Γυναίκες καριέρας (και σεξισμός)

Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης, δίπλα στα σχόλια για τις επιλογές του Πρωθυπουργού, ήρθαν και τα σχόλια για το διορισμό της Κατερίνας Νοτοπούλου ως υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης. Τόσο νέα (και τόσο όμορφη), πώς στο καλό κατάφερε να γίνει υφυπουργός; Μα γιατί κοιμάται με τον Πρωθυπουργό, προφανώς. Αυτή είναι η γενική ατμόσφαιρα που επικρατεί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Οι γυναίκες έχουν δραστηριοποιηθεί σχεδόν σε όλους τους τομείς του εργασιακού στίβου, ακόμα και σε χώρους που θεωρούνταν μέχρι πρότινος ανδροκρατούμενοι. Οι άντρες ασχολούνται όλο και περισσότερο με την ανατροφή των παιδιών και με τις δουλειές του σπιτιού. Το κίνημα περί ισότητας των δύο φύλων μοιάζει πιο δραστήριο από ποτέ.

Κάθε φορά όμως που θεωρούμε πως το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων έχει λυθεί, ας θυμηθούμε τις γυναίκες που σταματούν τη δουλειά τους όταν κάνουν παιδιά. Ή χειρότερα τις γυναίκες που απολύονται από τη δουλειά τους πριν κάνουν παιδιά. Τις γυναίκες που αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου ανατροφή παιδιών και νοικοκυριό, γιατί οι άντρες τους θεωρούν ότι αυτά είναι "γυναικείες δουλειές". Τις γυναίκες που προσπαθούν να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά και ονομάζονται "γυναίκες καριέρας", λες και ο σκοπός της γυναίκας είναι η οικογένεια, οπότε αυτές που κάνουν καριέρα ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία γυναικών. (Άντρες καριέρας φυσικά δεν υπάρχουν, γιατί η καριέρα για τον άντρα είναι αυτονόητη).

Και με την ευκαιρία της Νοτοπούλου ας θυμηθούμε πως όταν οι γυναίκες πετυχαίνουν κάτι επαγγελματικά (ειδικά όταν είναι νέες και όμορφες), δεν το πετυχαίνουν ποτέ με την αξία τους, αλλά επειδή έχουν προσφέρει σεξ ως αντάλλαγμα. Οι καλές παραδοσιακές γυναίκες αφοσιώνονται στην οικογένεια, οι αδίστακτες καριερίστες κάνουν σεξ για να ανεβούν πιο ψηλά και οι άντρες φτάνουν -αυτονόητα- σε υψηλές θέσεις χάρη στις ικανότητες τους.

Όλα αυτά, φίλοι μου, τόσο ενσωματωμένα στην κουλτούρα μας, στην κοσμοθεωρία μας, στην καθημερινότητα μας, σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν μας κάνουν καν εντύπωση, είναι σεξισμός. Όταν καταλήξουμε, όχι να μη σκεφτόμαστε έτσι, αλλά να αναγνωρίζουμε ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν σεξισμό, τότε θα μπορέσουμε να ξαναμιλήσουμε για την ισότητα των φύλων.

Γεράσιμος Σκιαδαρέσης

«Δεν είμαι ο τύπος που χαίρεται τη δημοσιότητα»

Πριν συναντήσω τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση ήξερα περίπου τι να περιμένω. Τον είχα παρακολουθήσει σε πολλές συνεντεύξεις: σοβαρός, μετρημένος, να λέει ότι η δημοσιότητα δεν είναι και το καλύτερο του… Τον συνάντησα ένα βράδυ στο θέατρο, κανένα μισάωρο πριν ανεβεί στη σκηνή, με το μακιγιάζ μισοτελειωμένο στο πρόσωπο και με μια ευχάριστη βαβούρα να πλανιέται στο χώρο. Κόντρα σε αυτά η ευγένεια του –τόσο έντονη που μου έκανε εντύπωση. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και αρχίσαμε να μιλάμε σοβαρά και χαμηλόφωνα. Ήταν τόση η ηρεμία στην κουβέντα μας που ξέχασα μέχρι και να περάσω από τον πληθυντικό στον ενικό αριθμό.

