Λυδία Κονιόρδου

Ηθοποιός. Κατά πολλούς, από τις σημαντικότερες της γενιάς της. Το όνομα της έχει ταυτιστεί άρρηκτα με το καλό, το ποιοτικό θέατρο. Είναι δημιουργική, ακούραστη, καταθέτει τη δική της άποψη μέσα από τη θεατρική αρένα. Δηλώνει αισιόδοξη για τη νέα γενιά ηθοποιών. Ακούγοντας την να μιλάει σε διαπερνά η ιερή μανία που νιώθει και η ίδια για την τέχνη του θεάτρου.

Ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, έχετε μια πολύ έντονη θεατρική δραστηριότητα. Τι είναι αυτό που θέλετε να προσφέρετε μέσα από την ενασχόληση σας με το θέατρο;

Το θέατρο είναι ένας τόπος διαλόγου, ένας τόπος όπου οι ιδέες συγκρούονται και δημιουργούν ένα γόνιμο διάλογο που βοηθά τους πολίτες να αποκτήσουν συνείδηση και να καταλάβουν και τη δική τους θέση στον κόσμο. Ιδιαίτερα σε αυτήν την εποχή, που ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, έχουμε ανάγκη το διάλογο και την επικοινωνία και την ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων. Γι’ αυτό, ακόμα και στην εποχή κρίσης που διανύουμε, οι καλές παραστάσεις είναι γεμάτες. Αυτό είναι και το είδος θεάτρου που αφορά σε εμένα προσωπικά, αυτό που ρίχνει φως συνείδησης και προσφέρει ομορφιά και μια βαθύτερη αίσθηση της αρμονίας του κόσμου. Όχι όμως μέσα από ένα διακοσμητικό τρόπο, αλλά μέσα από το φως της συνείδησης.

Πιστεύετε δηλαδή στον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου.

Δεν είναι κάτι που απλώς το πιστεύω εγώ, αυτός είναι ο λόγος που γεννήθηκε το θέατρο. Γεννήθηκε για να προσφέρει έναν τόπο διαλόγου και συνείδησης, για να μετατρέψει έναν όχλο σε συνειδητούς πολίτες. 

Έχετε ασχοληθεί πολύ με την αρχαία τραγωδία, θα έλεγα πως, κατά κάποιον τρόπο, έχετε ταυτιστεί με αυτήν. Για ποιο λόγο θεωρείτε πως συνέβη αυτή η «ταύτιση» με εσάς;

Αυτό που λέτε με τιμά, αλλά εγώ είμαι υπηρέτης του θεάτρου γενικότερα. Και το θέατρο το βλέπω και το αντιμετωπίζω ως ένα και μόνο πράγμα, δεν ξεχωρίζω δηλαδή την τραγωδία από πιο σύγχρονα είδη, από τον Σαίξπηρ, για παράδειγμα, ή τον Μπέκετ ή την επιθεώρηση. Όλα τα είδη του θεάτρου όταν γίνονται καλά, με μεράκι και με ταλέντο, έχουν να προσφέρουν κάτι. Απλώς πολύς κόσμος με γνώρισε από το αρχαίο δράμα, γιατί συμμετείχα στις μεγάλες περιοδείες του Θεσσαλικού Θεάτρου, και αποτελώ μια εξαίρεση που έχω γίνει πιο γνωστή από το θέατρο παρά από την τηλεόραση. Το Θεσσαλικό Θέατρο ταξίδεψε πραγματικά σε όλη την Ελλάδα, δεν συμμετείχε μόνο στις μεγάλες διοργανώσεις, και έτσι έφερε το αρχαίο δράμα σε ένα κοινό που δε θα είχε αλλιώς την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με αυτό. Ίσως γι’ αυτό έγινε κι αυτή η «ταύτιση». Εγώ όμως υπηρετώ όλα τα είδη του θέατρου, με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ. Και κυρίως το μουσικό ποιητικό θέατρο, αυτό με αφορά.

