηρωικό παρελθόν μας, από την άλλη η μεταπολιτευτική μας ραστώνη. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η οικονομική δυσανεξία βύθισε στην κατάθλιψη όλον αυτόν τον καταστατικό μας διχασμό. Πάντως τώρα είναι πιο καθαρά, πιο τίμια τα πράγματα: οι αναγνώστες αγοράζουν τα βιβλία που θα διαβάσουν κι όχι τα βιβλία που φαντασιώνονται ότι θα διαβάσουν, χωρίς να τα διαβάζουν εντέλει. Το αν, πότε και πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση… Υπάρχουν πιο αρμόδια χείλη να αποφανθούν περί αυτού. Προσωπικά, όσον με αφορά, στους μαθητές μου επιμένω πως άβιβλος συγγραφέας δεν νοείται.

Σε πόσο μεγάλο βαθμό καταφέρνετε σε κάθε βιβλίο να εκφράσετε αυτά που θα θέλατε; Υπάρχει ταύτιση μεταξύ πρόθεσης και αποτελέσματος;

Γράφω σ' ένα σημείο στο “Όπως ποτέ”: 

Όταν λες μια ιστορία… Ναι… Λέω, όταν λες μια ιστορία, τι λες; Λέω αυτό που συνέβη. Μόνο; Αυτό που συνέβη από τη σκοπιά μου… Μόνο; Κάποιες φορές κι αυτό που ήθελα να συμβεί ή κι αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Αυτό γιατί το κάνεις; Για να κάνω την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Μόνο; Χωρίς αιχμές. Να τη στρογγυλέψω. Πιο ανακουφιστική. Για ποιον; Συνήθως για μένα. Τροποποιείς τα δεδομένα, παραλλάσσεις το πλαίσιο, μετατοπίζεις χρόνους και χώρους, μασκαρεύεις πρόσωπα και συμβάντα, αναλόγως σε ποιον λες την ιστορία; Παλαιότερα. Τώρα; Τώρα προσπαθώ να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται. Ακριβής ή αληθινός; Ακριβής. Μεγαλύτερη αλήθεια από την ακρίβεια δεν υπάρχει. Η ακρίβεια έχει κάτι το απόλυτο. Δηλαδή; Κάτι το άυλα απτό. Μάλιστα… Σκέψου, μια καρέκλα. Στέρεη και αναπαυτική. Τη σκέφτεσαι; Την καρέκλα; Αυτή η καρέκλα δεν υπάρχει. Δεν… Αυτή η καρέκλα βγαίνει από κάποιο όνειρο ή από το επέκεινα. Μάλιστα… Η ακρίβεια, λοιπόν, έχει την τεχνική, τη δύναμη, πες το όπως θες, να αποσπά αυτή την καρέκλα από την αχλή ή το άδηλο. Κι όχι μόνο. Να τη φέρνει στον χώρο σου. Να την εμφανίζει μπροστά σου. Πιο πραγματική από την πραγματική. Κατανοητό; Κι όχι μόνο να τη φέρνει σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, αλλά να μπορείς, αν θες, αν δεν φοβάσαι, να καθίσεις. Στην καρέκλα από το όνειρο; Ή από το επέκεινα. Να καθίσεις και να διαβάσεις την εφημερίδα σου ή να πιεις το τσάι σου. Ακόμη και να πάρεις έναν υπνάκο μπορείς. Τι να πω… Ό,τι θέλεις… Τι μεσολάβησε, τι άλλαξε από παλιά; Τι εννοείς; Τι σε οδήγησε, τι σε έσπρωξε με τον καιρό, πώς να το πω, στην αγκαλιά της ακρίβειας, στα θέλγητρά της. Πρώτον, το πες πες πολλών ιστοριών. Δεύτερον, οι αντοχές μου. Δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι περίπλοκο. Η μειωμένη πλέον συγκέντρωση του ακροατή, η παραδοπιστία των λέξεων, αλλά, κυρίως, η επιθυμία μου να αφηγηθώ κάτι που ενδεχομένως είναι άτεχνο ή ανιαρό, βρίσκεται όμως όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτό που ακριβώς έζησα. Και τα καταφέρνεις; Με πολλή προσπάθεια. Υπάρχουν κάποια τρικ γι’ αυτό; Μπορούμε να τα πούμε κι έτσι… Παράδειγμα; Ότι λέω, αφηγούμαι την τελευταία ιστορία στον κόσμο, την τελευταία ιστορία που μου αναλογεί, κι ότι, αν αποκλίνω από την πραγματική της αίσθηση, θα μου συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που, έτσι κι αλλιώς, πρόκειται να μου συμβεί. Με άλλα λόγια, μου λες ότι η πραγματική αίσθηση μιας ιστορίας μπορεί να σώσει εσένα, την ιστορία κι αυτόν που σε ακούει; Δεν ξέρω, μπορεί. Λες μια ιστορία για τον εαυτό σου, για τον άλλο ή για την ίδια την ιστορία; Μπορεί και για την ιστορία των ιστοριών. Για την αφανισμένη φάρα των ιστοριών”.