Τις Σέρρες τις βρίσκει υπέροχες. Έτσι ξεκινήσαμε.

«Μου αρέσουν οι άνθρωποι, το φαγητό, η νυχτερινή ζωή, η φύση γύρω από την πόλη… Ό,τι έχω δει μου αρέσει».

Ο ίδιος είναι από την Πάτρα, μένει εκτός κέντρου Αθηνών και είναι άνθρωπος της φύσης –όλα αυτά τα μαθαίνω σε δευτερόλεπτα, καθώς αυθόρμητα τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις. Περιμένω να ακούσω ότι θα έμενε πρόθυμα και στην επαρχία.

«Άνετα, άνετα, αν μου το επέτρεπε η δουλειά μου. Τώρα δε μου το επιτρέπει».

Πόσο ευέλικτος! Θα άλλαζε, λέει, και δουλειά και δε θα είχε πρόβλημα να κάνει οποιαδήποτε.

«Δε θα τις αγαπούσα βέβαια όλες. Αν πουλούσα καρέκλες, για παράδειγμα, δε θα με γέμιζε, αλλά ασφαλώς και θα το έκανα προκειμένου να ζήσω. Οι δουλειές που αγαπώ είναι φυσικά το θέατρο και κάποιες άλλες ασχολίες που έχω ως χόμπι, όπως η κηπουρική».

Ευθύς, κατασταλαγμένος, μιλά τόσο απλά και ουσιαστικά. Η φωνή του παίρνει μια πιο ζωηρή χροιά μόλις η κουβέντα μας έρχεται στα επαγγελματικά του.

«Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό. Και που κάνω τη δουλειά που αγαπώ και που έχω ακόμα δουλειά».

Μου αρέσει η αίσθηση αυτή του βαθύτατα ικανοποιημένου ατόμου που βγάζει, αλλά σε εκείνο το σημείο γυρνώ και τον κοιτάζω πλάγια: μπορούμε να κάνουμε τόσο ιδανικά τη δουλειά που μας αρέσει χωρίς να βάζουμε νερό στο κρασί μας;

«Ασφαλώς και όχι. Πάντα υπάρχουν συμβιβασμοί. Αλλά και πάλι θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, έχω κάνει λίγους συμβιβασμούς, κι αυτό γιατί έτσι έτυχε, δε χρειάστηκε να κάνω. Αν χρειαζόταν θα έκανα προκειμένου να μη χαλάσω μια συνεργασία ή, για παράδειγμα, για να σπουδάσω τα παιδιά μου».

Πρέπει πάντως, για όποιον μας έβλεπε, να αποτελούσαμε ένα εξαιρετικά αστείο θέαμα: να μιλάμε σιγανά και με απόλυτη σοβαρότητα, την ίδια στιγμή που ο Σκιαδαρέσης είναι μακιγιαρισμένος εντελώς φαιδρά και ντυμένος σαν αρχαίος Έλληνας. Και ισχυρίζεται κιόλας ότι δε θεωρεί τον εαυτό του κωμικό ηθοποιό!

«Όχι, δε θα έλεγα. Πάρα πολύ συχνά μου προτείνουν και δραματικούς ρόλους. Ως κωμικός η αναγνώριση έγινε στο Καφέ της Χαράς. Αλλά μετά ακολούθησε το Χαρά Αγνοείται. Οπότε νομίζω πως ανήκω εξίσου και στα δύο. Και καλύτερα βέβαια, γιατί μου αρέσει να κάνω διαφορετικά πράγματα».

Και όπως δηλώνει αμέσως μετά, αγαπάει εξίσου και τα δύο.

«Φυσικά και διασκεδάζω στην κωμωδία, το ίδιο όμως και στο δράμα. Επειδή είμαι τύπος της πλάκας, το διασκεδάζω εξίσου».