Το ότι το κοινό ως καλλιτέχνη σάς έχει θέσει πολύ ψηλά, σας δημιουργεί ένα αίσθημα χρέους και ευθύνης; Αισθάνεστε ότι ο πήχης είναι πολύ ψηλά;

Επειδή έτυχε να μαθητεύσω δίπλα σε πολύ μεγάλους δασκάλους, ο πήχης από την αρχή μπήκε πάρα πολύ ψηλά. Μακάρι να είχα δέκα ζωές για να μπορούσα να φτάσω τις διδασκαλίες που πήρα από τον Κάρολο Κουν, από τους μαθητές του Ροντήρη, από τον Μινωτή, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Τσιάνο, τον Βασίλιεφ, τον Γουίλσον, τον Χατζάκη... Ο πήχης μού έλαχε να μπει από την αρχή ψηλά, οπότε δεν το σκέφτομαι καν αυτό που λέτε. Απλώς προσπαθώ πάντα να είμαι τίμια και ειλικρινής και αυθεντική σε σχέση με τις δικές μου εσωτερικές φωνές. Και προσπαθώ να αφουγκράζομαι την κοινωνία, ώστε να έχω ένα διάλογο με ό,τι συμβαίνει γύρω μας κάθε στιγμή, ειδικά σε αυτήν την εποχή που όλα όσα συμβαίνουν είναι συγκλονιστικά και ραγδαία. Αλλά αυτό που λέω δεν αποτελεί πρωτοτυπία –όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου προσπαθούμε για αυτό, να πιάνουμε το σφυγμό του κόσμου. Πρόκειται για μια λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στον εσωτερικό εαυτό και τον συλλογικό. Αν βρεθεί αυτός ο κοινός τόπος, είναι επιτυχημένη και η δουλειά.

Πιστεύετε πως το καταφέρνετε αυτό;

Δεν το ξέρω. Είναι ένα συνεχές ζητούμενο. Στο θέατρο δεν μπορεί κανείς να επαναπαυτεί στα κεκτημένα και στις δόξες του, αναζητά συνεχώς αυτήν την ισορροπία και τον κοινό τόπο.

Έχετε μέχρι στιγμής μια αξιοζήλευτη θεατρική πορεία. Υπάρχει ωστόσο κάτι που νιώθετε πως δεν έχετε κάνει ακόμα, ένα είδος απωθημένου;

Το θέατρο είναι μια συλλογική υπόθεση. Δεν έχει να κάνει με την προσωπική φιλοδοξία, αλλά με την ομάδα μέσα στην οποία θα βρεθείς. Ό,τι φιλοδοξίες και να έχω, εξαρτώνται από τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ. Κάθε έργο είναι ένα ταξίδι και στο ταξίδι αυτό, όταν αρματώνεις το καράβι, πρέπει να βρεις και τους καταλλήλους συνοδοιπόρους. Αν δεν μπορείς να τους βρεις, δεν μπορείς να κάνεις και το ταξίδι... Είναι πολλά αυτά που αξίζουν στο θέατρο και που θα ήταν ωραίο να γίνουν, αλλά όλα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους και με τη στιγμή.

Από την πορεία σας ποια στιγμή θα ξεχωρίζατε;

Αναμφίβολα είναι η θητεία μου με τον Κάρολο Κουν, μια εννιάχρονη πορεία που με καθόρισε και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη, που καθόρισε και το πώς βλέπω το θέατρο. Είναι μια παρακαταθήκη που δεν εξαντλείται ποτέ. Φυσικά ήταν και η συνεργασία με τον Τσιάνο και το Θεσσαλικό Θέατρο, μια εμπειρία που μου άνοιξε πτυχές στη σχέση του ανθρώπου με το θέατρο. Και μετά βεβαίως με τον Σωτήρη Χατζάκη στη «Φόνισσα» που ήταν μια μεγάλη στιγμή και για μένα και για όλους όσους βιώσαμε αυτήν την εμπειρία. Και οι συνεργασίες μου με τον Λευτέρη Βογιατζή ήταν μια μαθητεία για μένα στο θέατρο. Και πολύ πρόσφατα η συνεργασία μου τον Βασίλιεφ στη «Μήδεια» και με τον Ρόμπερτ Γουίλσον, που τους θεωρώ και τους δύο πολύ μεγάλους καλλιτέχνες.