Κάπως, έτσι, λοιπόν.

Σχέδια για το μέλλον; Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό και τι άλλο ετοιμάζετε;

Ασχολούμαι με τον σχεδόν δίχρονο γιό μου. Το πιο φωτεινό, το πιο ανεξάντλητο, το πιο βαθύ κείμενο της ζωής μου. Παρεμπιπτόντως, αυτός που γράφει κι όταν δεν γράφει γράφει. Οψόμεθα, λοιπόν…

Οι 20 εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας στην Ελλάδα

Τι σημαίνουν για τις προτιμήσεις του Έλληνα και για το εγχώριο και παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο

(Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο mikropragmata.lifo.gr)

Μιας και η δεκαετία που διανύουμε πλησιάζει σιγά σιγά προς το τέλος της, δημοσιεύτηκαν πρόσφατα δύο λίστες με τις ταινίες που σημείωσαν τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας: η μία λίστα περιλαμβάνει τις είκοσι ταινίες με τις περισσότερες εισπράξεις και η δεύτερη τις δέκα ελληνικές ταινίες που προσέλκυσαν το κοινό στη σκοτεινή αίθουσα. Τι σημαίνουν αυτές οι λίστες για τις κινηματογραφικές συνήθειες του Έλληνα, αλλά και για το κινηματογραφικό τοπίο της δεκαετίας μας;

Οι 20 εμπορικότερες ταινίες στην Ελλάδα τη δεκαετία 2010-2019 (όπως δημοσιεύτηκαν στο Flix)

1. Ένας Άλλος Κόσμος 668.892 (2015-2016)
2. Skyfall 579.566 (2012-2013)
3. Αν… 531.547 (2012-2013)
4. Εκδικητές: Η Τελευταία Πράξη 491.450 (2019)
5. Spectre 487.347 (2015-2016)
6. Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει 446.258 (2015-2016)
7. Χόμπιτ: Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι 427.797 (2012-2013)
8. Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών 426.075 (2014-2015)
9. Inception 421.845 (2010)
10. 300: Η Άνοδος της Αυτοκρατορίας 407.966 (2014)
11. Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Σε Άγνωστα Νερά 395.955 (2011)
12. Χόμπιτ: Η Ερημιά του Νοσφιστή 392.010 (2013-2014)
13. Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου, Μέρος Α 381.382 (2010-2011)
14. Η Τιτανομαχία 378.196 (2010)
15. Μαχητές των Δρόμων 7 370.606 (2015)
16. Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι 370.043 (2015)
17. Εκδικητές: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας 363.487 (2018)
18. Μικρά Αγγλία 361.441 (2013-2014)
19. Η Ρόζα της Σμύρνης 356.983 (2016-2017)
20. I Love Karditsa 353.981 (2010)

Από τις είκοσι εμπορικότερες ταινίες οι πέντε είναι ελληνικές. Είναι καλό αυτό ή κακό; Θα μπορούσε ο ελληνικός κινηματογράφος να έχει καλύτερα αποτελέσματα στην …έδρα του; Ίσως και όχι, αν σκεφτεί κανείς ότι συναγωνίζεται με παγκόσμια blockbusters. Εξάλλου, και η πρώτη και η τρίτη ταινία της λίστας ελληνικές είναι (και οι δύο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη), πράγμα που αποδεικνύει ότι με λίγο καλό marketing, δυνατά ονόματα στους συντελεστές και μια καλή ιστορία από πίσω ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί και νούμερα να κάνει και να κερδίσει το κοινό. Αυτό είναι το αισιόδοξο συμπέρασμα. Το απαισιόδοξο είναι ότι την προηγούμενη δεκαετία είχαμε πολύ εμπορικότερες ελληνικές ταινίες: "Πολίτικη Κουζίνα" (2003) 1.560.000, "Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο" (2005) 1.370.000, "El Greco" (2007) 1.200.000, "Νύφες" (2004) 750.000. Αυτό σημαίνει ότι και ο ελληνικός κινηματογράφος έχει μια φθίνουσα εισπρακτικά πορεία, αλλά και ότι τα τελευταία χρόνια πηγαίνουμε λιγότερο στο σινεμά απ' ότι στο παρελθόν.