Κι εγώ που αναρωτιόμουν πως αντέχουν οι ηθοποιοί όταν ερμηνεύουν ψυχοπλακωτικούς ρόλους…

«Όχι, από ένα ρόλο δεν επηρεάζομαι ποτέ. Επηρεάζομαι από άλλα πράγματα, από κακές συνθήκες δουλειάς, από κακές συνεργασίες… Υπήρξαν όμως και φορές που αισθανόμουν ότι δεν είχα βρει το ρόλο. Τότε τυραννιόμουν αφάνταστα. Σαν να προσπαθούσα να αγαπήσω έναν άνθρωπο που έπρεπε να μισώ. Ήταν πολύ ψυχοφθόρο».

Δεν είναι η πρώτη φορά που σε κουβέντα με ηθοποιό ακούγεται η λέξη «ψυχοφθόρος»…

«Ναι, είναι ψυχοφθόρα δουλειά, αλλά και ψυχοθεραπευτική παράλληλα. Όταν είναι καλές οι συνθήκες και οι συνεργασίες, είναι ευεργετική. Η δουλειά αυτή γίνεται μόνο αν αγαπάς τους πάντες: το ρόλο, τους συναδέλφους, το σκηνοθέτη, δε γίνεται αλλιώς. Μια κακή συνεργασία σε βασανίζει, δε σε αφήνει να καταθέσεις την ψυχή σου. Γιατί με αυτό παίζεις, με το συναίσθημα, με την ψυχή».

Ακούγοντας τον να μιλάει έτσι, καταλαβαίνω γιατί δεν τον ενδιαφέρει η δημοσιότητα. Η ουσία της δουλειάς του, προφανώς, βρίσκεται αλλού.

«Μου αρέσει μέχρι ενός σημείου, αλλά δεν είμαι ο τύπος που τη χαίρεται… Μου λείπει, για παράδειγμα, που δεν μπορώ να καθίσω κάπου μια ολόκληρη ώρα για καφέ χωρίς να έρθει κάποιος να μου μιλήσει. Όχι πως με ενοχλεί, απλώς δεν είναι κάτι που επιδίωξα, δεν έγινα ηθοποιός για να γίνω γνωστός. Είναι όμως φυσικό επακόλουθο, το ήξερα. Αν δεν ήθελα να με γνωρίζουν, ας μην έκανα τηλεόραση, σωστά;».

Προσπαθώ πάντως τόση ώρα να συμβιβάσω μέσα μου τις δυο εικόνες: τον Σκιαδαρέση που έχω δίπλα μου, σοβαρό, ήρεμο, κατασταλαγμένο, με τους κωμικούς ρόλους στους οποίους τον έχω δει, όπου είναι ανοιχτός, έξω καρδιά, πλακατζής…

«Είμαι και έτσι, αλλά σε δεύτερο χρόνο. Η πρώτη εντύπωση που δίνω πάντα είναι ότι είμαι κλειστός. Θέλω χρόνο για να ανοιχτώ. Από κάτω κρύβεται ένα πολύ γελοίο άτομο. Ένα άτομο που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμο για την όποια γελοιότητα».

Εδώ μου χαρίζει και το πρώτο πλατύ χαμόγελο, είναι σχεδόν έτοιμος να βάλει τα γέλια. Η κουβέντα μας γίνεται πιο οικεία και μου βγαίνει αυθόρμητα να τον ρωτήσω για το γάμο του με την Μπέσυ Μάλφα. Πώς είναι ένας γάμος μεταξύ τόσο διάσημων ηθοποιών; Είναι κάτι που σε δένει, σε χωρίζει; Πρέπει να του το έχουν ρωτήσει αυτό αμέτρητες φορές, αλλά μου απαντά με τη γνωστή ήρεμη φωνή του.

