Στην παιδική χαρά

Μια ωραία πρωία οι Δήμοι αποφάσισαν ότι οι παιδικές χαρές δεν πληρούν τις προδιαγραφές ασφαλείας και τις ξήλωσαν όλες. Και καλά έκαναν δηλαδή, μόνο που κανονικά αυτό που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν να αντικατασταθούν άμεσα από τις καινούργιες. Λέμε τώρα. Για να μην μακρηγορώ, αφού κόντεψε μια γενιά παιδιών να μη μάθει ποτέ τι θα πει κούνια και τσουλήθρα, τελικά μετά από χρόνια και ζαμάνια αποκτήσαμε. Και πήγα λοιπόν κι εγώ να δω τι ακριβώς παίζει εκεί πέρα.

Καταρχάς δεν είχε φως. Με το που ήρθε το σούρουπο, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Κάτι παλιομοδίτικοι γλόμποι που έβγαζαν ένα ασθενικό φως, με το όλο σκηνικό να παραπέμπει πιο πολύ σε στέκι για ερωτοχτυπημένα λυκειόπαιδα που ψάχνουν σκοτεινά παγκάκια για να σαλιαρίζουν παρά παιδική χαρά για γονείς που θέλουν να βλέπουν πού ακριβώς βρίσκονται τα παιδιά τους.

Δεν είχε πουθενά σταχτοδοχείο. Δηλαδή τι, οι γονείς δεν καπνίζουν; Μια χαρά καπνίζουν και μια χαρά πετούσαν όλοι τα αποτσίγαρα τους κάτω, ακριβώς εκεί που τριγυρνάνε τα παιδιά τους. Τι να γίνει τώρα; Να βάλει ο Δήμος ένα σταχτοδοχείο ή να χαρμανιάσουν όλοι οι πατεράδες και όλες οι μανάδες;

Εκεί που πάλευα με την όραση μου και την οχλαγωγία, ακούω έναν πατέρα να φωνάζει. Δυνατά και με θυμό. Ήταν δυο κυρίες -φιλενάδες μεταξύ τους- που δεν έλεγαν με τίποτα να σηκώσουν τα παιδιά τους από τις -δύο μοναδικές- κούνιες, κι ας περίμενε κόσμος στη σειρά. Φώναξε, φώναξε, φώναξε, πήρε τον γιο του κι έφυγε. Με όλον τον χαμό, αναγκάστηκαν αυτές να κατεβάσουν τα βλαστάρια τους. Κι εκείνη την ώρα, μόλις βλέπουν ότι αδειάζουν οι διπλανές κούνιες, για τα πολύ μικρά παιδιά, λένε "ε να, σειρά μας δεν είναι τώρα να ανεβούμε εδώ;".

Οπότε τελικά, η Πολιτεία δε σέβεται εμάς που σε ό,τι έργο κι αν κάνει θα υπάρχουν πάντα ατέλειες και προχειρότητες; Ή εμείς έχουν την Πολιτεία που μας αξίζει;