Κατά τα άλλα, τι έχουμε στη λίστα; Περιπέτειες, franchises, sequels και υπερήρωες. Αν αφήσουμε στην άκρη τις ελληνικές, μόνο μία ταινία δεν ανήκει σε κάποια σειρά ταινιών: το "Inception", το οποίο βέβαια είναι κι αυτό περιπέτεια και έχει από πίσω του τον σκηνοθέτη Christopher Nolan, τον ηθοποιό Leonardo DiCaprio και μια πολύ πρωτότυπη υπόθεση. Από τις παραπάνω κατηγορίες ξεφεύγουν και οι "Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι", που είναι η μοναδική ταινία στη λίστα που δεν είναι περιπέτεια, η οποία βέβαια δεν αποτελεί έκπληξη που βρίσκεται εδώ, δεδομένου του ντόρου που δημιουργήθηκε όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Απουσιάζουν εντελώς ταινίες από άλλες κατηγορίες (δραματικές, κοινωνικές, κωμωδίες), όπως και από άλλες χώρες πλην της Αμερικής, πράγμα που σημαίνει ότι είτε η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν προτιμά τέτοιες ταινίες είτε ότι επιλέγει να τις δει στο σπίτι και όχι στον κινηματογράφο.

Η προτίμηση στα sequels και στα franchises δείχνει προφανώς ότι ο Έλληνας δε θέλει να ρισκάρει τα χρήματα που θα δώσει στο ταμείο του κινηματογράφου. Από το να δει μια ταινία που δεν ξέρει αν θα του αρέσει τελικά, διαλέγει κάτι λίγο-πολύ γνωστό και "εγγυημένα" καλό ("Skyfall" και "Spectre" από το σύμπαν του James Bond, "Πειρατές της Καραϊβικής", "300") ή ένα franchise που προφανώς ακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια ("Star Wars", "Χάρι Πότερ"). Είναι τόσο έντονη αυτή η τάση, που μέσα στη λίστα είναι και "Οι μαχητές των δρόμων" με την 7η (!) ταινία της σειράς, ενώ η τριλογία του "Χόμπιτ" είναι ολόκληρη εντός λίστας, φυσικά επειδή είχε το καλό προηγούμενο του "Άρχοντα των δαχτυλιδιών".

Το ότι η λίστα είναι γεμάτη με περιπέτειες και ταινίες επιστημονικής φαντασίας δείχνει και κάτι άλλο: ο Έλληνας πάει στο σινεμά για να απολαύσει το θέαμα. Τον ενδιαφέρουν, δηλαδή, περισσότερο τα οπτικά και ηχητικά εφέ, οι σκηνές δράσης, το εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια, θέλει να δει στο σινεμά αυτό που δεν μπορεί να δει στο σπίτι -όχι με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον.  

Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, πρέπει να σκεφτούμε τον γενικότερο ρόλο που παίζει σήμερα ο κινηματογράφος στην ψυχαγωγία των Ελλήνων. Όλο και λιγότεροι πηγαίνουν σήμερα στο σινεμά, γιατί καλύπτονται από τις ταινίες που βλέπουν μέσω συνδρομητικών καναλιών, πλατφορμών τύπου Netfix και φυσικά παράνομου downloading. Σε όλο αυτό ήρθε να προστεθεί και η τάση της εποχής που έχει τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου στις σειρές, άρα τον κρατάει στο σπίτι. Με τόσες πολλές και τόσο φτηνές και τόσο εύκολα διαθέσιμες επιλογές δύσκολα θα αφήσει κάποιος τον καναπέ του για να πάει στον κινηματογράφο.

Παράλληλα, η απόλυτη κυριαρχία των σειρών ίσως να αλλάζει κι άλλο τα δεδομένα: ο μέσος θεατής εφόσον έχει συνηθίσει πλέον ένα θέαμα των 60 το πολύ λεπτών -το οποίο εκ των πραγμάτων πρέπει να είναι γρήγορο, έντονο και συναρπαστικό για να δώσει πάσα για το επόμενο επεισόδιο- μπορεί πλέον να επενδύσει σε ένα δίωρο, το οποίο μάλιστα θα είναι, αναγκαστικά, και πιο υποτονικό; Αυτό μάλλον είναι κάτι που θα φανεί σε βάθος χρόνου.