Εσείς που γνωρίσατε τους σπουδαιότερους ανθρώπους του θεάτρου, τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά ηθοποιών, μιας και διδάσκετε κιόλας;

Από το 1986 διδάσκω -και υπήρξα κι εγώ μαθήτρια κάποτε- οπότε βλέπω τι καινούργιο φέρνει η κάθε «φουρνιά». Αυτό που θεωρώ πολύ σημαντικό είναι ότι τα παιδιά που έρχονται τώρα στο θέατρο έχουν μεγαλύτερη μόρφωση από ότι είχαμε εμείς τότε και είναι πιο συνειδητοποιημένα. Δεν έρχονται παρασυρμένα από επιπόλαιες σειρήνες, αλλά μέσα από ψάξιμο, από αναζήτηση. Το να τελειώσει ένα παιδί μια σχολή και να τα παρατήσει όλα για να έρθει στο θέατρο παλιά ήταν η εξαίρεση, τώρα είναι σχεδόν ο κανόνας. Παιδιά που έχουν τελειώσει πανεπιστήμια και έχουν πτυχία έρχονται στο θέατρο για να αναζητήσουν έναν τόπο για να εκφράσουν τις βαθύτερες αγωνίες τους. Είναι υψηλότερο το επίπεδο, είναι σκεπτόμενα τα παιδιά, ψάχνονται. Πιστεύω πολύ στη νέα γενιά και ελπίζω σε αυτό που θα φέρουν, επειδή στα χέρια τους είναι οι αλλαγές που συμβαίνουνε. Πρόκειται για ένα σπουδαίο δυναμικό που διαθέτει ο τόπος μας και αυτό μου δημιουργεί μεγάλη αισιοδοξία. Τα παιδιά αυτά, επειδή ανήκουν σε μια γενιά που έχει απαλλαγεί από εμπάθειες και εμμονές και μονοδιάστατες απόψεις του παρελθόντος, έχουν προετοιμαστεί για να συνδράμουν στο καινούργιο δρόμο που ανοίγει.

Για το μέλλον τι ετοιμάζετε;

Για το καλοκαίρι μού έχει ζητήσει το Εθνικό να σκηνοθετήσω και να παίξω «Ιππόλυτο» στην Επίδαυρο και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, αρχίζει να με καταλαμβάνει! Παράλληλα, διδάσκω στα πλαίσια των Δεσμών σε εργαστήρι αρχαίου δράματος. Και κάνω και κάποια ταξίδια στο εξωτερικό όπου διδάσκω αρχαίο δράμα.

Πώς είναι αυτή η εμπειρία;

Πολύ σημαντική. Βλέπω καταρχάς πόσο αναγνωρίζουν τη σχέση που έχουμε με το αρχαίο δράμα -χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι άλλοι πολιτισμοί δεν κάνουν σπουδαία πράγματα στο αρχαίο δράμα, ωστόσο εμείς οι Έλληνες έχουμε μια πιο άμεση σύνδεση, αυτό είναι αυτονόητο. Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με ξένους, αυτό που φέρουμε εμείς μέσα από τη γλώσσα, την παράδοση, τον πολιτισμό, τους ανοίγει κάποια παράθυρα και στο πώς οι ίδιοι προσλαμβάνουν τον εαυτό τους. Και είναι ένα δώρο αυτό που γίνεται με επίκεντρο το αρχαίο δράμα. Γιατί το αρχαίο δράμα θέτει ερωτήματα για να επαναπροσδιορίσεις τον εαυτό σου στο γενικό γίγνεσθαι. Κι εγώ το εισπράττω αυτό. Θεωρώ πραγματικά ότι είναι ένα από τα δώρα που έχει να προσφέρει αυτός ο τόπος και γι’ αυτό υπηρετώ τους Δεσμούς και το Κέντρο Αρχαίου Δράματος και πιστεύω ότι αυτό πρέπει να υποστηριχτεί και θεσμικά από όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις. Και να μη μένουμε μόνο στα λόγια και στις ευχολογίες, αλλά να υπάρξει και θεσμική κατοχύρωση και κυρίως μια σύνδεση των ανθρώπων που ασχολούνται με το δράμα με φορείς και κέντρα του εξωτερικού. Νομίζω πως αν αυτό γίνει οργανωμένα θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια πολιτιστική διπλωματία σε έναν τομέα που εχουμε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουμε.

 

Άνοιξη 2014, Περιοδικό Vakxikon.gr, τεύχος 25 (www.vakxikon.gr)

Βασίλης Ρίσβας

Βασίλης Ρίσβας

"Η τηλεόραση οφείλει να είναι καθρέφτης της κοινωνίας"

Ηθοποιός. Θεατρικός συγγραφέας. Συν-σεναριογράφος τηλεοπτικών σειρών, όπως "Μαύρα Μεσάνυχτα", "10η Εντολή", "50-50", "7 Θανάσιμες Πεθερές", πάντα μαζί με τη σύζυγο του, Δήμητρα Σακαλή. Και προσφάτως και σεναριογράφος δύο ταινιών.

