Η Αντωνία Θεοχαρίδου για το "Τεθλασμένοι χρόνοι", από την παρουσίαση στις Σέρρες

Ξεκινώντας θα σας παρουσιάσω την ποιήτρια μέσα από στοιχεία που επιλέγει η ίδια για να αυτοπροσδιοριστεί. Η Χρυσάνθη Ιακώβου αποφάσισε να γίνει συγγραφέας με το που έπιασε το μολύβι στα χέρια της. Θεωρεί ότι σχεδόν τα κατάφερε, επειδή το 2013 εξέδωσε την ποιητική της  συλλογή «Αχ-έρων» (εκδόσεις Βακχικόν). Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία, εργάζεται ως συντάκτρια, γράφει και γενικά παλεύει με τις λέξεις. Βρίσκεται σε μόνιμη πνευματική και υπαρξιακή ανησυχία. Οι μεγαλύτερες αγάπες της μετά το γράψιμο είναι ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η φωτογραφία.

 

Η ίδια η ποιήτρια σε συνέντευξη για τη σχέση της με τη λογοτεχνία λέει επίσης: "Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να σταματήσει κάποια στιγμή να γράφει ποίηση. Οι στιγμές της συγγραφής ενός ποιήματος έχουν τόση ζωτική σημασία όση, θα έλεγα, και η αναπνοή".

Έτσι μας δίνει το στίγμα της η Χρυσάνθη Ιακώβου, με μετρημένες λέξεις, φειδωλά, δημιουργώντας ένα κλίμα μυστηρίου γύρω από το πρόσωπό της. Όμως, η Σύλια και εγώ, είμαστε εδώ για να κάνουμε κάποιες αποκαλύψεις τόσο για την ίδια την ποιήτρια όσο και για το έργο της.

 

Τη Χρυσάνθη είχα την τύχη και τη χαρά να την γνωρίσω πριν από δέκα χρόνια περίπου, τότε που βρεθήκαμε να παρακολουθούμε μαζί το εργαστήρι θεατρικής γραφής του Παναγιώτη Μέντη στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών. Νεαρή φιλόλογος, ξεχώριζε για την ευγένεια, τη θετική ενέργεια που εξέπεμπε και τη δυναμικότητα του λόγου της. Μας ένωσε η κοινή μας αγάπη για τη συγγραφή και πολλές φορές μετά τα μαθήματα ανεβαίναμε παρέα μέχρι την Πλατεία Ελευθερίας και στους έρημους νυχτερινούς δρόμους της πόλης και μιλούσαμε –για τι άλλο;- για λογοτεχνία και θέατρο. Εκεί κάπου χώριζαν οι δρόμοι μας , όπως χώρισαν και τυπικά μετά το τέλος του σεμιναρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάψαμε να επικοινωνούμε κάπου –κάπου και να παρακολουθούμε με ενδιαφέρον η μία τις δουλειές της άλλης. Λίγα χρόνια αργότερα, συναντηθήκαμε και πάλι σ' ένα άλλο εργαστήρι συγγραφής, που αυτή τη φορά εγώ ήμουν η εμψυχώτρια και η Χρύσα η μαθήτρια. Μια μαθήτρια που ξεχώριζε για την άνεσή της στη γραφή, την πρωτοτυπία των θεμάτων της, τη μαχητικότητα των θέσεών της και τη βαθιά συναισθηματική προσέγγιση των ηρώων της. Ο χειμαρρώδης λόγος της και η θεατρικότητα στην ανάγνωση μας γοήτευε. Δεκτική στα σχόλια τα δικά μου και της ομάδας πάνω στα κείμενά της, προσπαθούσε πάντα για το καλύτερο γράφοντας και σβήνοντας για να ξαναγράψει έως ότου επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα. Το διήγημά της «Η γάτα»,  που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Αποτυπώματα γραφής» με ηρωίδα μια ιδιαίτερη γάτα, ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία του θέματος και την άρτια γλώσσα.

 

Όμως από ό,τι φαίνεται τη Χρυσάνθη την κέρδισε η ποίηση. Για τη σχέση της με την ποίηση, η ίδια η ποιήτρια μας δίνει την απάντηση της με στίχους: "Σ' ένα δωμάτιο με κλειδωμένες πόρτες / (η ποίηση) είναι η μόνη πόρτα ξεκλείδωτη˙ / είναι μια γέφυρα, / μια πύλη, / μια αχτίδα φωτός, / περπατάς πάνω της, / σχοινοβάτης, / για να φτάσεις στον ήλιο".