«Ο ένας κατανοεί τους χρόνους και τα προβλήματα του άλλου, τις αγωνίες… Ανταγωνισμό δεν έχουμε. Δεν ξέρω τι θα γινόταν βέβαια αν η Μπέσυ ήταν πρώτο όνομα κι εγώ κομπάρσος, τότε ίσως και να είχα πρόβλημα, δεν ξέρω. Αλλά τώρα χαιρόμαστε ο ένας με την επιτυχία του άλλου».

Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης έχει δώσει ρεσιτάλ θετικής ενέργειας. Τον κοιτώ κατάματα και τον ρωτώ προτού πατήσω το stop: επαγγελματικά απωθημένα; Μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο και μου λέει με ελαφρώς παραπονεμένη φωνή:

«Μόνο ένα: να παίξω Σαίξπηρ. Δεν προέκυψε ποτέ. Είμαι περήφανος για ό,τι δουλειές έχω κάνει και δεν αισθάνομαι να μου λείπουν οι μεγάλοι ρόλοι, αλλά Σαίξπηρ θέλω πολύ να παίξω γιατί μου αρέσει ως συγγραφέας. Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα τύχει!».

 

Περιοδικό Ser-Free, #35, Δεκέμβριος 2014

Στην παιδική χαρά

Μια ωραία πρωία οι Δήμοι αποφάσισαν ότι οι παιδικές χαρές δεν πληρούν τις προδιαγραφές ασφαλείας και τις ξήλωσαν όλες. Και καλά έκαναν δηλαδή, μόνο που κανονικά αυτό που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν να αντικατασταθούν άμεσα από τις καινούργιες. Λέμε τώρα. Για να μην μακρηγορώ, αφού κόντεψε μια γενιά παιδιών να μη μάθει ποτέ τι θα πει κούνια και τσουλήθρα, τελικά μετά από χρόνια και ζαμάνια αποκτήσαμε. Και πήγα λοιπόν κι εγώ να δω τι ακριβώς παίζει εκεί πέρα.

Καταρχάς δεν είχε φως. Με το που ήρθε το σούρουπο, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Κάτι παλιομοδίτικοι γλόμποι που έβγαζαν ένα ασθενικό φως, με το όλο σκηνικό να παραπέμπει πιο πολύ σε στέκι για ερωτοχτυπημένα λυκειόπαιδα που ψάχνουν σκοτεινά παγκάκια για να σαλιαρίζουν παρά παιδική χαρά για γονείς που θέλουν να βλέπουν πού ακριβώς βρίσκονται τα παιδιά τους.

Δεν είχε πουθενά σταχτοδοχείο. Δηλαδή τι, οι γονείς δεν καπνίζουν; Μια χαρά καπνίζουν και μια χαρά πετούσαν όλοι τα αποτσίγαρα τους κάτω, ακριβώς εκεί που τριγυρνάνε τα παιδιά τους. Τι να γίνει τώρα; Να βάλει ο Δήμος ένα σταχτοδοχείο ή να χαρμανιάσουν όλοι οι πατεράδες και όλες οι μανάδες;

Εκεί που πάλευα με την όραση μου και την οχλαγωγία, ακούω έναν πατέρα να φωνάζει. Δυνατά και με θυμό. Ήταν δυο κυρίες -φιλενάδες μεταξύ τους- που δεν έλεγαν με τίποτα να σηκώσουν τα παιδιά τους από τις -δύο μοναδικές- κούνιες, κι ας περίμενε κόσμος στη σειρά. Φώναξε, φώναξε, φώναξε, πήρε τον γιο του κι έφυγε. Με όλον τον χαμό, αναγκάστηκαν αυτές να κατεβάσουν τα βλαστάρια τους. Κι εκείνη την ώρα, μόλις βλέπουν ότι αδειάζουν οι διπλανές κούνιες, για τα πολύ μικρά παιδιά, λένε "ε να, σειρά μας δεν είναι τώρα να ανεβούμε εδώ;".