Το σίγουρο συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Έλληνας δε βλέπει τον κινηματογράφο σαν ένα μέσο/χώρο πνευματικών αναζητήσεων και ζυμώσεων ή ως τέχνη, αλλά ως ένα συμπλήρωμα σε αυτά που βλέπει ήδη στο σπίτι, γι' αυτό και επιλέγει τις ταινίες που δε θα ήταν ίδιες στο σπίτι. Ή, να το πούμε αλλιώς, δεν πάει σινεμά για το σινεμά.

Η ξεκάθαρη αυτή προτίμηση σε ταινίες δράσης και επιστημονικής φαντασίας μπορεί βέβαια να ερμηνευτεί και με άλλους τρόπους: ο κόσμος στρέφεται σε ανάλαφρες ταινίες που θα τον ξεκουράσουν και δε θα τον επιβαρύνουν ψυχολογικά -δεδομένης και της οικονομικής κρίσης και της γενικότερης κατήφειας των τελευταίων ετών-, ενώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κοινό που επισκέπτεται ως επί το πλείστον το σινεμά είναι νεαρότερης ηλικίας, εξ ου και η επιλογή αυτού του είδους των ταινιών.

Τι μπορεί να σημαίνει όμως η εμπορικότητα των franchise και των sequel για το ίδιο το σινεμά; Και ποια η σχέση αυτού του είδους του κινηματογράφου με το κοινό; Στέρεψε το Χόλιγουντ από ιδέες και στρέφεται μοιραία σε συνέχειες παλιότερων ταινιών ή αναγκάστηκε να επενδύσει προς αυτήν την κατεύθυνση επειδή το κοινό ζητάει τέτοιες ταινίες; Μάλλον και τα δύο.

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η βελτίωση των εφέ που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον κινηματογράφο σίγουρα επέδρασε καθοριστικά στις αποφάσεις των στούντιο παραγωγής στην Αμερική, με αποτέλεσμα να έχουμε πλέον ταινίες που συναγωνίζεται η μία στην άλλη στα εφέ. Αυτό είχε ας αποτέλεσμα να περνά η υπόθεση και η πλοκή της ταινίας σε δεύτερη μοίρα, εφόσον μπορεί να υπάρχει ένα πολύ εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, μπορούμε να πούμε ότι και το ίδιο το κοινό -μετά από τόσα χρόνια χρήσης υπολογιστών και ίντερνετ- έχει πλέον περισσότερες απαιτήσεις από αυτό που θα δει στη μεγάλη οθόνη, οπότε δύσκολα εντυπωσιάζεται, πράγμα που μας οδηγεί και πάλι στα στούντιο παραγωγής που θέλουν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα.

Σχετικά με το σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, ας μη γίνουμε μίζεροι κι ας μην πούμε ότι δε βγαίνουν πια το ίδιο καλές ταινίες με το παρελθόν. Ας πούμε απλώς ότι ο κινηματογράφος δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει όπως παλιά. Η άνοδος του ίντερνετ, των συνδρομητικών καναλιών και των πλατφορμών (χώρια το παράνομο downloading) έχει ταρακουνήσει για τα καλά τους παραγωγούς στην Αμερική, οι οποίοι στρέφονται πλέον σε πιο σίγουρες επιλογές. Τα sequel είναι ένας τέτοιος τρόπος, όπου η επιτυχία θεωρείται σχεδόν εξασφαλισμένη, ενώ με τα franchise έχουμε εξασφαλισμένα χρήματα σε βάθος χρόνου με μία και μόνο καλή αρχική ιδέα (πράγμα που μας βάζει και στη λογική της -τηλεοπτικής- σειράς).

Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι καινούργιες ιδέες δε ρέουν άφθονες στο Χόλιγουντ, κι αυτό φαίνεται και από τα remake παλιών ταινιών και από τις άπειρες βιογραφίες που κυκλοφορούν κάθε χρόνο. Αυτό όμως έχει ίσως συμβεί ακριβώς αυτήν την χρονική στιγμή που ο κόσμος μοιάζει να έχει γυρίσει κατά κάποιον τρόπο την πλάτη του στην 7η τέχνη, οπότε έχουμε μπει σε έναν φαύλο κύκλο. Θα είναι μόνιμη και μη αναστρέψιμη αυτή η κατάσταση ή πρόκειται για φάση; Ίδωμεν!