 

Θα μπορούσαμε μήπως να πούμε ότι με την κρίση έγινε ένα ξεκαθάρισμα στην ελληνική τηλεόραση που έκανε εν μέρει και καλό;

Όχι, δε θα το έλεγα. Όταν αναγκάζεσαι να σκέφτεσαι, όχι στα όρια της οικονομίας, αλλά της ανέχειας και προσπαθείς να δημιουργήσεις ένα τηλεοπτικό προϊόν με ψίχουλα, δεν μπορείς να έχεις καλό αποτέλεσμα. Ό,τι κι αν σκεφτεί το μυαλό του δημιουργού, το προϊόν δε θα είναι τόσο φτηνό ώστε να ικανοποιήσει και την παραγωγή και το κανάλι -και θα πρέπει παράλληλα να ζήσουν και άνθρωποι από αυτό… Συνεπώς, όλοι καλούμαστε να κάνουμε εκπτώσεις, αλλά οι εκπτώσεις μόνο καλό δεν κάνουν στο αποτέλεσμα… Καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια, τουλάχιστον όσοι είμαστε ακόμα ενεργοί στα πράγματα, γιατί πολλοί είναι και αυτοί που έχουν πάει στα σπίτια τους…

Δεν έχουν μειωθεί όμως με αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον οι κακές δουλειές;

Καλές και κακές δουλειές είχαμε πάντα. Αυτό δεν έχει να κάνει με την κρίση. Δε γίνεται να κάνουμε μόνο ποιοτικά πράγματα λόγω κρίσης. Απλώς, έχουμε μπει σε άλλον τρόπο σκέψης, αξιολογούμε αλλιώς τα πράγματα και βάζουμε άλλες προτεραιότητες, και στη ζωή μας γενικά και στη δουλειά μας ειδικά. Όσοι είμαστε ακόμα ενεργοί προσπαθούμε τουλάχιστον οι εκπτώσεις που θα κάνουμε να μην επηρεάζουν την αισθητική, η οποία είναι για μένα το άλφα και το ωμέγα. Πέρα από την ιδέα, το concept, τους χαρακτήρες, αν η φτήνια επηρεάσει την αισθητική της σειράς, θεωρώ ότι το πλήγμα θα είναι μεγάλο. Εννοώ και τη σκηνοθεσία και την εικόνα -αν πρέπει σε μια μέρα να βγάλουμε επεισόδιο, δε θα γίνει καλή δουλειά. Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτήν την τάση του να υπάρχει φτήνια σε όλα -δε μιλάω για οικονομία πια, αλλά για φτήνια.

Ποιος ευθύνεται για το τόσο κακό τηλεοπτικό τοπίο της χώρας μας;

Δε θεωρώ τον εαυτό μου άμοιρο ευθυνών για την κατάσταση της τηλεόρασης, αλλά δε θεωρώ και ότι φταίω που μια μεγάλη μερίδα κόσμου έχει φτάσει να κλείνει την τηλεόραση. Προσπαθούμε με τις παρούσες συνθήκες να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Θεωρώ ότι το "Ταμάμ" που βγήκε μέσα στην κρίση είναι μια πολύ καλή σειρά, με υψηλή αισθητική, οικονομία -χωρίς να φαίνεται-, εικόνα σχεδόν κινηματογραφική, καλό ήχο, εξωτερικούς χώρους, καλό καστ… Κρατήσαμε την αισθητική στη σειρά, να μη φωνάζει τουλάχιστον η οικονομία.

Ποιο πιστεύεις ότι μπορεί να είναι το μέλλον της τηλεόρασης; Το διαδίκτυο ίσως, τα web κανάλια;

Δεν ξέρω… Νομίζω ότι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δε θα πάψει να υπάρχει η τηλεόραση από το σπίτι και την καρδιά του Έλληνα. Τα δείγματα δείχνουν ότι υπάρχουν νούμερα στο web tv, αλλά πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα για να αλλάξει η σχέση μας με την τηλεόραση.

