Οι σημαίες και οι σημαιοφόροι

Να πω καταρχάς μια ιστορία σχετικά με τη σημαία. Σε ένα Δημοτικό Σχολείο οι αριστούχοι της ταξης είναι τέσσερις. Η αλήθεια ειναι ότι ο ένας από αυτούς είναι λίγο καλυτερος μαθητής απο τους άλλους, αλλά τυπικά είναι όλοι το ίδιο. Μόνο για τρεις ωστόσο υπάρχει τιμητική θέση: μία για τον σημαιοφόρο και δύο για τους παραστάτες. Ετσι γίνεται κλήρωση και ο λίγο καλύτερος μαθητής μένει απ'έξω και κάνει παρέλαση στην προ-προτελευταία σειρά, γιατί οκ, δεν είναι και το πρώτο μπόι. Αδικήθηκε λοιπόν ή όχι ο μαθητής;

Δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω για ποιο λόγο το να μην κρατάει τη σημαία ο καλύτερος μαθητής ειναι απαξίωση της μόρφωσης και της μάθησης. Αν δε δώσουμε τη σημαία στον καλύτερο μαθητή σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε πόσο καλός είναι; Ή μήπως θα τον αποθαρρύνουμε απο τη μελέτη; Κοίτα να δεις κι εγώ που νόμιζα ότι η ανταμοιβή του καλού μαθητή είναι οι γνώσεις που θα πάρει και η προετοιμασία του σε βάθος χρόνου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επαγγελματική αποκατάσταση.

Το άλλο πάλι θεότρελο που άκουσα είναι η απαξίωση του ίδιου του συμβόλου της σημαίας, το οποίο δεν πρέπει να μπαίνει σε κλήρωση. Κανείς δε βάζει σε κλήρο αυτό που συμβολίζει η σημαία. Ένας τρόπος επιλογής είναι. Φοβάται κανείς μήπως ο κακός μαθητής μολύνει τη σημαία με τα αμόρφωτα ανάξια χέρια του; Ή μήπως ο κακός μαθητής αγαπάει λιγότερο την πατρίδα του από τον καλό;

Κοιτώντας από την αντίστροφη μεριά θα έλεγε κανείς ότι το θέμα του ποιος θα κρατήσει τη σημαία προκαλεί -θεωρητικά- τον ανταγωνισμό στα παιδιά. Τον φρικτό διαχωρισμό τους σε καλούς και κακούς μαθητές. Όσο το σκέφτομαι ούτε καν βαθμοί δε θα έπρεπε να υπάρχουν στα Δημοτικά. Σε τι εξυπηρετεί αν ένα παιδάκι πάρει 10 αντί για 9 και τι θα κερδίσει;

Είναι τρελό να υπερασπιζόμαστε το τιμητικό δικαίωμα του καλού μαθητή στη σημαία σε μια χώρα που απαξιώνει με όλους τους γνωστούς τρόπους την καλή επίδοση, τα πτυχία και τους υψηλούς βαθμούς. Νομίζω θα είχε πιο πολύ νόημα αν όλοι οι καλοί μαθητές μπορούσαν να περάσουν στη σχολή της επιλογής τους και δε συντρίβοταν απο το φρικτό και άδικο σύστημα των πανελληνίων. Αν μπορούσαν να βρούνε δουλειά βάσει του πτυχίου τους. Αν μπορούσαν να δουλέψουν και να πληρωθούν ανάλογα του πόσο κόπιασαν στη μαθητική τους ζωή. Αν κάποιος μπορούσε να τους εγγυηθεί ότι θα έχουν καλύτερη επαγγελματική πορεία απο τους κακούς μαθητές.

Ας χτίσει πρώτα η Ελλάδα μία δίκαιη εκπαίδευση και έναν ρεαλιστικό επαγγελματικό στίβο και ύστερα ας μαλώσουμε για το αν έχει τόση σημασία ποιος θα σηκώσει τη σημαία στο Δημοτικό. 

(Μικρές και) Μεγάλες προσδοκίες

Μίλησα πρόσφατα, στα πλαίσια της δουλειάς, με κάποιους μαθητές, ή μάλλον τέως μαθητές, απόφοιτους Λυκείου, μια ανάσα -κυριολεκτικά- πριν το Πανεπιστήμιο.

Ο τρόπος τους κάτι ανάμεσα σε ευγένεια, σε συστολή, σε αθωότητα (ή έτσι τουλάχιστον φάνηκαν σε εμένα!), με έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό που ξεχείλιζε από παντού, σχεδόν ασυγκράτητο, εν όψει των σπουδών, εν όψει της νέας ζωής, της ελευθερίας, της περιόδου των άπειρων επιλογών, των επερχόμενων επιτυχιών, των αμέτρητων πιθανοτήτων-δυνατοτήτων. Θεέ μου τι εποχή! Είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι δεκαοχτώ!

Το αίσθημα βέβαια αυτό, της απόλυτης ελευθερίας, που είναι ανακατεμένο λίγο και με την ενηλικίωση, λίγο και με την ανωριμότητα και την άγνοια, λίγο με το θώπευμα των γονιών, δεν κρατάει και πολύ. Δε χρειάζονται παρά μερικά χρόνια για να δεις πως οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες δεν είναι απεριόριστες, οι συνθήκες δεν είναι πάντα ευνοϊκές, η ζωή δεν είναι πάντα καλή μαζί σου ούτε έχει μέλημα να σου κάνει τα χατίρια και αργά ή γρήγορα βολεύεσαι κι εσύ σε καμιά θέση, ξεχνάς τα μεγάλα πλάνα, εγκαθίστασαι σε ένα τριάρι.

Ήμουν έτοιμη να τα πω τα παιδιά πως η ζωή δεν είναι έτσι όπως ονειρεύονται, πως είναι και πιο σκληρή και λιγότερο ανέμελη και πως ο δρόμος για να κάνουν όσοι ονειρεύονται είναι πολύ πιο μακρύς από όσο νομίζουν. Η ζωή, σε σχέση με αυτό που φανταζόμαστε, πολλές φορές μας απογοητεύει.

Ή μήπως τελικά, εμείς απογοητεύουμε τη ζωή;

Γιατί, στο κάτω-κάτω, τι είναι η απογοήτευση; Μήπως δεν είναι, πολύ απλά, η διάψευση των προσδοκιών μας; Μας απογοήτευσε η ζωή ή μήπως προσδοκούσαμε πολλά από αυτή; Μήπως απογοητεύσαμε εμείς τη ζωή που κάναμε τόσα λίγα;

Εμείς οι αλλοτινοί δεκαοχτάρηδες των early 00s νομίζαμε πως θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Και γιατί να μην το νομίζουμε εξάλλου, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο και οι γονείς μας μάς είχανε πείσει για το πόσο ικανοί και χαρισματικοί είμαστε. Βέβαια, με ποιον τρόπο θα κατακτούσαμε τον κόσμο, αυτό ούτε το ξέραμε ούτε το είχαμε σκεφτεί. Και τελικά, με την κρίση που έσκασε σαν τσιχλόφουσκα στα μούτρα μας, δεν πήγαμε και πολύ μακριά.

Και από την άλλη, βλέπω τον τελευταίο καιρό να επιτυγχάνουν απίστευτα άνθρωποι που πριν δέκα χρόνια δε σου γέμιζαν το μάτι, δεν είχαν τότε ούτε τα πολλά λεφτά ούτε τις μεγάλες προσδοκίες. Που οι γονείς τους δεν είχαν τη δυνατότητα να τους σπουδάσουν, που δούλευαν από μικροί, που δεν ήξεραν τι θα τους ξημερώσει. Χωρίς προσδοκίες, χωρίς μεγαλεπήβολα σχέδια και μεγάλα λόγια, αλλά με ένα βήμα τη φορά, έφτασαν τελικά μακριά. Και αυτούς κάθε άλλο παρά τους απογοήτευσε η ζωή.

Είναι τόσο εύκολο και τόσο δελεαστικό να τα ρίξουμε όλα στη ζωή. Να πούμε πως αυτή φταίει επειδή είναι σκληρή. Επειδή είναι απρόβλεπτη. Επειδή δε μας ρωτάει, επειδή μας βάζει εμπόδια. Επειδή δε μας αφήνει να τα έχουμε όλα δικά μας.

Οπότε, τι θα έλεγα τελικά στους δεκαοχτάρηδες; Ότι η ζωή, όχι, όντως δεν είναι όπως την περιμένουμε. Είναι πολύ χειρότερη και πολύ καλύτερη συγχρόνως. Ότι τα λάθη μας είναι ατελείωτα, αλλά είναι και ωραία. Ότι χωρίς τα λάθη μας θα παραμέναμε για πάντα ανώριμοι και αφελείς. Ότι μπορούμε κάθε στιγμή να ξαναρχίσουμε, ότι ποτέ δεν είναι αργά κυριολεκτικά. Ότι πρέπει η θέληση μας να είναι μεγαλύτερη από όλα τα εμπόδια. Ότι αν δεν πετύχουμε δε θα φταίει κανείς παρά μόνο εμείς. Ότι το κακό timing και οι ατυχίες και ο τρικλοποδιές είναι συνήθως φτηνές δικαιολογίες. Ότι η ζωή έχει άπειρες στροφές και άπειρες διασταυρώσεις και αμέτρητους δρόμους και δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Αυτό το τελευταίο ειδικά, αυτό είναι το πιο ωραίο.

45ο τεύχος του Ser-Free, Ιούλιος 2017

Γιατί τόσος πανικός με τον καύσωνα;

Εντάξει λοιπόν, έχει ζέστη. Καιρό είχαμε να νιώσουμε τέτοιες θερμοκρασίες, η ζωή μας γίνεται δυσκολότερη, δεν έχουμε και πολλά λεφτά για τη ΔΕΗ.

Το θέμα του καύσωνα έπληξε πρώτα τις γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 60something, που ο καιρός και ειδικά τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι το αγαπημένο τους θέμα και η αγαπημένη τους πηγή άγχους.

Μετά φυσικά το θέμα έπληξε τα social media, με αστεία στην αρχή, με γκρίνιες και σχετικές ειδήσεις στη συνέχεια. Όλη μέρα όλοι παραπονιούνται για τη ζέστη, όπως πριν καναδυό βδομάδες παραπονιούνταν για τη βροχή. Και όλα τα ειδησεογραφικά (τρόπος του λέγειν) site -μη χάσουν- ανεβάζουν σχετικές αναρτήσεις, για το τι θερμοκρασίες έρχονται, για το πόση ζέστη έχει σε άλλες χώρες, για τους καύσωνες που έπληξαν την Ελλάδα τα περασμένα χρόνια.

Είναι αλήθεια τόσο τρομερό και τόσο αξιοπερίεργο το γεγονός ότι Ιούλιο μήνα, στην καρδιά του καλοκαιριού, έχει ζέστη, έστω και λίγη παραπάνω, ώστε όλοι μας, όλη μέρα, να ασχολούμαστε με αυτό;

Έχει μια εμμονή ο Έλληνας με τον καιρό. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλες χώρες αυτό, πάντως εδώ συμβαίνει σίγουρα και χωρίς προφανή λόγο. Πού και να ήμασταν καμιά χώρα του Ισημερινού ή του Βόρειου Πόλου ή να είχαμε τίποτα μουσώνες και τυφώνες. Μια κλασική μεσογειακή χώρα είμαστε με αρκετά προβλέψιμο καιρό και πολύ νορμάλ καιρικές συνθήκες.

Μήπως μας έφαγε αυτό; Καλομάθαμε στην ομαλότητα και αν ξεφύγει κάτι μας κακοφαίνεται; Μήπως πάλι θέλουμε να γίνουμε πιο εξωστρεφείς και να επικοινωνήσουμε με κόσμο και ο καιρός είναι, ως γνωστό, το καλύτερο θέμα για να πιάσουμε κουβέντα;

Μήπως είναι και το άλλο; Με όλα αυτά τα γεγονότα των τελευταίων ετών, έχουμε χάσει κάθε αίσθηση σταθερότητας, κάθε αίσθηση ασφάλειας. Μπροστά στο φόβο του αβέβαιου, του αγνώστου, ο αναμενόμενος καιρός είναι μία σταθερά, μια ευνοϊκή συνθήκη για να μπορούμε να πιαστούμε από κάπου. Όταν χαλάει κι αυτός και αποκλίνει από τα συνηθισμένα, η ανασφάλεια μας γιγαντώνονται.

Ίσως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί για την εμμονή μας αυτή άλλη ερμηνεία δε φαίνεται να υπάρχει.

Οι "αποτυχημένοι" του εκπαιδευτικού συστήματος

Μέρες που είναι αρχίζω πάλι να σκέφτομαι τις πανελλήνιες, τα παιδιά που γράφουν, την επαύριο των εξετάσεων, το εκπαιδευτικό σύστημα. Σκέφτομαι πόσο σημαντικές φάνταζαν τότε οι πανελλήνιες, όταν δίναμε εμείς, και πόσο μάταιες φαίνονται σήμερα που πατήσαμε τα -άντα.

Τα τελευταία χρόνια -και ολοένα και περισσότερο κάθε χρόνο, και λόγω της κρίσης- μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτιέμαι: είναι οι "αποτυχημένοι" των εξετάσεων οι σημερινοί επιτυχημένοι του εργασιακού στίβου;

Ο Π. για παράδειγμα. Κάκιστος μαθητής, με το ζόρι περνούσε τις τάξεις. Στις πανελλήνιες πλήρης αποτυχία, αργότερα πήγε σε δύο ΙΕΚ. Χάρη στην όρεξη του και στις επιχειρηματικές του ικανότητες έκανε μερικές κινήσεις ματ και έχει καταξιωθεί σε ένα χώρο που η κρίση δεν έχει μέχρι στιγμής αγγίξει. Ο Ε. Το μυαλό του συνέχεια στις κοπάνες και στις πλάκες. Βγάζει τεχνική σχολή, δουλεύει ασταμάτητα, μαζεύει μόρια, μπαίνει στο δημόσιο -με το σπαθί του εκατό τοις εκατό. Ο Α., μαθητής κάτω του μετρίου, έβγαλε ένα ΙΕΚ με το ζόρι, με το αντικείμενο του οποίου δεν ξανασχολήθηκε. Τα τελευταία χρόνια πηγαίνει σε όποιο μέρος της Ελλάδας βρίσκει δουλειά, όσο παράλληλα προσπαθεί να καταρτιστεί πάνω στο χόμπι του για να το κάνει κάποια στιγμή επάγγελμα.

Κι από την άλλη, έχουμε την Π. και τη Δ. Απόφοιτες ΑΕΙ και οι δύο, σχολές φαινομενικά με προοπτικές, δουλεύουν ως γραμματείς, χωρίς πιθανότητες εξέλιξης. Η Α. αριστούχα μαθήτρια, καλή φοιτήτρια, που παράτησε ωστόσο τη σχολή και ούτε πτυχίο παίρνει ούτε δουλειά βρίσκει. Η Β. απόφοιτος πολύ καλής -υποτίθεται- σχολής ΑΕΙ, εργάζεται σε μαγαζί με ρούχα.

Αν λοιπόν η επιτυχία στις εξετάσεις δε σημαίνει επιτυχημένη επαγγελματική πορεία και αν οι "αποτυχημένοι" του σχολείου είναι οι επιτυχημένοι του επαγγελματικού στίβου, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αποτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα;

Για πολλούς λόγους θα μπορούσα να πω ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι αποτυχημένο, αλλά με το παραπάνω τουλάχιστον κριτήριο είναι αποτυχημένο για αυτό: γιατί είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να ευνοεί μία πολύ συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων.

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι άριστο για ανθρώπους με καλή μνήμη. Για ανθρώπους πειθαρχημένους και μεθοδικούς. Για αυτούς που αντέχουν στην πίεση και δε χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους. Τι συμβαίνει όμως με όλους τους υπόλοιπους;

Κοντολογίς, αν τα μαθήματα διδάσκονταν βιωματικά, αν η μάθηση γινόταν μέσα από εργασίες, μέσα από παιχνίδια, αν η διδασκαλία δεν ήταν τόσο στείρα και αν τα μαθήματα ήταν πιο εμπλουτισμένα και πιο κοντά στις πραγματικές ανάγκες της ζωής και της κοινωνίας, τότε θα καλυπτόταν η γκάμα όλων των μαθητών -και θα ήταν όλοι επιτυχημένοι.

Έπειτα είναι και το άλλο: σκεπτόμενη όλους αυτούς τους "αποτυχημένους" τότε - επιτυχημένους σήμερα, βλέπω σήμερα πόσο γελοίος ήταν ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς μαθητές και πόσο αυτό μπορούσε να επιδράσει τότε στην ψυχολογία μας. Το σχολείο θα έπρεπε να έχει ένα μέλημα: να βγάλει στην κοινωνία μορφωμένους ανθρώπους και όχι μαθητές με καλούς βαθμούς στις εξετάσεις -ούτως ή άλλως, όπως αποδεικνύεται, οι καλοί βαθμοί στις εξετάσεις δε σημαίνουν απολύτως τίποτα για την μετέπειτα επαγγελματική μας εξέλιξη. Τελικά όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, φαίνεται να έχει χάσει το στοίχημα.

Μα σε τι χρειάζονται οι ποιητές;

Σε τίποτα. Και σε όλα. Και οι δύο απαντήσεις και σωστές και αποδεκτές και δικαιολογημένες.

Αν το καλοσκεφτείς, ο ποιητής δε χρειάζεται απολύτως πουθενά. Σε καιρούς ευημερίας και ευτυχίας (βλ 90s) είσαι πολύ απασχολημένος -και μεθυσμένος- από τη φρενήρη κατανάλωση, από την ανεμελιά της οικονομικής ασφάλειας, από αυτήν τη γλυκιά χαρά του να χτίζεις τη ζωή σου με όσα αντικείμενα θες. Πού καιρός για ενδοσκοπήσεις και υπαρξιακά ερωτήματα και διάφορους μη αναγκαίους προβληματισμούς.

Στην εποχή της κρίσης και της αγωνίας (βλ τώρα), ακόμα χειρότερα. Η ζωή σου έχει γυρίσει τούμπα, δεν ξέρεις από πού να πρωτοκόψεις τα έξοδα, σιχτιρίζεις τη μοίρα σου που κατήντησες έτσι, κοιτάς να ξεκλέψεις κανένα ευρώ για καμιά εκδρομή ή για καμιά καλή αγορά, ποιος ενδιαφέρεται για στίχους και αναλύσεις; Φαντάζει γελοία πολυτέλεια.

Ναι, έτσι όπως χτίσαμε τις ζωές μας, η ποίηση δε χρειάζεται πουθενά. Και οι ποιητές δεν είναι παρά κάτι γραφικοί τύποι που σκαλίζουν ασυναρτησίες στο χαρτί και κανείς δεν ξέρει τι θέλουν να μας πουν και γιατί.

Με αυτή τη λογική βέβαια, ότι η ποίηση είναι μια άχρηστη πολυτέλεια, δεν είναι παράξενο που η ποίηση υπήρχε από πάντα και συνεχίζει να υπάρχει; Ποιητικά είναι τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που γράφτηκαν -το πεζό ήρθε μετά. Και ποίηση εξακολουθεί να υπάρχει, παρά την κυνικότητα, παρά την κρίση, παρά την πτώση στην αγορά του βιβλίου, ποιητική παραγωγή (καλή, κακή, δεν έχει σημασία, αυτό είναι ένα άλλο θέμα) συνεχίζει να υπάρχει.

Και οι ποιητές, οι αναγνωρισμένοι, (γιατί, είπαμε, υπάρχουν και οι …γραφικοί τύποι, σωστά;), δεν περιβάλλονται με έναν μύθο, με μια αίγλη; Ελύτης λες και Ρίτσος και Καβάφης και ένα σωρό άλλους και γεμίζεις με δέος. Ή ακούς έναν στίχο τους τυχαία και σε αγγίζει ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου.

Μην πούμε πάλι τα γνωστά, ότι με την κρίση πρέπει να κοιτάξουμε εντός μας, γιατί η κρίση που διανύουμε είναι κυρίως υπαρξιακή και όχι οικονομική και πρέπει να στραφούμε προς τις τέχνες, γιατί αυτές είναι το μόνο μας καταφύγιο και μόνο αυτές θα μας σώσουν, μπλα μπλα μπλα.

Ας πούμε κάτι άλλο. Ότι η ποίηση -όπως και όλες οι τέχνες δηλαδή- είναι ομορφιά. Η ποίηση είναι η άλλη θεώρηση, η άλλη ερμηνεία, η άλλη όψη του κόσμου. Ο ποιητής, από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του μέχρι και τη στιγμή που πεθαίνει, είναι σαν να φοράει ένα ζευγάρι γυαλιά και να βλέπει όλα όσα τον περιβάλλουν μέσω αυτών. Προσπαθεί συνεχώς και με αγωνία να ερμηνεύσει και να αποκωδικοποιήσει όσα συμβαίνουν. Άλλα τα βλέπει πιο μαύρα, άλλα πιο χαρούμενα, σίγουρα πάντως τα βλέπει όλα διαφορετικά. Και αυτό το διαφορετικό, αυτή τη νέα αλήθεια, τη νέα εικόνα, το νέο βίωμα, το γράφει για να το βιώσουν και όλοι οι αναγνώστες.

Ναι οκ, η ποίηση είναι πολυτέλεια. Με την ίδια ακριβώς λογική που είναι πολυτέλεια το να ακούσουμε μια ωραία μουσική, να χορέψουμε, να γελάσουμε, να δούμε μια καλή ταινία. Να κάνουμε μια ωραία συζήτηση, έναν περίπατο, να θαυμάσουμε μια όμορφη φωτογραφία.

Προσπαθούμε να κάνουμε όμορφες τις ζωές μας, αλλά πολλές φορές με λάθος τρόπο: αγοράζοντας ωραία ρούχα, αποκτώντας ωραία σπίτια, πηγαίνοντας διακοπές σε ωραίους προορισμούς. Κι αυτά τα θέλουμε και τα χρειαζόμαστε, οκ. Αλλά με αυτόν τον τρόπο σαν να αποστειρώσαμε τις ζωές μας, σαν να τις στεγνώσαμε, μαζέψαμε τόσο πράγματα γύρω μας και μπουκώσαμε.

Ξεχάσαμε κυριολεκτικά να αφήσουμε λίγο πιο ελεύθερη την ψυχή μας και να αναζητήσουμε την ομορφιά γύρω μας, σε άλλα πράγματα, σε αυτήν την άλλη όψη του κόσμου, την εναλλακτική. Και σε αυτό το κομμάτι, ναι, η ποίηση ίσως και να μπορούσε να μας βοηθήσει.

 

Περιοδικό Ser-Free, τ.44, Απρίλιος 2017