 

Ο Γιάννης Ρίτσος λέει ότι «πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια».  Η ποίηση για τους περισσότερους από εμάς είναι μια πόρτα κλειστή της οποίας αναζητούμε το κλειδί ξέροντας εκ των προτέρων ότι ο καθένας πρέπει να βρει το δικό του προσωπικό κλειδί, γιατί η πόρτα της ποίησης έχει τόσα κλειδιά όσους και αναγνώστες.

 

Η κ. Ζέττα και εγώ δεν είμαστε σήμερα εδώ για να σας δώσουμε τα κλειδιά της ποιητικής της Χρύσας Ιακώβου. Είμαστε εδώ για να  μοιραστούμε μαζί σας την προσωπική μας  εμπειρία από την περιπλάνηση στον μαγευτικό κόσμο της ποίησης όπου δεν υπάρχει μια και μοναδική ερμηνεία. Διότι  η ποίηση είναι πολυσήμαντη. Οποιαδήποτε απόπειρα μονόπλευρης προσέγγισής της είναι μια παγίδα η οποία μπορεί να αφήσει εκτεθειμένο αυτόν που θα επιχειρήσει να το κάνει. Ο Άλαν Πόε λέει: «Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε».

Ναι, η ποίηση είναι σκέψεις που καίνε, που δεν ησυχάζουν, που επανέρχονται απαιτητικές, κάνοντας πάλι και πάλι αναλύσεις, αξιολογήσεις, ανακατατάξεις, διεκδικώντας χώρο για να εκφραστούν, να αποκαλυφτούν. Το ερώτημα είναι ποιος αποκαλύπτεται τελικά μέσα από τους στίχους; Ο ποιητής ή ο αναγνώστης; Γιατί ο μεν πρώτος το κάνει συνειδητά και ίσως επί σκοπώ. Ο δεύτερος  όμως, συχνά ανυποψίαστος, βρίσκεται ξαφνικά σε μια νέα κατάσταση ακούσιας συνειδητοποίησης  όπου βιώματα, συναισθήματα, φόβοι, αγωνίες, ενοχές, αναμνήσεις  ανακαλούνται συνειρμικά από το υποσυνείδητο διαταράσσοντας την φαινομενικά γαλήνια επιφάνεια των πραγμάτων. Η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, μιλά με διαφορετικό τρόπο στον καθένα μας, και ο κάθε ένας από εμάς στη συνέχεια ανταποκρίνεται με διαφορετικό τρόπο στο κάλεσμά της.

 

Τι αναζητάμε αλήθεια εμείς οι αναγνώστες της ποίησης;  Μήπως τον ίδιο μας τον εαυτό; Μήπως  συνοδοιπόρους στο ταξίδι που δεν κάναμε από φόβο, δειλία ή αδιαφορία; Μήπως ένα άλλοθι, μια δικαιολογία για τις λάθος επιλογές μας; Μήπως έναν ουρανό για να ονειρευτούμε; 

 

Η Κική Δημουλά λέει: «Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, γιατί βρίσκουν κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».

 

Ο ποιητής γράφει για να κατανοήσει πρωτίστως τον εαυτό του, το ρόλο του στη ζωή, την ίδια τη ζωή, τα πράγματα, τον κόσμο που τον περιβάλλει. Οι λέξεις, που με μεγάλη προσοχή και έγνοια επιλέγονται και στη συνέχεια αποτυπώνονται πάνω στο χαρτί, είναι η κραυγή του, το σημείο επαφής και επικοινωνίας του με τον εσωτερικό του κόσμο από τη μια, και τον εξωτερικό από την άλλη. Τι προσδοκά να πετύχει ο ποιητής με την ποίησή του; Μια αλλαγή; Μια επανάσταση; Προσδοκά να βρει διαύλους επικοινωνίας με το κοινό ή με τον ίδιο του τον εαυτό;  Θα έλεγα ότι ο ποιητής γράφει,  γιατί αν δεν γράψει, θα τον πνίξουν οι λέξεις.