 

Οι 10 εμπορικότερες ελληνικές ταινίες τη δεκαετία 2010-2019 (όπως δημοσιεύτηκαν στο Flix)

1. Ένας Άλλος Κόσμος 668.892 (2015-2016)
2. Αν… 531.547 (2012-2013)
3. Μικρά Αγγλία 361.441 (2013-2014)
4. Η Ρόζα της Σμύρνης 356.983 (2016-2017)
5. I Love Karditsa 353.981 (2010)
6. Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι
317.153 (2012-2013)
7. Νήσος 2: Το Κυνήγι του Χαμένου Θησαυρού 299.296 (2011-2012)
8. The Bachelor 2
237.559 (2017-2018)
9. Καζαντζάκης
232.851 (2017-2018)
10. The Bachelor
229.000 (2018-2019)

Η τρέχουσα δεκαετία είναι ξεκάθαρα πεσμένη σε ό,τι αφορά το εγχώριο σινεμά, και γιατί τα νούμερα είναι πολύ χαμηλότερα αν τα συγκρίνουμε με αυτά της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και γιατί δε διαθέτει κάποια ταινία που να ξεχωρίζει και να έχει αξιώσεις να μείνει στο μυαλό των σινεφίλ για τα επόμενα χρόνια, όπως συνέβη δηλαδή με την "Πολίτικη Κουζίνα" ή με τις "Νύφες" (η "Μικρά Αγγλία" έχει κάποιες ελπίδες γι' αυτό, αλλά είναι νωρίς ακόμα για να το πούμε).

Από τις δέκα ταινίες οι έξι είναι δραματικές και μόνο οι τέσσερις κωμωδίες. Οι Έλληνες πείθονται, όπως φαίνεται, όταν κάποια ταινία έχει υπόθεση που σχετίζεται έστω έμμεσα με την ελληνική ιστορία ("Μικρά Αγγλία", "Ρόζα της Σμύρνης", "Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι"), ενώ είναι ενθαρρυντικό ότι βρίσκεται εντός λίστας ο "Καζαντζάκης", πράγμα που πρέπει να δώσει στο ελληνικό σινεμά το μήνυμα ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για ταινίες που έχουν να κάνουν με ιστορικές προσωπικότητες της Ελλάδας ή με διάφορες πτυχές της ελληνικής ιστορίας.

Σε ό,τι αφορά τις κωμωδίες πάντως, βλέπουμε ότι και εδώ λειτουργεί καλά η λογική του sequel, όπως αποδεικνύεται από το "Νήσος" και το "Bachelor" που έφεραν για δεύτερη φορά τον κόσμο στις αίθουσες.

Το παράδοξο πάντως είναι ότι από τη λίστα απουσιάζουν οι ταινίες που αγκαλιάστηκαν πολύ θερμά από τους κριτικούς και που έλαβαν εγκώμια στους κύκλους των σινεφίλ. Ταινίες όπως τα "Suntan", "Τετάρτη 04:45", "Xenia", "Attenberg", "Chevalier" που έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, που κέρδισαν στα βραβεία "Ίρις" της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και που έλαβαν θετικές κριτικές και βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, δεν τράβηξαν αρκετά το κοινό.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει στον ελληνικό κινηματογράφο της τρέχουσας δεκαετίας θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν δύο πράγματα: την οικονομική κρίση και την επίδραση του Γιώργου Λάνθιμου. Μία ακριβώς δεκαετία πριν ήταν που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, αλλάζοντας αισθητά το τοπίο του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και δυσκολεύοντας αρκετά τα πράγματα για τους Έλληνες δημιουργούς. Ήταν επίσης μία δεκαετία πριν όταν ο Γιώργος Λάνθιμος τάραξε για τα καλά τα κινηματογραφικά νερά με τον "Κυνόδοντα" του, ο οποίος αποτέλεσε την αρχή για το λεγόμενο Greek Weird Wave, στο οποίο μπορεί να εντάξει κανείς ταινίες όπως το "Attenberg", το "Miss Violence", το "Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού".