Οπότε τελικά, η Πολιτεία δε σέβεται εμάς που σε ό,τι έργο κι αν κάνει θα υπάρχουν πάντα ατέλειες και προχειρότητες; Ή εμείς έχουν την Πολιτεία που μας αξίζει;

9 ταινίες με θέμα τη θάλασσα

Καλοκαίρι για εμάς τους σινεφίλ σημαίνει ταινίες με πολύ γαλάζιο και με πολύ νερό! Ιδού μερικές ταινίες στις οποίες η θάλασσα αποτελεί βασικό συστατικό -ή ακόμα καλύτερα- πρωταγωνιστεί!

 

The Beach, του Danny Boyle (2000)

Η ταινία "Η παραλία" έλαβε μάλλον αμφιλεγόμενες κριτικές, αλλά αυτό στο οποίο συμφώνησαν όλοι οι θεατές ανεξαιρέτως ήταν ότι το τοπίο ήταν φανταστικό! Σε μια απομονωμένη παραλία μία ομάδα ανθρώπων σχηματίζει μια μικρή κοινότητα, μακριά από τον πολιτισμό. Ο Danny Boyle όχι στα καλύτερα του, ο Leonardo DiCaprio αξιοπρεπής, η Tilda Swinton που ξέρουμε και αγαπάμε και μια ταινία με πολλά ενδιαφέροντα μηνύματα που μάλλον αδικήθηκε.

 

The Blue Lagoon, του Randal Kleiser (1980)

Ένα καράβι ναυαγεί σε ένα ερημικό νησί και δυο μικρά παιδιά μαθαίνουν μόνα τους να ζούνε μακριά από τον πολιτισμό. Η ταινία που μας μάγεψε με τις πανέμορφες εικόνες της, που στιγμάτισε την παιδική μας ηλικία και που μας σύστησε την Brooke Shields.

 

Cast Away, του Robert Zemeckis (2000)

Άλλο ένα ναυάγιο και μια ενδιαφέρουσα ιστορία επιβίωσης, με τον Tom Hanks να τα βγάζει πέρα σε ένα έρημο νησί μετά την πτώση του αεροπλάνου στο οποίο επέβαινε. Εδώ βέβαια δεν έχουμε ειδυλλιακά τοπία, αλλά μια θάλασσα-εχθρό, την οποία ο ήρωας μας πρέπει να ελέγξει για να καταφέρει να βρεθεί πίσω στον πολιτισμό.

 

Life of Pi, του Ang Lee (2012)

Τι γίνεται όταν ένα αγόρι και μια τίγρης εγκλωβίζονται μεσοπέλαγα στην ίδια βάρκα; Μια απίθανη ιδέα που κατέληξε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Η θάλασσα βέβαια είναι ψηφιακή, αλλά έστω κι έτσι το αποτέλεσμα είναι υπέροχο. 

 

Jaws, του Steven Spielberg (1975)

Η θάλασσα εκτός από όμορφη μπορεί να είναι και πολύ επικίνδυνη, κι αυτό το νιώθουν πολύ έντονα όσοι βλέπουν "Τα σαγόνια του καρχαρία". Το θρίλερ που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά με απόηχο που φτάνει ως τις μέρες μας δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν οι ανυποψίαστοι λουόμενοι μιας παραλίας ξεκινούν να δέχονται επιθέσεις από καρχαρίες.

 

Mamma Mia!, της Phyllida Lloyd (2008)

Ήλιος, θάλασσα, καλοκαίρι, ελληνικά νησιά, η Meryl Streep, ένα ανάλαφρο story και τα τραγούδια των Abba κάνουν το " Mamma Mia!" μια υπέροχη κινηματογραφική εμπειρία. Φυσικά τίποτα από τα παραπάνω δε θα άξιζε αν η πλοκή της ταινίας δεν εκτυλισσόταν πλάι στο κύμα.