 

Και η Χρυσάνθη γράφει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. «Οι Τεθλασμένοι χρόνοι» γεννιούνται σε μια εποχή που τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση, που η πορεία της ζωής του ατόμου είναι κάθε άλλο παρά μια ευθεία γραμμή. Που το μαύρο που επικάθεται στην ψυχή είναι είτε θλίψη, είτε απόγνωση, είτε παραίτηση.

 

Μαύρο φόντο και για το  εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Τεθλασμένοι χρόνοι», όπου κυριαρχεί ένας ραγισμένος καθρέφτης. Το βλέμμα του αναγνώστη παγιδεύεται από  το έντονο κίτρινο ενός ήλιου που δύει μέσα σε μια πορτοκαλί θάλασσα. Μουντό περιβάλλον, αδιαπέραστο, χωρίς ίχνος ζωής. Το άτομο, το Εγώ, υπάρχει άραγε κάπου μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη; Είναι ένα παραμορφωμένο είδωλο που παλινδρομεί ανάμεσα στο πριν και το τώρα; Είναι ένα είδωλο που αναγνωρίζει τον εαυτό του ανάμεσα στις τεθλασμένες γραμμές της ανθρώπινης μοίρας και επαναπαύεται; Ή είναι ένα Εγώ που ανησυχεί και υποφέρει για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι δεν συμβαίνει;

 

Στα ποιήματα διακρίνουμε μια απολογητική τάση, χαρακτηριστικό στοιχείο της ωριμότητας. Η ποιήτρια αγαπάει την  ιδέα του απολογισμού, ενός απολογισμού δημιουργικού που σκοπό έχει να μετουσιώσει σε λέξεις την εμπειρία και τους προβληματισμούς που επανέρχονται βασανιστικά. Η ίδια λέει: «Κουβαλάμε το βάρος των πράξεών μας και των αποφάσεων μας. Αυτό που θέλω να περάσω με την συλλογή μου είναι το πόσο ευθυνόμαστε για τις επιλογές μας και κατά πόσο πρέπει να ζούμε με το βάρος των πράξεων και των αποφάσεών μας». Αυτό είναι κάτι που την απασχολεί έντονα και, θα τολμούσα να πω, κάτι που την πνίγει, της δημιουργεί ασφυξία, σε βαθμό που όταν την ακούσεις να μιλάει γι’ αυτά που την ενοχλούν και την ανησυχούν, νομίζεις  ότι είναι έτοιμη να αναποδογυρίσει τον κόσμο όλο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

 

Δεν είναι εύκολο να γράψεις ποίηση. Ο Paulo Coelho λέει: «Αν νομίζετε ότι η περιπέτεια είναι επικίνδυνη, δοκιμάστε τη ρουτίνα, είναι θανάσιμη». Η Χρυσάνθη Ιακώβου, λοιπόν φαίνεται ότι προτιμάει την περιπέτεια από τη ρουτίνα και γι’ αυτό το λόγο τολμά να βουτήξει βαθιά στα άγνωστα, πλάνα νερά της ποιητικής τέχνης και να ξεκινήσει «για το κυνήγι για τα ανέφικτα», το κυνήγι για τα άπιαστα όνειρα.

 

Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, αλλού ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία γι’ αυτά που έφυγαν και χάθηκαν μέσα στο χρόνο κι αλλού πάλι ένα σφίξιμο στο στομάχι αναλογιζόμενη τη δικιά μου ευθύνη ως πολίτης για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Υπήρξαν πάλι φορές που με πλημμύρισε μια μελαγχολία διαβάζοντας για κάλπικους και εφήμερους έρωτες, για λάθος επιλογές, για μοναχικούς διαβάτες, για σφραγισμένες πόρτες και αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν ένα δημιουργικό και ζωντανό νεαρό κορίτσι να επιλέγει να γράψει στίχους τόσο μελαγχολικούς. Γρήγορα κατάλαβα ότι έπεσα στην παγίδα της απλοϊκής σκέψης λόγω της προηγούμενης γνωριμίας μου με την Χρυσάνθη και,  αλλάζοντας οπτική, την είδα με την ιδιότητα  της ποιήτριας. Και τότε κατάλαβα. Η Χρυσάνθη Ιακώβου ανήκει στην ξεχωριστή κατηγορία των ευαίσθητων ατόμων που βασανίζονται από πολλά Γιατί  για όσα  συμβαίνουν μέσα τους ή γύρω τους. Είναι ένα ταλαντούχο άτομο, που αγαπάει τον πειραματισμό, δε φοβάται την έκθεση και δε διστάζει να μας κάνει κοινωνούς των προβληματισμών και των ανησυχιών της. Έχει το ταλέντο να δέχεται ερεθίσματα από το περιβάλλον, να τα αφομοιώνει, και να τα μετουσιώνει  σε λέξεις, σε ποιητικό λόγο με πολλές ερμηνείες και αναγνώσεις.