Αν όλα αυτά τα συγκρίνουμε με τη λίστα των πιο εμπορικών ταινιών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ένα σινεμά δύο ταχυτήτων. Αυτό βέβαια είναι κάτι που φαίνεται να συμβαίνει σε όλα τα κράτη και όχι μόνο εδώ. Το ευχάριστο είναι ότι οι Έλληνες φαίνεται να αγκαλιάζουν τις φιλόδοξες κινηματογραφικές παραγωγές και να τις στηρίζουν στο ταμείο και από την άλλη αρκετές ταινίες μας έπεισαν τους κριτικούς σε παγκόσμιους κινηματογραφικούς θεσμούς. Μένει να δούμε προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί το ελληνικό σινεμά την επόμενη δεκαετία και ποια στοιχεία θα αξιοποιήσει από αυτήν που τώρα τελειώνει.

 

10 λόγοι για να δεις το "The Handmaid's tale"

Η σειρά "The Handmaid's tale" εκτυλίσσεται στο (κοντινό;) μέλλον και διαδραματίζεται στην Αμερική. Μετά από μία μακρά περίοδο αναταραχών, την εξουσία έχει λάβει μια άκρως συντηρητική ομάδα, που έχει καταλύσει την δημοκρατία και έχει εγκαθιδρύσει ένα απολυταρχικό και θεοκρατικό καθεστώς, το Γιλεάδ, στο οποίο υπάρχει αστυνομία παντού, οι ομοφυλόφιλοι δολοφονούνται και οι γυναίκες δεν έχουν καθόλου δικαιώματα. Όσοι πολίτες κατάφεραν να ξεφύγουν βρίσκονται στον Καναδά, ο οποίος τους προσφέρει άσυλο.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το Γιλεάδ είναι αυτό της υπογεννητικότητας: λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι στείροι και ελάχιστοι αποκτούν παιδιά (αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έγινε εξαρχής η επανάσταση). Για να "λυθεί" αυτό το πρόβλημα, οι επικεφαλής του καθεστώτος αποφάσισαν το εξής: συγκέντρωσαν όλες τις γόνιμες γυναίκες, αφού τις χώρισαν φυσικά πρώτα από τα παιδιά που ενδεχομένως είχαν και τους συζύγους τους, τις εκπαίδευσαν και τις τοποθέτησαν μία-μία στα σπίτια των Διοικητών, όπου υποχρεώνονται να συνευρίσκονται με αυτούς, παρουσία της συζύγου, μέχρι να μείνουν έγκυες. Το παιδί που θα γεννηθεί θα παραμείνει φυσικά στην οικογένεια του Διοικητή και αυτές θα τοποθετηθούν σε άλλο σπίτι. Αυτές είναι οι λεγόμενες handmaids.

Μία τέτοια handmaid είναι και η πρωταγωνίστρια μας, η June (Elisabeth Moss), την οποία χώρισαν από τον σύζυγό της και το παιδί της και την έχουν τοποθετήσει στο σπίτι του Διοικητή Fred (Joseph Fiennes). Και από αυτό το σημείο ξεκινάει η ιστορία της.

Δεν πρόκειται απλώς για μια σειρά με ενδιαφέρουσα υπόθεση, το "The Handmaid's tale" είναι από τις καλύτερες σειρές ever για τους εξής λόγους:

- Μέσα σε ένα πλήθος καλογυρισμένων και αριστουργηματικών σειρών που προβάλλονται τα τελευταία χρόνια, το "Handmade's tale" καταφέρνει να ξεχωρίσει για το καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα. Κοντινά πλάνα, ενδιαφέροντα σκηνοθετικά παιχνίδια με το φως και φυσικά η υποβλητική ατμόσφαιρα που επιβάλλεται για να αποδοθεί η ασφυκτική αίσθηση της σειράς. Πολύ προσεκτικά γυρισμένη, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.

- Πολλές σειρές ξεκινούν καλά, όμως μετά κάνουν κοιλιά ή πέφτουν σε υπερβολές και τακτικές εντυπωσιασμού για να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών. Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει εδώ. Όλα τα επεισόδια είναι άψογα, σχετίζονται με την κεντρική υπόθεση, την οποία εμπλουτίζουν και προχωρούν ένα βήμα παραπέρα.

- Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Margaret Atwood και ενώ κατά γενική ομολογία δεν μπορεί να υπάρξει σειρά ή ταινία που να είναι καλύτερη από το βιβλίο, στην περίπτωση του "Handmaid's Tale" δύσκολα μπορώ να φανταστώ κάτι καλύτερο από αυτό που βλέπω στην οθόνη. Είναι τόσο άρτιο το αποτέλεσμα από όλες τις απόψεις που ούτε μια στιγμή δε με κάνει να αναρωτιέμαι αν το βιβλίο θα ήταν καλύτερο.

