Σταμάτησε ποτέ ο εθνικός διχασμός;

Άλλοτε έχουμε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, άλλοτε αριστερούς και δεξιούς, άλλοτε χουντικούς και δημοκράτες. Εντάξει, από πολιτικές διαφωνίες πάμε καλά. Μετά από έναν πολύπαθο αιώνα, το πράγμα φάνηκε να στρώνει. Λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο και ήμασταν όλοι μονοιασμένοι και ευτυχισμένοι.

Εντάξει, είχαμε πάντα τους πασοκτζήδες και τους νεοδημοκράτες, αλλά οκ, δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να μιλήσει για συγκλονιστικά τρομακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων. Για να μη μιλήσω για τους κατ' όνομα αριστερούς, αυτούς που αναπολούσαν τον Λένιν, αλλά οι τσέπες τους ήταν πιο γεμάτες και από των "καπιταλιστών". Στο κάτω κάτω, αφού υπήρχε ευημερία, ποιος νοιαζόταν; Οι μόνοι που φαίνεται πως νοιάζονταν πραγματικά ήταν αυτοί που μπαινόβγαιναν στα πολιτικά γραφεία για να ζητήσουν χάρες και διορισμούς. Αυτοί μάλιστα! Φανατίζονταν με το δίκιο τους!

Θυμάμαι πάντα τη Βάσια Τριφύλλη, που πολιτεύτηκε για ένα διάστημα, να γυρνάει στον Γκλέτσο και να του λέει κατά τη διάρκεια δημοσιογραφικής εκπομπής "δε χαλάνε οι φιλίες για τα κόμματα ρε μαλάκα!". Σκέφτομαι όμως, θα μπορούσε να ισχύσει το ίδιο και σήμερα; Το να υποστηρίζεις διαφορετικό κόμμα από έναν φίλο, μπορεί να σε φέρει σε σύγκρουση μαζί του;

Βλέπεις, τα πράγματα σήμερα άλλαξαν, αγρίεψαν, η κρίση κατέστρεψε ένα σωρό κόσμο και ακόμα και αυτούς που άφησε -μέχρι στιγμής- ανεπηρέαστους τους έχει κάνει μίζερους και γκρινιάρηδες. Η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, διακυβεύεται η ευημερία της και το μέλλον της, ο πλανήτης ολόκληρος είναι σε αναβρασμό. Δεν μπορείς πλέον να κάθεσαι άνετα και να τρως τα λεφτά σου και να μη σε νοιάζει τίποτα. Αφού λεφτά δεν υπάρχουν, ξεκινούν τα προβλήματα. Και όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνική και οικονομική αναμπουμπούλα, έρχεται αργά ή γρήγορα η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις στρατόπεδο. Έτσι θυμήθηκαν και οι Έλληνες να ξανασχοληθούν πιο θερμά με την πολιτική, να ενημερωθούν και να αποφασίσουν ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες να σώσει την κατάσταση.

Πλέον, από την κομματική υποστήριξη υπάρχει η πολιτικά διαμορφωμένη συνείδηση (όπου και αν υπάρχει τέλος πάντων -σίγουρα πάντως σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν). Και μπορούμε μήπως να πούμε ότι από την πολιτικά διαμορφωμένη συνείδηση περνάμε και στην ιδεολογία; Κατά πόσο πλέον η παράταξη που υποστηρίζουμε επηρεάζει και το σύστημα ιδεών μας; Άρα και τις σχέσεις μας;

Γιατί πλέον φαίνεται να υπάρχει διαφορά μεταξύ του να υποστηρίζεις Τσίπρα ή Νέα Δημοκρατία. Ή, ακόμα χειρότερα, πόσα κοινά σημεία μπορείς να βρεις με κάποιον που στηρίζει ανοιχτά Χρυσή Αυγή; Τώρα μάλιστα με τα social media έγινε ακόμα πιο εύκολο το πράγμα, τους βλέπεις όλους να βρίζονται νυχθημερόν. Να βρίζονται για το Ναι και για το Όχι του Δημοψηφίσματος, για το Μακεδονικό, για το αν θα απειληθούν τα ήθη και τα έθιμα μας από τους γάμους ομοφυλοφίλων, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε καν για το αν πρέπει να χαρούμε για την επιτυχία του Λάνθιμου.