 

Στα 37 ποιήματα που αποτελούν την ποιητική συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι» αυτό που εκτίμησα προσωπικά είναι η αναμφισβήτητη σαφήνεια του λόγου και της σκέψης της ποιήτριας. Η συλλογή  χωρίζεται σε τρεις θεματικές ενότητες: τα υπαρξιακά ποιήματα, τα ερωτικά, τα κοινωνικά και στο τέλος, αντί επιλόγου παρατίθεται το ποίημα «Απολήξεις».

 

Στη δεύτερη κατηγορία ποιημάτων κυριαρχεί ο έρωτας.

 

O έρωτας κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου. Εκφράζεται σαν ένα συναίσθημα άλλοτε ρομαντικό και  τρυφερό, κι άλλοτε σαν μια κόλαση, μια τρικυμία που πνίγει τους εραστές στα κύματά της ή τους κρατά αιχμάλωτους στο βυθό των αισθήσεων.

 

Η φύση, με μία ρομαντική διάθεση, λειτουργεί ως βασική έμπνευση για την ποιήτρια.  Ο ήλιος, η σελήνη και τ’ αστέρια στο «Εναλλάξ», η βροχή, οι νεροποντές, οι τρικυμίες και το ουράνιο τόξο στην «Κάθαρση»  δημιουργούν οπτικές και ακουστικές εικόνες παρασύροντας τον αναγνώστη στο ερωτικό ταξίδι του Εγώ και του Εσύ, όπου τον κύριο λόγο έχει σχεδόν πάντα το Εγώ. Το Εσύ είναι ένας ακαθόριστος "Άλλος" που άλλες φορές είναι το αντικείμενο του έρωτα, άλλες φορές η αιτία της απογοήτευσης και άλλοτε ένας βουβός συνομιλητής. Θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε ότι το Εσύ είναι το alter ego του Εγώ που αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό, αναθεωρεί τις απόψεις του, μετανοεί, βάζει όρους και όρια, αλλά πάντα στο τέλος υποτάσσεται στη μοίρα του έρωτα.

 

Το πρώτο ποίημα της ενότητας, με τίτλο «Έρως, Θέρος», είναι ένα ρομαντικό, τρυφερό  κείμενο όπου ο έρωτας, παράφορος σαν την αποπνικτική καλοκαιρινή ζέστη και εύθραυστος σαν τις  ολάνθιστες αμυγδαλιές, κόβει την ανάσα των εραστών και του αρκεί ένα αυτοκίνητο μ’ ανοιχτά παράθυρα για να ολοκληρωθεί. Όλες οι αισθήσεις ενεργοποιούνται στην ανάμνηση "της μυρωδιάς και της γεύσης των χειλιών του αγαπημένου, των αθάνατων αγγιγμάτων, των ολόφωτων μονοπατιών των ματιών του". Ένας μικρόκοσμος είναι ο κόσμος όλος των ερωτικών συντρόφων στον οποίο δεν υπάρχει χώρος για κανέναν άλλο.  

 

"Μικρόκοσμος"

Ωραίος που ήταν ο μικρόκοσμός μας,

Ντυμένος με σκοτάδια

Και ημίφωτα,

Με άλματα μεγάλα

Και προσδοκίες μικρές,

Πεπερασμένος και ωραίος,

Μια στάση

Μια εξαίρεση

Στο ατέλειωτο

 της αιωνιότητας.