- Παρόλο που πρόκειται για μία σειρά που δείχνει φανταστικά γεγονότα, είναι άκρως ρεαλιστική. Για την ακρίβεια, είναι τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς ότι όσα δείχνει θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβούν - δεν είναι λίγες οι φορές που παρόμοια καθεστώτα εγκαθιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη του πλανήτη και κανείς δε μας εγγυάται ότι δεν πρόκειται να ξανασυμβεί κάτι ανάλογο και στο μέλλον. Με λίγα λόγια: τροφή για σκέψη!

- Η σειρά δεν είναι 100% προϊόν μυθοπλασίας: η ίδια η συγγραφέας έχει δηλώσει ότι για κάθε περιστατικό έχει αντλήσει έμπνευση από γεγονότα που συνέβησαν κάποια στιγμή σε διάφορα μέρη της γης…

- Περνάει πάρα πολλά μηνύματα, για την πολιτική, την ελευθερία, την ηθική, όλα επίκαιρα. Και πέρα από όλα τα άλλα εστιάζει στα δικαιώματα των γυναικών -αυτό κι αν είναι ζήτημα που συζητιέται σήμερα πιο έντονα από ποτέ. Ευκαιρία να δεις και να προβληματιστείς.

- Αν αρχίσουν ποτέ να δίνονται Όσκαρ ερμηνείας για σειρές, θα πρέπει να τα πάρει όλα αναδρομικά η Elisabeth Moss. Όλοι παίζουν εξαιρετικά και το καστ είναι επιλεγμένο πολύ προσεκτικά, όμως η πρωταγωνίστρια δίνει πολύ απλά την καλύτερη ίσως ερμηνεία που έχουμε δει ποτέ στη μικρή οθόνη. Τα βλέμματα, οι εκφράσεις της, το γεγονός ότι δε διστάζει να τσαλακωθεί την κάνουν και οικεία φιγούρα και καθηλωτική.

- Είναι μια σειρά που λίγο-πολύ τα έχει όλα. Και δράμα και αγωνία και πολιτικοκοινωνικά μηνύματα και love stories και συγκίνηση και γενναίες δόσεις σοκ. Και το κυριότερο: είναι απρόβλεπτη, δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει ούτε πού ακριβώς θα καταλήξει.

- Έχει πολύ ενδιαφέρουσα δομή. Η ιστορία ξεκινάει από τη στιγμή που η πρωταγωνίστρια μας συλλαμβάνεται και χωρίζεται από την οικογένεια της, όμως μέσα από συνεχή flash back βλέπουμε τη ζωή των ηρώων πριν την εγκαθίδρυση του Γιλεάδ. Τα flash back όχι μόνο δεν μπερδεύουν, αλλά φωτίζουν κι άλλο την ιστορία, μας παρουσιάζουν καλύτερα το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά και κάνουν και έναν εύστοχο παραλληλισμό για το πώς ήταν η ζωή πριν και μετά, πράγμα που κάνει το Γιλεάδ να φαίνεται ακόμα πιο τρομακτικό…

- Η σειρά έχει κερδίσει δεκάδες βραβεία μέχρι στιγμής και άλλες τόσες υποψηφιότητες, μεταξύ άλλων και Χρυσή Σφαίρα, Emmy και BAFTA, και στην κατηγορία της Καλύτερης Σειράς και για τις ερμηνείες.

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / αναδημοσίευση απο το artcoremagazine.gr

Γινάτι - Ο σοφός της λίμνης, του Γιάννη Καλπούζου

Το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα είδη της λογοτεχνίας, καθώς ο συγγραφέας πρέπει να συνδυάσει με πετυχημένο τρόπο ιστορική αλήθεια και μυθοπλασία. Μαέστρος σε αυτό το είδος αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ο Γιάννης Καλπούζος με το πιο πρόσφατο βιβλίο του "Γινάτι - Ο σοφός της λίμνης" (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018).

Στο "Γινάτι" ο Καλπούζος μας ταξιδεύει στα Ιωάννινα των αρχών του 20ου αιώνα, τότε που η πόλη βρισκόταν ακόμα κάτω από την εξουσία των Οθωμανών, και ξετυλίγει την ιστορία του μέχρι περίπου και τη δεκαετία του '30. Στο κέντρο αυτής της ιστορικής διαδρομής βρίσκεται ο Ζώτος, ο οποίος θα εγκαταλείψει το χωριό του από το φόβο μιας βεντέτας και θα ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή στα Γιάννενα.