Το να υπάρχουν τόσο έντονες διαφωνίες είναι άραγε φυσιολογικό; Συμβαίνει ακριβώς το ίδιο σε όλα τα έθνη που περνούν δύσκολα; Το να υποστηρίζεις τις ιδέες σου δεν είναι κακό, αλλά μήπως από την ιδεολογία περάσαμε πλέον στον φανατισμό; Οι Έλληνες που αυτή τη στιγμή φωνάζουν στα social media ή στα συλλαλητήρια θέλουν πραγματικά το καλό της πατρίδας ή οι διαφωνίες έγιναν αυτοσκοπός και μέσο εκτόνωσης; Και άραγε πού τελειώνει η διαφορά των απόψεων και από πού ξεκινά ένας πραγματικός εθνικός διχασμός; Ας ελπίσουμε ότι η ίδια η ιστορία δε θα μας αφήσει να μάθουμε την απάντηση.

Τα Oscar την εποχή του politically correct

Ολοκληρώθηκε χθες άλλη μια απονομή των βραβείων Όσκαρ με αναμενόμενες νίκες, αλλά και μικρές εκπλήξεις -όπως συμβαίνει εξάλλου σε κάθε απονομή. Ανεξαρτήτως του αν τα βραβεία μοιράστηκαν σωστά, αν υπήρξαν αδικίες ή όχι, αυτό που γίνεται όλο και πιο φανερό χρόνο με το χρόνο είναι ότι η Ακαδημία δίνει αγώνα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο πολιτικά ορθή.

Λίγα χρόνια μετά τα #OscarsSoWhite  (το κίνημα αντίδρασης για το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υποψηφίων και των νικητών είναι λευκοί ηθοποιοί) η Ακαδημία φάνηκε ότι θέλει να ανασκευάζει τις εντυπώσεις. Πολλοί έγχρωμοι παρουσιαστές, αλλά και πολλοί έγχρωμοι νικητές: περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά, όπως δείχνουν να επιβεβαιώνουν οι στατιστικές που έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται και να αναλύονται. Αυτό φυσικά είναι ασφαλώς υπέροχο και θα ήταν ακόμα πιο ωραίο αν δεν υπήρχε σκοπιμότητα από πίσω.

Οι εποχές των 90s και των 00s που όλα τα σημαντικά βραβεία κατέληγαν στα blockbusters της χρονιάς ("Titanic", "The English Patient", "Slumdog Millionaire") έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και τα τελευταία δέκα χρόνια βλέπουμε την τάση να μοιράζονται τα Όσκαρ σε πολλές ταινίες -για να μη μείνει κανείς αδικημένος; γιατί λείπουν οι σαρωτικές κινηματογραφικές επιτυχίες; Ποιος ξέρει.

Πιο προσεκτική τα τελευταία χρόνια έχει γίνει η Ακαδημία και σε ό,τι αφορά τα θέματα των ταινιών που επιλέγει να βραβεύσει. Μετά τη γενική κατακραυγή για το χαμένο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας του "Brokeback Mountain" -τότε που κατηγορήθηκε όσο ποτέ άλλοτε για συντηρητισμό- και μετά την ατάκα της Ellen DeGeneres, που παρουσίαζε την τελετή το 2014, ότι "αν δε βραβευτεί το "12 Χρόνια Σκλάβος" είστε όλοι ρατσιστές", η Ακαδημία έχει αλλάξει λίγο πορεία. Η τακτική αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται και φέτος, καθώς οι νικήτριες ταινίες αφορούν είτε το ρατσισμό ("BlackKklansman", "Green Book"), είτε τη διαφορετικότητα ("Bohemian Rhapsody") είτε τον ξένο (περίπτωση Αλφόνσο Κουαρόν).

Και φτάνουμε φυσικά και στο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Σχετικά με αν το "Green Book" άξιζε το Όσκαρ είναι μια άλλη συζήτηση. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η βράβευση μάς πήγε στο 1989, όταν βραβεύτηκε το "Driving Miss Daisy" (αφήνοντας πίσω, για παράδειγμα, το "Dead Poets Society"!). Όπως τότε, έτσι και τώρα, η Ακαδημία επέλεξε να βραβεύσει την πιο safe επιλογή.