 

Ο έρωτας, παρόλο το πεπερασμένο της φύσης του, είναι η πόρτα που οδηγεί στην αιωνιότητα. Κάποιες φορές όμως, οδηγεί στην κόλαση, μια κόλαση στην οποία το Εγώ εισέρχεται από επιλογή.  Αυτόν τον έρωτα τον  φαύλο, τον καταδικασμένο, τον ισοπεδωτικό, τον αλλοτριωτικό, τον αδιέξοδο το Εγώ είναι αποφασισμένο να τον ζήσει. Καλύτερο το ψέμα από την αλήθεια, καλύτερη η τρικυμία από την ξέρα. Και  τότε προσπαθεί απεγνωσμένα να  παρασύρει και τον αγαπημένο στο ταξίδι προς την κόλαση απευθύνοντάς του ένα αγωνιώδες κάλεσμα.

 

"Κάθαρση"

Έλα, να πνιγούμε στις ζάλες μας

Και στις τρικυμίες μας, έλα,

Να μη διασωθούμε ναυαγοί

Ηττημένοι απ’ τα ουράνια τόξα

Της επόμενης μέρας,

Να μη σωθούμε

Και να μη σώσουμε ποτέ,

Έλα, σου λέω,

Ας μη φτάσουμε να σβήσουμε τ’ αγγίγματα

Με καινούργιες βροχές

Με ψεύτικες αλήθειες.

 

Στο ποίημα «Το εισιτήριο» η ποιήτρια γράφει: «μεθυστικό να αγαπάς ό,τι θα σε σκοτώσει». "Είσαι σίγουρη;" τη ρώτησα. "Είσαι σίγουρη  ότι ο έρωτας σκοτώνει;". "Όχι πάντα", απάντησε με κάποιο δισταγμό και πρόσθεσε: "αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά του".

 

Από το  ποίημα «Εισιτήριο»

«Η ευωδία του κορμιού σου

Ένας χάρτης για τον Άδη μου,

Ένα φιλί απαγορευτικό

Και είμαι ήδη στην κόλαση».

 

Και  από την  «Αφύπνιση»

«Με πότισες

Με όνειρο βαθύ,       

Με υπόταξες

Σε μια αιώνια καταδίκη».

 

Στο ποίημα «Οι εραστές», το Εγώ και το Εσύ ενώνονται και γίνονται Εμείς, ένα Εμεις αντισυμβατικό, που έρχεται αντιμέτωπο με το αυστηρό κοινωνικό πλαίσιο το οποίο δεν ανέχεται «το εκτός πλαισίου».  Για την ποιήτρια δεν υπάρχει ένοχος έρωτας, δεν υπάρχουν ένοχοι εραστές. Το μόνο που υπάρχει είναι ο χρόνος ο δικός τους, ο χρόνος του έρωτά τους που αναπνέει μέσα στο δικό τους μικρόκοσμο.

 

Η ερωτική σχέση είναι ένα ωραίο ταξίδι, πολλά υποσχόμενο, με έντονες συγκινήσεις, και πολλά απρόοπτα που όμως κάποια στιγμή τελειώνει. Η ποιήτρια φαίνεται να είναι έτοιμη γι’ αυτό το τέλος, να το θεωρεί φυσικό, αναμενόμενο.

 

Από το ποίημα «Η διακοπή»

«Και το ταξιδι μας τελειώνει εδώ…

Στις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ

Στους δρόμους που δεν διασχίστηκαν

Και στις υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν,

Μ’ ένα μειδίαμα θλιβερό,

Με τη βεβαιότητα της αμφιβολίας

Όπως τελειώνουν όλα τα ταξίδια».

 

Και μετά το τέλος τι; Μια καινούργια αρχή; Όχι. Στην ποίηση της Χρυσάνθης Ιακώβου δεν υπάρχει επανεκκίνηση, δεν προαναγγέλλεται μια νέα αρχή.  Τα ποιητικά υποκείμενα δε φαίνονται διατεθειμένα να κάνουν μια καινούργια αρχή, ίσως να μην μπορούν, ίσως να μην την επιδιώκουν. Μένουν να ζουν μέσα στην απόλυτη σιωπή, το κενό, με την ανάμνηση μιας παλιάς θλιμμένης ευτυχίας, με την απουσία του αγαπημένου.

 

"Σκιές"

Στο σπίτι αυτό

δε μένει πια κανείς

και τα υπόκωφα βήματα

και οι ψίθυροι

και τα πιάτα που πλένονται αθόρυβα

και τα σεντόνια που στρώνονται τα καθαρά

δεν είναι παρά αναμνήσεις

δεν είναι παρά σκιές

δεν είναι παρά

αντανακλώμενες προβολές

μιας παλιάς θλιμμένης ευτυχίας.

 

Το αστικό τοπίο επανέρχεται κάθε τόσο με την απάνθρωπη και σκοτεινή του διάσταση. Η εικόνα της σύγχρονης πόλης πληγώνει την ποιήτρια με την εμφανή φθορά της, την εγκατάλειψη και την παθητικότητα των κατοίκων της, οδηγώντας την να αναζητά απεγνωσμένα μια αχτίδα αισιοδοξίας μακριά από την εσωστρέφεια, την απομόνωση και τη μελαγχολία.

 

Ένα τελευταίο ποίημα αγαπημένο  της ποιητικής συλλογής «Τεθλασμένοι Χρόνοι» είναι οι «Πόλεις σφραγιστές»

 

Και η πόλη μοναχή

με τα γκρίζα στενά της,

τα φθαρμένα της πλακόστρωτα,

τις σφραγισμένες πόρτες των σπιτιών της,

χαμένη στο ημίφως

που φέγγουν οι λάμπες των δρόμων,

υπάρχει και δεν υπάρχει

στον πελώριο χάρτη του κόσμου,

κι οι κάτοικοί της

υπήρξαμε και δεν υπήρξαμε,

αφουγκραστήκαμε κάποτε

τον αχό της ιστορίας,

ανυψωθήκαμε

ίσα με τις ταράτσες

τις σημαίες

τους λόφους

να φυσήξει και για εμάς

λίγος αέρας.

 

Η ποίηση της Χρυσάνθης Ιακώβου είναι μια ποίηση που ακροβατεί ανάμεσα στη ματαίωση και την αναζήτηση, τον παράδεισο και την κόλαση, το Εγώ και το Εμείς, ψάχνοντας απάντηση για την αδράνεια των νέων ανθρώπων και  την παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τη στασιμότητα  της ίδιας τους της ζωής. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Δεν υπάρχει εξέλιξη. Το άτομο δεν είναι τίποτε άλλο από έναν «Λαθραίο επιβάτη στα στενά της Ιστορίας», έρμαιο στα χέρια των ισχυρών του πλανήτη όπως «τα ζάρια μιας παρτίδας τάβλι» που σ’ έναν κόσμο –λαβύρινθο, «βαδίζει, με την μελαγχολία του μοναχικού διαβάτη  στην πένθιμη πορεία για τον Επιτάφιο ή την Ανάσταση».

 

Η ποιήτρια  συναισθάνεται την απογοήτευση των  ανθρώπων της γενιάς της  που βιώνουν την ματαίωση των προσδοκιών τους και τα συναισθήματα αγανάκτησης που γεννά η κοινωνική και αξιακή κατάρρευση της κοινωνίας μας τροφοδοτούν την πένα της  χαρίζοντάς της ένα πολύτιμο οπλοστάσιο στον προσωπικό αγώνα της κατά της φθοράς. Η μελαγχολική διάθεση των στίχων της μεταστρέφεται  σε μια δυναμική αντίδραση καθώς καλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί τις ευθύνες του και να τολμήσει να πάρει τη θέση που του αξίζει στους τεθλασμένους δρόμους της ζωής.

 

Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι οι «Τεθλασμένοι χρόνοι» είναι μια ατελείωτη διαδρομή από προκλήσεις, αποφάσεις, στροφές, λάθη, ματαιώσεις. Είναι ένα ψυχογράφημα του σύγχρονου ανθρώπου που παλεύει στα κύματα με τον ίδιο του τον εαυτό αγωνιζόμενος να φτάσει κάποια στιγμή στην Ιθάκη του και να κατακτήσει την ωριμότητα.  

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης έγραψε: «Η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα, για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι». Αυτό το άπιαστο αστέρι ευχόμαστε να κερδίσει η Χρύσα Ιακώβου με την ποίησή της.

 

 

* Από την παρουσίαση του βιβλίου "Τεθλασμένοι χρόνοι" στις Σέρρες, στις 17 Ιανουαρίου 2018. Η Αντωνία Θεοχαρίδου, μία εκ των δυο ομιλητριών, είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.