Το να κάνεις μια πολύ επιτυχημένη δουλειά προκαλεί φόβο; Φοβάσαι ότι η επιτυχία ίσως δεν επαναληφθεί;

Αυτό δεν είναι φόβος, είναι δημιουργικό άγχος. Είναι καλό, σε βάζει σε μια διαδικασία να το ψάξεις πολύ, να εξετάσεις ιδέες, να απορρίψεις. Εξάλλου, δεν ξεκινάς ποτέ με τη λογική "πάμε να κάνουμε επιτυχία". Όπως και δεν ξεκινάς με τη λογική "ας αποτύχει, δε με νοιάζει". Ξεκινάμε να γράψουμε κάτι που έχει τη δική μας ματιά, τη δική μας αισθητική, με την ελπίδα ότι θα υπάρχουν πολλοί που θα τους αρέσει.

Αισθάνθηκες ποτέ ότι έκανες έκπτωση στην ηθική σου, ότι έγραψες, για παράδειγμα, κάτι που δεν ήθελες, που δε σου ταίριαζε;

Όχι. Και είμαι περήφανος για αυτό.

Είναι εφικτό να το καταφέρει κάποιος αυτό;

Είναι ευχή και κατάρα, το να κατορθώσεις να μείνεις πιστός σε αυτό που πιστεύεις ότι είναι καλό. Και συγκρουστήκαμε και μάχες δώσαμε και δουλειές χάσαμε, πάντα υπάρχει κόστος σε τέτοιες αποφάσεις. Όμως θα πω αυτό που λέγανε και οι παλιότεροι, ότι τα έχω καλά με την ψυχούλα μου. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό για μένα. Σε αυτόν το στίβο που λέγεται τηλεόραση, εγώ με την ψυχή μου τα έχω μια χαρά. Μέχρι τώρα έχω κάνει τα πράγματα που μου άρεσαν, δε θα κάνω κάτι που δε μου αρέσει. Και να πω πάνω σε αυτό ότι από το "Μη με σκας", που κόπηκε στο τρίτο επεισόδιο, αποσυρθήκαμε εμείς, γιατί το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θέλαμε.

Μετανιώνεις για κάτι;

Όχι για αυτά που έκανα, αλλά για αυτά που δεν έκανα. Μετανιώνω που αργήσαμε να μπούμε δυναμικά στο χώρο του σινεμά. Φέτος το τολμάμε με δύο ταινίες: η μία βασίζεται σε βιβλίο, η άλλη σε θεατρικό. Μετανιώνω, επίσης, που δεν ασχολήθηκα νωρίτερα με τη θεατρική γραφή.

Είσαι ικανοποιημένος ωστόσο.

Ναι. Και αισθάνομαι τυχερός. Που εν μέσω κρίσης ανήκω στους ανθρώπους που έχουν ακόμα δουλειά.

Αισθάνεσαι ότι έχεις βάλει ένα λιθαράκι σε αυτό που λέγεται ελληνική τηλεόραση;

Δε νομίζω πως πρόκειται για ένα πεδίο που θα καταθέσει ο καθένας το λιθαράκι του, ότι θα βάλουμε όλοι από κάτι για να προκύψει ένα καλό αποτέλεσμα. Δεν εξαρτάται από εμάς. Εμείς είμαστε στην αρχή, στη βάση, είμαστε το θεμελιάκι -όχι για την τηλεόραση, αλλά για μια σειρά. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να φροντίσεις για το οικοδόμημα της δικής σου σειράς. Δεν πρόκειται για κοινό στίβο. Είναι πολλοί οι επαγγελματίες, πολλοί άνθρωποι με διαφορετικές νοοτροπίες, συμπεριφορές… Άλλος θα κάνει μια φτηνιάρικη δουλειά, άλλος θα ρισκάρει πολλά λεφτά και θα κάνει κάτι μεγαλειώδες, ο καθένας λειτουργεί αλλιώς. Αυτό που λες εσύ είναι πολύ αισιόδοξο, το να βάλουμε από ένα λιθαράκι και να φτιάξουμε την τηλεόραση όλοι μαζί… Το μόνο που μπορώ να πω για τη δική μας δουλειά είναι ότι παλεύουμε να κρατάμε τα πράγματα σε ένα επίπεδο.

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;

Πέρα από τις δύο ταινίες, είχαμε κάνει μια πρόταση στον Αντένα για μαύρη κωμωδία που τους ενδιέφερε πολύ, αλλά έχω υποψίες ότι το κανάλι σκέφτεται να κάνει τρίτο κύκλο "Ταμάμ", που θα είναι η συνέχεια των ηρώων, όπως τους αφήσαμε στο δεύτερο κύκλο.

Είναι η τηλεόραση καθρέφτης της κοινωνίας;

Οι κοινωνικές συνθήκες είναι σίγουρα πηγή άντλησης. Το θέατρο, για παράδειγμα, θεωρώ πώς δεν είναι -ίσα-ίσα νομίζω πως στόχος του είναι να τον σπάει αυτόν τον καθρέφτη, να τον κάνει κομματάκια και στο κάθε κομματάκι ο καθένας μας να μπορεί να βρει στοιχεία από τον εαυτό του για να συνθέσει ο ίδιος τον καθρέφτη που θέλει. Η τηλεόραση, όμως, οφείλει να είναι καθρέφτης και οι δημιουργοί οφείλουμε μέσα από τη δουλειά μας να περνάμε θέσεις και απόψεις, όχι πολιτική γραμμή, αλλά ως σκεπτόμενα όντα είμαστε αναγκαστικά και πολιτικά όντα, δε γίνεται αλλιώς. Ο πολιτικός λόγος, θες-δε θες, περνάει. Καταρχήν, περνάει μέσα από την ίδια σου τη θέση στη ζωή, είναι δυνατόν να μην περάσει στο δημιούργημα; Οπότε νομίζω πως οφείλει να είναι, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι πρέπει οπωσδήποτε να γράφεις σειρές που να ασχολούνται με την επικαιρότητα.

Θεωρείς ότι το καταφέρνετε αυτό, το να πιάνετε τον παλμό των γεγονότων;

Όταν θέλουμε το κάνουμε. Δεν έχουμε έμμονη όμως ότι πρέπει να γράψουμε μία σειρά και να αναφερθούμε οπωσδήποτε στην κρίση. Δεν είναι το μοναδικό θέμα η κρίση, ούτε υπάρχει μόνο το οικονομικό. Η κρίση στο θέμα των ανθρώπων με διαφορετική κουλτούρα σε μια χώρα που δεν τους δέχεται φιλόξενα, πού είναι αυτό; Τέτοια θέλουμε να περάσουμε -και κατηγορούμαστε για αυτό.

 

Ιούλιος 2016, 34o τεύχος περιοδικού vakxikon.gr - η συνεντευξη όπως δημοσιεύτηκε στο vakxikon.gr εδώ

 

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

«Πιστεύω στον ακτιβιστικό ρόλο του θεάτρου»

 

Φέτος σκηνοθετείτε την παράσταση «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου, η οποία περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα. Πείτε μου λίγα λόγια για την παράσταση.

Έχω μια σχέση με τα κείμενα αυτά της Έλλης Παπαδημητρίου από τότε που ήμουν σπουδαστής δραματικής σχολής και δούλευα στις Εκδόσεις Κέδρος, όπως όλοι οι νέοι ηθοποιοί που δουλεύουν για να τα βγάζουν πέρα... Γιατί, ως γνωστόν, όταν είσαι νέος ηθοποιός το κύριο επάγγελμα σου δεν είναι αυτό του ηθοποιού, αλλά του σερβιτόρου! Στις Εκδόσεις Κέδρος λοιπόν είχα την ευλογία, την τύχη, να συναναστρέφομαι καθημερινά με ανθρώπους σημαντικούς –εκεί σύχναζαν ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, ο Καββαδίας και πολλοί άλλοι. Και η Έλλη Παπαδημητρίου. Γίναμε φίλοι μέχρι το θάνατο της –πέθανε πριν είκοσι χρόνια- και από την αρχή, παρόλο που δεν είχα βλέψεις σκηνοθετικές, έβλεπα ότι τα κείμενα της είχαν πολλές θεατρικές αρετές, γιατί βασίζονταν σε πραγματικές αφηγήσεις που κατέγραψε η ίδια από πρόσφυγες που ήρθαν από την Μικρά Ασία. Και η ίδια ήταν μικρασιάτισσα, η καταστροφή την βρήκε στην Αγγλία, όπου σπούδαζε γεωπονία. Ως γεωπόνος, η δουλειά της -στην Αθήνα πλέον- ήταν να μοιράζει κτήματα στους πρόσφυγες. Έτσι άρχισε να καταγράφει... Η Έλλη είχε μεγάλο ταλέντο στο να κάνει τους ανθρώπους να ανοίγονται, να βγάζουν αυτό που κουβαλάνε μέσα τους. Συνολικά έγραψε τέσσερις τόμους με αφηγήσεις αντρών και γυναικών.