 

The Big Blue, του Luc Besson (1988)

Δεν υπάρχει ταινία που να αποθεώνει τόσο τη θάλασσα όσο το "Απέραντο γαλάζιο". Οι πρωταγωνιστές μας ασχολούνται με τις καταδύσεις, είναι φίλοι από μικροί, αλλά και ανταγωνιστές παράλληλα. Η σχέση που έχουν αναπτύξει με τη θάλασσα ξεπερνά τα όρια της απλής αγάπης. Από τις λίγες ταινίες που η θάλασσα αποτελεί βασικό συστατικό της πλοκής. Και επειδή γυρίστηκε την Ελλάδα, την αγαπάμε λίγο παραπάνω.

 

Pirates of the Carribean, των Gore Verbinski (2003, 2006 & 2007) / Rob Marshall (2011) / Joachim Ronning & Espen Sandberg (2017)

Πειρατές και θάλασσα πάνε πακέτο και αυτή η σειρά ταινιών που έχει σπάσει ταμεία και μας έχει συστήσει άλλη μια θεότρελη κινηματογραφική εκδοχή του Johnny Depp μας αρέσει πολύ. Πονηροί πειρατές, θαρραλέες γυναίκες, κατάρες, μάχες, υπερφυσικά όντα και φυσικά πολύ νερό είναι όσα απαρτίζουν τις πέντε ταινίες.

 

Waterworld, του Kevin Reynolds (1995)

Εδώ έχουμε μια ταινία με πολύ-πολύ νερό -εξ ου και ο τίτλος. Στο μακρινό μέλλον οι πάγοι έχουν λιώσει, οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν σε καράβια, ενώ παράλληλα αναζητούν κάποιο κομμάτι στεριάς. Παρόλο που η ταινία κόστισε μια περιουσία, ούτε στον κόσμο άρεσε ούτε είχε μεγάλη επιτυχία στο box office.

 

(Αναδημοσίευση απο το artcoremagazine.gr)

 

On body and soul

On body and soul (Testrol es lelekrol / Η ψυχή και το σώμα), 2017

Παίζουν: Geza Morcsanyi, Alexandra Borbely

Σκηνοθεσία: Ildiko Enyedi

 

Ο Έντρε και η Μαρία εργάζονται στο ίδιο περιβάλλον, σε ένα σφαγείο, οικονομικός διευθυντής αυτός, υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου αυτή. Αυτός μοναχικός, με το ένα χέρι παράλυτο. Αυτή εσωστρεφής, με σύνδρομο Άσπεργκερ. Κάποια στιγμή οι δύο ήρωες θα ανακαλύψουν τυχαία ότι βλέπουν αμφότεροι ακριβώς το ίδιο όνειρο. Και τότε θα κάνουν μια απόπειρα να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Πρωτότυπη ταινία, που επιδιώκει να παίξει με σύμβολα και με δίπολα. Η μοναξιά και η αγάπη. Η λογική και το συναίσθημα. Η καθημερινότητα και ο ονειρικός κόσμος. Τα πάντα σε αυτήν την ταινία ακροβατούν ανάμεσα σε δύο μεγέθη, και το τεντωμένο σκοινί δεν είναι άλλο από την μοναξιά που βιώνουν οι ήρωες και την προσπάθεια τους να ξεφύγουν από αυτήν.

Η σκηνοθέτης έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στο αισθητικό κομμάτι της ταινίας, χάρη στο οποίο καταφέρνει να αποδώσει πολύ γλαφυρά τα συναισθήματα και τις προθέσεις των ηρώων. Ο κόσμος των ονείρων -ένα χιονισμένο δάσος στο οποίο οι ήρωες μας είναι ελάφια- είναι γαλήνιος, σιωπηλός και πανέμορφος. Η ρουτίνα και η καθημερινότητα στο σφαγείο αποστειρωμένη. Τα σπίτια των ηρώων στα οποία μένουν μόνοι τους μικρά και σκοτεινά.

Με το ιδιαίτερο σενάριο και την άψογη σκηνοθεσία έρχονται και κουμπώνουν και οι πολύ καλές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, κάνοντας την "Ψυχή και το σώμα" μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εμπειρία. (Η ταινία είναι ούγγρικη και ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Απέσπασε παράλληλα Χρυσή Άρκτο και το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ του Βερολίνου).