Εκεί θα ζήσει όλες τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, θα πάρει μέρος στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία, θα δει τις ανταλλαγές των πληθυσμών και την εγκατάσταση των προσφύγων, θα έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ληστοκρατίας, θα ζήσει την κόντρα βενιζελικών και αντιβενιζελικών, την δικτατορία του Πάγκαλου. Θα βιώσει όλες τις εξελίξεις που συμβαίνουν στα Γιάννενα σε μια ιδιαίτερα μεταβατική εποχή, την εποχή δηλαδή που η πόλη περνά από την οθωμανική κυριαρχία στην απελευθέρωση της και στον σταδιακό εκσυγχρονισμό της.

Όλες αυτές οι πληροφορίες βέβαια περνούν απλά, ανεπαίσθητα, σχεδόν ανυποψίαστα, μέσα από την καθημερινότητα του Ζώτου, μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες και περιπέτειες, μέσα από τις συζητήσεις με τους φίλους του. Γιατί ασφαλώς το μεγάλο στοίχημα στο ιστορικό μυθιστόρημα είναι να "μαθαίνεις" ιστορία χωρίς να αντιλαμβάνεσαι καν ότι διαβάζεις ιστορία. Και αυτό ο Καλπούζος το πετυχαίνει απόλυτα.

Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, ο Καλπούζος υφαίνει και μια πολύ δυνατή πλοκή για την προσωπική ζωή του ήρωά του: ο Ζώτος ερωτεύεται τη Χαβαή, μια νεαρή μουσουλμάνα. Το ωραίο love story δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να μιλήσει για τα κοινωνικά ήθη, για τη συνύπαρξη μουσουλμάνων και χριστιανών στην ίδια πόλη, για τη θέση της γυναίκας, για τις κοινωνικές τάξεις και να φωτίσει την περίοδο εκείνη από μία επιπλέον οπτική γωνία.

Το πόσο πολλή έρευνα προηγήθηκε προτού γραφεί το βιβλίο φαίνεται και από το γεγονός ότι αναφέρονται δρόμοι, μαγαζιά με την επωνυμία τους, θεατρικοί θίασοι που επισκέφτηκαν τότε την πόλη, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να έχει συνεχώς ο αναγνώστης -ακόμα και αυτός που δεν έχει επισκεφτεί τα Γιάννενα στη ζωή του- την αίσθηση ότι ζει στα αλήθεια στην πόλη εκείνης της εποχής.  

Την κεντρική ιστορία πλαισιώνουν και ολοκληρώνουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, καθένας από τους οποίους αντιπροσωπεύει και κάτι διαφορετικό: ο "σοφός" σιορ Δονάτος με τα φιλοσοφημένα λόγια του (η φωνή του ίδιου του συγγραφέα ίσως;), ο επιπόλαιος Βιργίλης που προσπαθεί να βρει μια καλή ευκαιρία για να βολευτεί, ο πονηρός παπα-Λέρας (κατ' ευφημισμόν παπάς) και ο κακόψυχος γιατρός Μαργαζής, η σαγηνευτική Σαραλίν που θα ερωτευτεί παράφορα τον ήρωα μας και θα τον βάλει σε ένα σωρό περιπέτειες.

Πολύ εύστοχη η σύνδεση του τίτλου με τους ήρωες του βιβλίου: η λέξη "γινάτι" αναφέρεται αρκετά συχνά, καθώς ο συγγραφέας επιδιώκει να εξηγήσει τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και να αναλύσει την ψυχοσύνθεση τους.

Ο Γιάννης Καλπούζος στέκεται για άλλη μια φορά στο ύψος των προσδοκιών των αναγνωστών του και μας παραδίδει ένα μυθιστόρημα χορταστικό (των 600 σχεδόν σελίδων), στο οποίο συμπλέκονται και αλληλεπιδρούν ισορροπημένα και πετυχημένα οι ιστορικές εξελίξεις, οι έρωτες, τα προσωπικά λάθη και πάθη. Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει χώρος -σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό απ' ότι θα περίμενε κανείς σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα- για μια πιο φιλοσοφημένη θεώρηση των πραγμάτων και μια απόπειρα ερμηνείας της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό βέβαια είναι και που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει.

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr