Γιατί τόσος πανικός τέλος πάντων με τις πλαστικές σακούλες;

Ακόμα δεν μπήκε το 2018 και ήδη γίνονται πραγματάκια. Πρώτη είδηση εδώ και μέρες είναι φυσικά η χρέωση της πλαστικής σακούλας στα σούπερ μάρκετ, είδηση που έχει προκαλέσει συζητήσεις και συζητήσεις.

Εντάξει, και μένα δε μου αρέσει να πληρώνω 4 λεπτά για τη σακούλα που θα βάλω μέσα τα ψώνια μου. Αλλά είναι τόσο τρομερό το έξοδο; Αν κάνεις δηλαδή ψώνια για πενήντα-εξήντα ευρώ, θα σκεφτείς τα 20-30 λεπτά που θα δώσεις για τις σακούλες; Δεν είναι λοιπόν οικονομικό το θέμα. Σίγουρα δηλαδή δεν είναι, την ίδια στιγμή που δίνουμε ένα σωρό λεφτά για τα τσιγάρα μας, τα ταβερνάκια μας, τα κομμωτήρια μας, τα ταξιδάκια μας.

Το θέμα δεν είναι αν χρεώνεται ή όχι η πλαστική σακούλα. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν περνάει κανένα μέτρο αν δε συνοδεύεται παράλληλα από πρόστιμο ή κάποια μορφή χρέωσης. Αν σου έλεγαν να χρησιμοποιείς όσο το δυνατόν λιγότερες πλαστικές σακούλες γιατί επιβαρύνεται το περιβάλλον, τι θα έκανες; Ω, για μισό λεπτό, αυτό σου το έχουν πει ήδη! Εσύ όμως συνεχίζεις να χρησιμοποιείς 400 πλαστικές σακούλες ετησίως!

Προφανώς, το επιχείρημα του περιβάλλοντος δεν είναι τόσο ισχυρό, ενώ τα 4 λεπτά μάλλον θα κάνουν δουλειά, όπως έχει αποδειχτεί από αυτό που συνέβη σε άλλα κράτη της Ευρώπης όταν άρχισε η χρέωση της σακούλας.

Το ίδιο βέβαια συμβαίνει σε όλα. Έπρεπε να αρχίσουν να πέφτουν πρόστιμα για να εφαρμοστεί εν τέλει ο αντικαπνιστικός νόμος στους κλειστούς χώρους -όσο και όπου εφαρμόστηκε τέλος πάντων. Πρέπει να φοβάσαι ότι θα σε πιάσουν στο αλκοτέστ για να μην πιεις τα άντερα σου ή ότι θα φας κλήση αν ξεπεράσεις το όριο ταχύτητας.

Και, για να το πάμε πιο μακριά, έπρεπε να ακριβύνει η βενζίνη ή να σου μειωθεί ο μισθός για να σταματήσεις να παίρνεις το αυτοκίνητο παντού και να αγοράσεις ένα ρημαδοποδήλατο. Ή να μπούνε κολωνάκια στους δρόμους για να μην διπλοπαρκάρεις. Τέτοιοι είμαστε.

Οπότε, αντί να συζητάμε για τις πλαστικές σακούλες, ας συζητήσουμε καλύτερα για την σκανδαλώδη έλλειψη παιδείας μας και την παιδιάστικη συμπεριφορά μας σε οτιδήποτε αφορά τη βελτίωση της υγείας μας, της κοινωνίας μας και της ποιότητας της ζωής μας.

New year's resolutions (not!)

Μπήκε η νέα χρονιά (χρόνια μας πολλά λοιπόν!), αρχίσανε κατευθείαν οι ευχές, οι χαρές, τα όνειρα, οι στόχοι, οι to-do λίστες, αισιοδοξία, δημιουργικότητα, ενθουσιασμός, τόλμη και δε συμμαζεύεται. Χαμός. Όλοι είμαστε τρισευτυχισμένοι, ανταλλάζουμε θερμά μηνύματα, πιστεύουμε πως θα είναι η καλύτερη χρονιά της ζωής μας και άλλα τέτοια ωραία.

Είναι κάθε χρονιά η καλύτερη χρονιά της ζωής μας; Κάνουμε έστω τα μισά των μισών από αυτά που σκεφτόμαστε την πρώτη του Γενάρη; Είμαστε αισιόδοξοι και χαρούμενοι όλη την χρονιά; Όχι.

Οι γιορτές γενικά δημιουργούν μια ψεύτικη ευφορία, μια κάλπικη ευτυχία, που ξεφουσκώνει τόσο μα τόσο γρήγορα: δεν είναι τυχαίο που η καταθλιπτικότερη εποχή του έτους θεωρείται η περίοδος που ακολουθεί μετά το τέλος των γιορτών. Η πρώτη Δευτέρα μάλιστα ονομάζεται blue Monday, δηλαδή μελαγχολική Δευτέρα. Δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε το κενό που αφήνει το τέλος της ευφορίας και την επιστροφή στην πραγματικότητα.

Ο λόγος που δεν πετυχαίνουν ποτέ τα new year's resolutions και ξαναριχνόμαστε μίζερα στην καθημερινότητα μας είναι ότι δεν σκοπεύουμε να τα πραγματοποιήσουμε. Δεν τα πιστεύουμε ούτε εμείς που τα σκεφτήκαμε και τα επιθυμούμε -και που θα μας ωφελούσαν αν όντως μας συνέβαιναν.

Χαρακτηριζόμαστε από μια παθητικότητα. Θέλουμε να αδυνατίσουμε, αλλά συνεχίζουμε να τρώμε. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε δημιουργικά το χρόνο μας, αλλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Θέλουμε να βρούμε καινούργιους φίλους, αλλά διστάζουμε να ανοιχτούμε. Θέλουμε συνεχώς κάτι επιπλέον, αλλά δεν κάνουμε τίποτα για να το αποκτήσουμε.

Αλλά στις γιορτές όλα είναι μαγικά και παραμυθένια και πείθουμε τους εαυτούς μας ότι θαύματα μπορούν να συμβούν. Όπως συμβαίνουν στις ωραίες ταινίες που δείχνουν αυτές τις μέρες τα κανάλια, έτσι θα συμβεί και στις ζωές μας. Και θα θέλαμε καταβάθος και Άη-Βασίλης να υπάρχει για να μας φέρει ό,τι δώρο επιθυμούμε και να μας το ακουμπήσει στα χέρια.

Περιμένουμε όλα -οι ζωές μας, οι εαυτοί μας, η κοινωνία, η οικονομία- να βελτιωθούν ως δια μαγείας -λες και κάποιος μας το χρωστάει και οφείλει να το κάνει αυτό για εμάς. Κι όταν βλέπουμε ότι δεν αλλάζει τίποτα, αρχίζουμε τα "κάθε πέρσι και καλύτερα" και κατηγορούμε την άδικη κοινωνία και την κακιά τη μοίρα μας (είμαστε και λίγο κλάψες).

Εγώ για new year's resolution θα πρότεινα να πιστέψουμε ότι το θαύμα είμαστε εμείς. Να μην περιμένουμε κανένα θαύμα απ' έξω. Να πιστέψουμε περισσότερο στους εαυτούς μας. Να αντιστεκόμαστε στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Να βρίσκουμε τους δικούς μας τρόπους διαφυγής. Να μην κάνουμε στους άλλους και στην κοινωνία αυτά που ενοχλούν εμάς. Να είμαστε ευγενικοί. Να παίρνουμε μικρά ρίσκα. Να τολμάμε κάτι που το θέλουμε πολύ. Πράγματα απλά, εύκολα, όχι μεγαλεπήβολοι στόχοι που μας πλακώνουν.

Να προσπαθούμε συνεχώς να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο στόχο-όνειρο-θαύμα από αυτό.

Χριστούγεννα, παραμύθια και γκλίτερ

Εγώ το παραδέχομαι, είμαι από τους στριμμένους των Χριστουγέννων. Δεν είναι ότι δε μου αρέσουν τα Χριστούγεννα, απλώς αυτή η υπερβολή του γκλίτερ, του φρεσκοφτιαγμένου μαλλιού και των ψεύτικων χαμόγελων με πιάνει θαρρείς από το λαιμό και με πνίγει.

Αν βιώναμε όλοι τα Χριστούγεννα στην κυριολεξία τους, δηλαδή την αγάπη, την συγχώρεση, την προσφορά, θα ήταν ωραία. Πάρα πολύ ωραία και μαγικά. Αντ' αυτού, μπαίνουμε στο  τριπάκι να κάνουμε επίδειξη του πόσο καλά περνάμε και του πόσο όμορφοι είμαστε -αλλά και πόσο φιλάνθρωποι βεβαίως, καθώς τώρα πραγματοποιούμε την μοναδική μας καλή πράξη του έτους.

Τα Χριστούγεννα μάς δίνουν άθελα τους την ιδανική ευκαιρία να γίνουμε όσο υπερβολικοί θέλουμε, να ξοδέψουμε όσα θέλουμε, να διασκεδάσουμε όσο θέλουμε. Την υπερβολή αυτή που θα θέλαμε να βιώνουμε όλο το χρόνο -αλλά φυσικά δε μας παίρνει οικονομικά- την έχουμε τώρα με τις ευλογίες όλων.

Αλλά είναι και κάτι άλλο που παρατηρώ. Τα Χριστούγεννα είναι η κατεξοχήν γιορτή της χαράς. Ανταλλάσσουμε δώρα, οργανώνουμε γεύματα, στολίζουμε, ακούμε όμορφες μελωδίες, δημιουργούμε με λίγα λόγια μια ονειρική ατμόσφαιρα, ένα παραμύθι. Και η υπερβολή μας αυτή στον τρόπο που φερόμαστε είναι ίσως η υπερβολική μας ανάγκη να ζήσουμε αυτό το παραμύθι. Να χαθούμε για λίγο μέσα στην αγνή θαλπωρή των χριστουγεννιάτικων φώτων και να ξεχάσουμε τα προβλήματα μας.

Μας παίρνει όμως να ξεχάσουμε τα προβλήματα μας; Έχουμε το περιθώριο να χαλαρώσουμε πίσω από τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και να φερόμαστε σαν να μην τρέχει τίποτα;

Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι η χαλάρωση. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να σταθούμε κάτω από το βάρος των ευθυνών μας, του χρέους μας, των περιστάσεων. Αναζητούμε ευκαιρίες για καλοπέραση μετά μανίας, γιατί δεν έχουμε δεχτεί ακόμα ότι οφείλουμε να αλλάξουμε κοσμοθεωρία, να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, να προσπαθήσουμε περισσότερο.

Η κρίση δε μας ωρίμασε ακόμα. Φαίνεται περισσότερο σαν να μας πάγωσε, σαν να μας αφόπλισε, σαν να μας ακινητοποίησε. Βαθιά μέσα μας, το παιδί που ζητά ξεγνοιασιά και χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι είναι το ίδιο παιδί που περιμένει ακόμα να φτάσουν ως δια μαγείας μια σταθερή δουλειά και ένα τριάρι.

Οκ, είναι ωραίο να βυθίζεσαι στο παραμύθι των Χριστουγέννων. Απλώς, όπως άλλωστε κάνουμε και με όλα τα ζητήματα, είναι σαν να μένουμε στην επιφάνεια και να χάνουμε την ουσία.

 

Περιοδικό Ser-Free, τεύχος 47, Δεκέμβριος 2017

Της Κυριακής τα ψώνια

Γνώρισα κάποτε ένα παιδί που τα τελευταία 10 περίπου χρόνια ζει στην Αγγλία. Είναι από αυτούς που θεωρούν αδιανόητες τις κακοδαιμονίες του ελληνικού κράτους, που δεν αντέχει την γραφειοκρατία, το καθισιό των υπαλλήλων στο δημόσιο, την αγένεια, τη διαφθορά και όλα αυτά τέλος πάντων που ταλανίζουν τον Έλληνα στην καθημερινότητα του. Κοντολογίς η Αγγλία τού έκατσε κουτί. Για έναν χρόνο επέστρεψε κάποια στιγμή στην Ελλάδα και ξαναέφυγε πίσω τρέχοντας.

Το παιδί λοιπόν αυτό είχε την εξής καταναλωτική συμπεριφορά: έκανε έρευνα αγοράς για όλα τα προϊόντα που επρόκειτο να αγοράσει και έπαιρνε πάντα το φθηνότερο. Από το ένα σούπερ μάρκετ αγόραζε, για παράδειγμα, τα αναψυκτικά και από το άλλο το αλεύρι. Και ούτω καθεξής. Ασφαλώς βέβαια δεν επρόκειτο για τσιγκουνιά, γιατί η βενζίνη που ξόδευε για να πάει σε όλα αυτά τα καταστήματα προκειμένου να ολοκληρώσει τα ψώνια του ήταν περισσότερη από το κέρδος των προϊόντων. Γιατί το έκανε λοιπόν; Για να ασκήσει εμπάργκο στα προϊόντα που εξαπατούσαν τον καταναλωτή και να στηρίξει αυτά που είχαν τις πιο καλές τιμές.

Προσπαθώ να φανταστώ Έλληνες να το κάνουν αυτό, αλλά η εικόνα δε μου κολλάει με τίποτα. Φυσικά και εμείς τρέχουμε από το ένα σούπερ μάρκετ στο άλλο, αλλά προκειμένου να ακολουθήσουμε τις προσφορές που διαφημίζουν όλη μέρα στην τηλεόραση, όχι για να κατευθύνουμε ή να πιέσουμε την αγορά προς το δικό μας συμφέρον. Από τη στιγμή που αγοράζω έστω ένα προϊόν σε προσφορά, τι με νοιάζει για τα άλλα; Τέτοιοι είμαστε.

Κυριακή λοιπόν και τα καταστήματα ανοιχτά. Καταστηματάρχες γεμίζουν αναρτήσεις ότι δεν πρέπει η αγορά να είναι ανοιχτή την Κυριακή, ότι η Κυριακή είναι ό,τι απέμεινε από τα δικαιώματα των εργαζομένων και δεν πρέπει να χαθεί κι αυτό και άλλα παρόμοια. Και τελικά τι γίνεται στη αγορά; Της μουρλής. Όλοι ψωνίζουν μανιωδώς λες και άλλες μέρες δεν είναι τα καταστήματα ανοιχτά, σαν να είναι αυτή η τελευταία τους ευκαιρία για ψώνια.

Αυτή λοιπόν είναι η καταναλωτική ασυνειδησία του Έλληνα. Σου λέει αγορά ανοιχτή, θα κάνω τα ψώνια μου, τη βόλτα μου, θα πιω τον καφέ μου, θα πάω στην ταβέρνα μου, αν έχει και καλό καιρό θα περάσω σούπερ. Τα πάντα για τον Έλληνα είναι ευκαιρία για έξοδο και καλοπέραση. Κυριολεκτικά τα πάντα.

Είναι κακό αυτό; Όχι απαραίτητα. Όμως εδώ που φτάσαμε ως κράτος, ως κοινωνία και ως εθνική οικονομία θα έπρεπε να έχουμε μάθει ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι υπεράνω της καλοπέρασης μας. Και πως πέρα από άνθρωποι που έχουμε το δικαίωμα να διασκεδάσουμε, είμαστε και πολίτες που απαρτίζουν μια κοινωνία που πλήττεται.

Trash TV

Το μακρινό 2001 -αν θυμάμαι καλά το έτος- αλλάξαμε χρονιά παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα την τόσο σημαντική για εκείνη την εποχή αναμέτρηση μεταξύ Τσάκα και Πρόδρομου για την πρώτη θέση στο Big Brother. (Μου κάνει εντύπωση που παρακολουθούσα ακόμα κι εγώ, που δεν έβλεπα τότε και ούτε και τώρα βλέπω reality).

Η τηλεόραση των 90s και των αρχών των 00s ήταν ένα πολύχρωμο πανηγυράκι, στο οποίο άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες έγιναν διάσημοι, κόσμος πολύς έβγαλε λεφτά για πλάκα από τηλεπαιχνίδια, τα talent shows ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια και όλοι οι Έλληνες την είδαν καλλιτέχνες, οι κουτσομπολίστικες εκπομπές έκαναν χρυσές δουλειές και οι πανελίστες μιλούσαν με ύφος καθηγητή πανεπιστημίου και γενικά τα κανάλια προέβαλαν ό,τι χαζομάρα μπορούσε να υπάρξει σε σειρά και εκπομπή, πολύ απλά γιατί λεφτά για πέταμα υπήρχαν και γιατί ο κόσμος δεν είχε να ανησυχεί για πολλά πράγματα περάν του ποιος θα είναι ο νικητής στο live της Κυριακής.

Η συνέχεια είναι γνωστή: ήρθε η κρίση, τα κανάλια τα βρήκαν σκούρα, κόπηκαν οι πολλές παραγωγές, η πλούσια trash tv έγινε φτωχή trash tv κτλ, κτλ, κτλ. Αν η τηλεόραση είναι καθρέφτης της κοινωνίας, τότε οι κοινωνικοί κλυδωνισμοί τάραξαν για τα καλά και τα θεμέλια της τηλεόρασης.

Ένα από τα πράγματα που βαρεθήκαμε να ακούμε από τότε που ξεκίνησε η κρίση είναι ότι η τέχνη θα μας σώσει, ότι είναι μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση και επανατοποθέτηση των αξιών μας, ότι εν μέρει θα μας κάνει και καλό και άλλα τέτοια ψαγμένα και φιλοσοφημένα του τύπου ότι εισερχόμαστε σε νέα φάση διαφωτισμού. Αν έγινε κάτι από όλα αυτά; Όχι βέβαια.

Και επανέρχομαι στην τηλεόραση του σήμερα, η οποία για κάποιο λόγο αρχίζει να μου θυμίζει και πάλι την τηλεόραση όπως ήταν δέκα χρόνια πριν: reality και talent shows και το Survivor να κάνει νούμερα αστρονομικά. Κι αν λοιπόν η τηλεόραση είναι όντως ο καθρέφτης της κοινωνίας μας, τότε τι έχει αλλάξει τέλος πάντων στην κοινωνία αυτή;

Αν τότε τα ανούσια προγράμματα πουλούσαν γιατί ο κόσμος δεν είχε έγνοιες, τότε γιατί πουλάνε και σήμερα; Μήπως γιατί ο κόσμος θέλει να ξεκουραστεί από τις πολλές, πλέον έγνοιες; Μπορεί. Αν όμως είναι έτσι, πότε τελικά είναι κατάλληλη στιγμή για την περίφημη ενδοσκόπηση μας και την επανατοποθέτηση των αξιών; Και πότε η κοινωνία μας μπορεί να μετατραπεί στην κοινωνία που δε θα της αξίζει / δε θα την αφορά η trash tv;

Δε θα μας φέρει η κρίση την ενδοσκόπηση. Η ενδοσκόπηση θα έπρεπε να είχε υπάρξει πολύ πριν την κρίση και σε αυτήν την περίπτωση ίσως η ευημερία μας να μην είχε σκάσει κάνοντας τόσο θόρυβο.  Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή. Κάθε στιγμή είναι η κατάλληλη στιγμή. Και εμείς επιμελώς την αναβάλουμε βολεμένοι στο αλά 90s σκηνικό μας.