Οπότε, δίπλα στις πολιτικές σκοπιμότητες, έρχονται τώρα να προστεθούν και οι πολιτικά ορθές επιλογές. Παρόλο που κάνει η Ακαδημία προσπάθειες να ανοίξει λίγο το φάσμα των υποψηφίων (περισσότερες ταινίες στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας, πιο "mainstream" υποψήφιες ταινίες, όλο και περισσότεροι μη-Αμερικανοί σκηνοθέτες και συντελεστές), εν τέλει παραμένει προσκολλημένη στις ασφαλείς επιλογές της.

Προφανώς, όταν αλλάξει το κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό, θα αλλάξει και η τακτική της Ακαδημίας! Για να δούμε. Και του χρόνου!

Αναδημοσίευση απο το www.artcoremagazine.gr

Forushande (Ο εμποράκος)

Forushande (The salesman / Ο εμποράκος), 2017

Σκηνοθέτης: Asghar Farhadi

Παίζουν: Taraneh Alidoosti, Shahab Hosseini, Mina Sadati

Ο Εμάντ και η Ράνα είναι ζευγάρι στη ζωή, είναι ζευγάρι και στο θέατρο, καθώς συμμετέχουν στην παράσταση "Ο θάνατος του εμποράκου" του Άρθουρ Μίλερ. Όταν θα αναγκαστούν να μετακομίσουν από την πολυκατοικία στην οποία μένουν, ένα δυσάρεστο περιστατικό θα τους συμβεί στο νέο τους σπίτι: η Ράνα θα πέσει θύμα επίθεσης από έναν άντρα, την ώρα που ο Εμάντ απουσιάζει. Το περιστατικό αυτό θα φέρει τα πάνω κάτω, τόσο στην ψυχολογία της Ράνα, όσο και στον Εμάντ, ο οποίος θα κάνει τα πάντα για να βρει τον ένοχο και να πάρει εκδίκηση.

Ένα πολυεπίπεδο δράμα με πολλές αναγνώσεις, πολλούς συμβολισμούς, αλλά και ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με το έργο του Μίλερ, το ανέβασμα του οποίου βλέπουμε στην ταινία και από το οποίο προκύπτει και ο τίτλος.

Το στιλ του Φαραντί είναι πλέον γνωστό: ένα δυσάρεστο γεγονός στέκεται η αφορμή για να διαταραχτούν οι ισορροπίες, για να βγουν στην επιφάνεια συναισθήματα και συμπεριφορές που δε θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί, για να οδηγηθούν οι ήρωες στα άκρα. Ο Φαραντί, πάντα κάτω από την ομπρέλα ενός κράτους θεοκρατικού και πατριαρχικού, παίζει με τις έννοιες του σωστού και του λάθους, με τους ρόλους του θύματος και του θύτη και ξετυλίγει καταστάσεις στις οποίες όλοι μοιάζουν να έχουν και δίκιο και άδικο ταυτόχρονα.

Στον "Εμποράκο" ο Φαραντί αφήνει εν μέρει πίσω του την έννοια της ηθικής και της θρησκευτικής συνείδησης -που είδαμε τόσο έντονα σε προηγούμενες ταινίες του-, όπως επίσης και το παιχνίδι του τι έγινε στα αλήθεια και φλερτάρει περισσότερο με το αστυνομικό θρίλερ. Εδώ η αλήθεια είναι -σχεδόν- φανερή από την αρχή και η εξέλιξη της ταινίας εστιάζει από τη μια στην εύρεση του ενόχου και από την άλλη στην ψυχοσύνθεση των ηρώων. Πώς αντιμετωπίζει ο καθένας το γεγονός; Πόσο σωστός είναι ο τρόπος που χειρίζεται ο καθένας τα πράγματα; Κι αν βρεθεί ο ένοχος, πώς θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουν; Μπορεί ο γάμος του πρωταγωνιστικού διδύμου να βγει αλώβητος από αυτό;

 Ο Φαραντί ξέρει αναμφίβολα να δημιουργεί σπουδαίες ταινίες, αλλά καμιά φορά μοιάζει να εγκλωβίζεται στο ίδιο του το μοτίβο. Καλώς ή κακώς, δεν μπορεί να αποφευχθεί η σύγκριση με το έργο-ορόσημο της καριέρας του, το "Ένας χωρισμός". Ο "Εμποράκος", παρόλο που είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία, παραμένει πιο υποτονική και με ρυθμό πιο χαλαρό απ' ότι θα θέλαμε και θα μπορούσε. Στα συν βέβαια οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις, η σκηνοθεσία, το φινάλε και οι αντιστοιχίες-παραλληλισμοί με το κορυφαίο θεατρικό έργο του Μίλερ.

(Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2017 -2ο Όσκαρ για τον Φαραντί).

Συμμετοχή στην παρουσίαση των παραμυθιών της Σωτηρίας Κυρμανίδου

Η παρουσίαση των παραμυθιών "Το αστρομαργαριτάρι της αγάπης", "Το δελφινάκι, νικητής…" και "Το ταξίδι της απορίας" (Εκδόσεις Ανάτυπο) της Σωτηρίας Κυρμανίδου έγινε στις 11 Φεβρουαρίου στο ξενοδοχείο PHILIPPOS XENIA στις Σέρρες. Για τα βιβλία μίλησαν οι Χρυσάνθη Παλάζη, Αντωνία Θεοχαρίδου, Σωτηρία Πάνου και τον συντονισμό της εκδήλωσης ανέλαβε η Χρυσάνθη Ιακώβου.

Ολόκληρη η εκδήλωση εδώ

(Φωτογραφίες: Εκδόσεις Ανατυπο)

Η Ελένη Χωρεάνθη για το "Τεθλασμένοι χρόνοι", λογοτεχνικό περιοδικό Fractal

Ποιητική φωνή σαν μουσική

Οι  ήπιοι τόνοι είναι πάντα ευπρόσδεχτοι, κατά πώς λέμε: καλοδεχούμενοι, οι χαμηλές φωνές επιβάλλονται όπως η εύγλωττη σιωπή της εικόνας. Αρκούν οι φρικιαστικές φωνές, οι βροντώδεις ιαχές των σύγχρονων θορυβοποιών, οι θεαματικές προκλήσεις. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αγάπη, από ζεστασιά, από ηρεμία. Πώς να το πω; Ανοίγει η καρδιά σου όταν ανοίγεις ένα βιβλίο κι ακούς τη φωνή που έρχεται από μακριά σαν μουσική και λέει ψιθυριστά σχεδόν με ντροπαλότητα αφοπλιστική:

Κι είχε μια ποίηση το δωμάτιο την ώρα τούτη

και μια σιωπή

και μια θλιμμένη λωρίδα ήλιου

που έντυνε την ευτυχία,

 

υπήρχαμε

στα κλαδιά του δέντρου που πάλευε να αναγεννηθεί,

στο τρένο που πέρασε,

στη μέρα που άρχιζε να τελειώνει,

υπήρχαμε,

 

κι είχε μια ποίηση το δωμάτιο

και μια σιωπή

και μια ωραία ταλάντωση

στο αμήν και στο τέλος,

την ώρα τούτη.

 

Απλά, σίγουρα λόγια, βήματα σίγουρα, σταθερά  στο σκληρό στίβο που είναι ο χώρος της ποίησης. Χωρίς καμιά επιτήδευση, καμιά οίηση. Στα απλά πράγματα υπάρχει ποίηση αφανής «φανερής κρείττων». Οι κραυγαλέες φωνές τρομάζουν την ποίηση, Και η ζωή μας είναι απλή, είναι όμορφη όταν τη ζούμε σιγαλά, όπως και η ιστορία ενός «Εικοσιτετράωρου» της Χρυσάνθης Ιακώβου:

 

Κι η ιστορία

μια ευθεία γραμμή,

τη διασχίζουμε

διαβάτες απρόσκλητοι

αέρινοι

και βιαστικοί,

ισορροπούμε

σε μια μονάδα χρόνου,

πλέουμε

σαν πεταλούδες

μέχρι να τελειώσει

το εικοσιτετράωρο

μιας μέρας.

 

Νοηματισμένος λόγος χωρίς να χάνει τίποτα από την ομορφιά και την ποίηση της καθαρής εικόνας που σε σταματάει σε κάθε φθόγγο γιατί έχει να αποκαλύψει κάποιο μυστικό που κρύβει η έστω «τεθλασμένη» εικόνα που προβάλλει «λαθρεπιβάτης» μες από κάθε απλή λέξη, από κάθε στίχο, όπως «λαθραίος διαβάτης» από κάθε γωνιά της πολιτείας

 

Και η απέραντη πόλη

ένα μωσαϊκό

από τσιμέντο και στροφές,

λαθραίος διαβάτης

στα στενά της Ιστορίας,

προσπέρασες

παρήλθες

κι ο κόσμος όλος ένας λαβύρινθος

από αγώνες, στροφές και λάθη,

κι εσύ

απλώς λαθρεπιβάτης.

 

Μέσα σε λίγους στίχους, μετρημένους έντεκα, μερικοί είναι μονολεκτικοί, λέει τόσα πολλά και σημαντικά. Δίνει απλά, με φαιές πινελιές, αδρές, ωστόσο, την εικόνα της σύγχρονης μεγαλούπολης, που δεν είναι άλλο από «ένα μωσαϊκό» φτιαγμένο «από τσιμέντο και στροφές» και μαριονέτες, λαθραίοι διαβάτες, όλοι περαστικοί, άμμος κινούμενη, θαρρείς, οι  άνθρωποι όλοι μαζί και χωριστά ο καθένας, έρχονται και παρέρχονται ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους. «Κι ο κόσμος όλος ένας λαβύρινθος…»

«…κι ο χρόνος σχεδόν μηδενικός/ στάζει/ σαν τη βρύση της κουζίνας/που θέλει επισκευή….Κι ο ήλιος ακυβέρνητος πάνω από τα σταυροδρόμια…κι οι ανάσες των ερώτων που μυρίζουν Δεκέμβρη…»

Από όπου και ν’ αρχίσεις, έχει τέτοια ενότητα και ουσία ετούτη η ποίηση βγάζει νόημα. Μπορείς να συνδέσεις ανάκατα παίρνοντας στίχους στην τύχη και να έχεις εκτός από καθαρό ποιητικό λόγο και αισθητικό αποτέλεσμα. Όπως και τα απλά, ασπρόμαυρα σχέδια που κατά κάποιον τρόπο εισάγουν στις επιμέρους ενότητες με τις χαρακτηριστικές λεζάντες που τα συνοδεύουν αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ποίησης και δίνουν τα κύρια χαρακτηριστικά της:

«Μια ψευδαίσθηση η ζωή μας,

ένα κυνήγι για τα ανέφικτα

κολυμπήσαμε σε ολόκληρο ωκεανό

και μια στάλα νερό

δε βρήκαμε

εδώ εγώ

εντός κι εκτός της ζωής

σε μια παρένθεση

στο αβάσταχτο φάσμα του χωροχρόνου

ακολουθώ

μια ήττα

που είχα ήδη μέσα μου

από πάντα

 

Περνώντας έτσι από διάφορα στάδια, μπορεί ως λαθραίος επιβάτης πίσω  από ένα παραβάν προστασίας που της επιτρέπει να παρατηρεί, να «κοστολογεί», να κρίνοι και να καταγράφει σκηνές καθημερινού βίου και να καταλήγει σε συμπεράσματα που δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης:

 

Γίναμε οι σκιές του εαυτού μας

οι άπειρες εκδοχές του εγώ μας

σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες,

γίναμε οι απολήξεις

τα απομεινάρια…

από τη λάμψη ενός πυροτεχνήματος,

είμαστε και δεν είμαστε

σε αυτόν τον κόσμο,

…με τη θλιμμένη ανταύγεια

μιας προδομένης ευτυχίας στο στήθος

σαν παράσημο

….των λάθος εκείνων στροφών»

 

ψηφίδες δυσδιάκριτες, αφανείς, λαθρεπιβάτες, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων στης μεγαλούπολης  τους λαβυρινθώδεις δρόμους με τις ακανόνιστες γωνίες και τις ύπουλες στροφές. Χάσαμε την ψυχή μας, σκορπιστήκαμε στις «άπειρες εκδοχές του εγώ μας»

Η Χρυσάνθη Ιακώβου με τη δεύτερη ποιητική συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι», σκιαγραφεί με γήινα, λιτά χρώματα, ποιητικά τη σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα. Εκφράζει την αγωνία και την ανησυχία της για τη σημερινή κατάντια του ανθρώπου, για τη σχέση του ατόμου με την πραγματικότητα και καταφέρνει να ισοφαρίζει το ατομικό με το καθολικό αίτημα των καιρών.

17/5/2017, περιοδικό fractalart.gr