Για την παράσταση σας επιλέξατε μόνο γυναικείες αφηγήσεις.

Ναι, και αυτό το έκανα για δύο λόγους. Πρώτον, διαπίστωσα ότι οι γυναίκες είναι πολύ καλύτερες από τους άντρες στην αφήγηση και, δεύτερον, η γυναίκα είναι ο βράχος μέσα στην οικογένεια, είναι αυτή που στηρίζει τα μέλη της οικογένειας για να συνεχιστεί η ζωή.

Είναι η δεύτερη φορά που ανεβάζετε τη συγκεκριμένη παράσταση.

Την ξανανέβασα πριν δεκαέξι χρόνια. Με αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία μας τώρα και θεωρώντας ότι υπάρχει μια μεγάλη ταπείνωση στον κόσμο –κι αν κάτι τον έχει μουδιάσει και δεν αντιδράει είναι η ταπείνωση που νιώθει– το παράδειγμα αυτών των γυναικών, η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπισαν τη ζωή, για μένα είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για το σήμερα. Δεν έκανα βέβαια ακριβώς την ίδια παράσταση, κάποια κείμενα άλλαξαν, προστέθηκαν καινούργια μουσικά κομμάτια... Κι αυτό επειδή με ενδιέφερε κυρίως να εντοπίζω τη σχέση με το σήμερα. Επειδή η παράσταση αυτή ανέβηκε πρώτη φορά όταν το Θέατρο του Νέου Κόσμου ήταν στο ξεκίνημα του, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει, ότι δίνει το στίγμα του θεάτρου του Νέου Κόσμου, από πολλές πλευρές, από το τι εκφράζει, από το τι δουλειές θα με ενδιέφερε να κάνω...

Τι σας ενδιαφέρει να κάνετε στο θέατρο του Νέου Κόσμου;

Πιστεύω σε ένα θέατρο που αφουγκράζεται την κοινωνία, που, με την ευρεία έννοια, σκέφτεται πολιτικά. Ένα θέατρο το οποίο θέτει ερωτήματα –όχι απαντήσεις, γιατί αυτό είναι ένα κακό είδος διδακτικού θεάτρου- και είναι δουλειά του θεατή να καταθέσει τη δική του σκέψη.

Φοβηθήκατε ποτέ ότι μπορεί να πέσετε στην παγίδα της διδαχής;

Όχι, γιατί αντιστέκομαι. Δε με αφορά καθόλου.

Πιστεύετε ότι καταφέρνετε να έχετε αυτήν τη διαλεκτική σχέση με τους θεατές;

Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ. Μπορούν μονάχα οι θεατές. Εγώ και ο καθένας μας νομίζει ότι υπηρετεί αυτό που του ταιριάζει. Αν αυτό που σου ταιριάζει συναντιέται με ένα κοινό, τότε έχει ένα ενδιαφέρον. Γιατί το θέατρο δεν είναι μια μοναχική τέχνη, όπως είναι για παράδειγμα η ποίηση, έχει να κάνει με κόσμο, στον οποίο απευθύνεται. Και εμείς απλωνόμαστε στον κόσμο με πολλούς τρόπους. Πρώτον, με την επιλογή των έργων μας. Δεύτερον, με τις περιοδείες μας εκτός Αθηνών. Τρίτον, με τις δράσεις που κάνουμε. Το θέατρο του Νέου Κόσμου διαθέτει τρεις σκηνές και έτσι δίνουμε βήμα σε νέους δημιουργούς. Μας ενδιαφέρει επίσης το θέμα των μεταναστών που ζούνε στην Ελλάδα, γι’ αυτό έχουμε ανεβάσει έργα με θέμα το ρατσισμό ή έχουμε κάνει παραστάσεις με ηθοποιούς μετανάστες. Ακόμη, πριν από δώδεκα χρόνια δημιουργήσαμε μια κινητή μονάδα για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα και κάθε χρόνο δίνουμε δωρεάν 150 με 180 παραστάσεις.

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου.

Ναι, σε έναν κοινωνικό, σε έναν ακτιβιστικό ρόλο.

Θεωρείτε ότι το θέατρο, και σε πανελλαδικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει το ρόλο που θα έπρεπε να έχει;

Δε με ενδιαφέρει να κάνω κριτική για το τι κάνουν οι άλλοι. Ο καθένας έχει τη δική του στάση και είναι αλαζονικό να θεωρείς ότι το δικό σου είναι το καλύτερο.

Ξεκινήσατε ως ηθοποιός, αλλά τελικά σας κέρδισε η σκηνοθεσία. Για ποιο λόγο;

Ίσως η σκηνοθεσία μου ταιριάζει πιο πολύ, όχι με την έννοια του αποτελέσματος, ότι είμαι δηλαδή πιο καλός ως σκηνοθέτης, αλλά με την έννοια ότι είμαι πιο καλά με τον εαυτό μου. Βρήκα τον εαυτό μου –ως έναν βαθμό βέβαια, γιατί απόλυτα δεν μπορείς να τον βρεις.

Όχι;

Ποιος τον έχει βρει για να τον βρω εγώ; Μια ζωή τον ψάχνουμε...

 

(Καλοκαίρι 2013, Vakxikon.gr #23, www.vakxikon.gr)

Λήδα Πρωτοψάλτη

«Δεν έβαλα ποτέ νερό στο κρασί μου -και αυτό ήταν που με κράτησε και στην πορεία μου»

 

Κυρία Πρωτοψάλτη, πού εμφανίζεστε αυτόν τον καιρό;

Ανεβάζουμε στο θέατρο «Στοά» τη «Μήδεια» του Μποστ, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, ένα έργο που έχει μείνει στην ιστορία και όποτε κι αν το παίζουμε έρχεται πάντα ο κόσμος να το δει. Είπαμε μέσα στους δύσκολους καιρούς που περνάμε να χαρίσουμε λίγο γέλιο μέσα από την ανελέητη σάτιρα του Μποστ.

 

Αισθάνεστε καλύτερα όταν ερμηνεύετε κωμικούς ή δραματικούς ρόλους;

Αισθάνομαι καλύτερα πάνω στη σκηνή γενικώς. Δεν μπορώ να διαλέξω. Για μένα το θέατρο είναι ένα, δεν έκανα ποτέ διαχωρισμούς. Ό, τι μου ερχότανε το έπαιζα. Ούτε ονειρεύτηκα ποτέ, τίποτα. Απλώς προσπαθούσα κάθε φορά να είμαι καλύτερη και να κερδίζω κάτι, να χτίζω μέσα μου την υποκριτική. Και αυτό μου βγήκε σε καλό, γιατί πάντα ήμουν αφοσιωμένη στη δουλειά μου. Δεν ήμουν από αυτούς που ασχολούνται με πολλά διαφορετικά, με τηλεόραση, που τρέχουν σε χίλιες μεριές. Αν τρέχεις σαν παλαβός να προλάβεις, δεν το απολαμβάνεις κιόλας. Όπως έλεγε και ο Κουν, ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι συγκεντρωμένος για να μπορεί να εκφραστεί και να γίνει καλύτερος. Όταν ήμαστε στη σχολή, αν μάθαινε ο Κουν ότι ενόσω είσαι μαθητής λάβαινες μέρος κάπου αλλού, στον κινηματογράφο ή στο ραδιόφωνο ή σε μια άλλη παράσταση, σε πέταγε έξω από τη σχολή. Δεν παίζουμε με αυτά... Μην κοιτάτε που όλα έγιναν εύκολα τώρα. Είμαστε στην εποχή της ευκολίας. Πρόκειται όμως για δύσκολη δουλειά και πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος για να αντεπεξέλθεις. Θυμάμαι μια φορά στη σχολή είχα το μονόλογο της Ιουλιέτας, όταν πίνει το φάρμακο. Στην πρόβα που κάναμε ο Κουν είπε δυο-τρεις στίχους για να μου δείξει. Και έπαθα πλάκα. Γύρισα σπίτι και είπα στη μαμά μου «εγώ θα το αφήσω το θέατρο». «Γιατί παιδάκι μου; Εσύ το αγαπάς το θέατρο». «Είναι πολύ δύσκολο, δε θα μπορώ να αντεπεξέλθω σε αυτό...». Ο τρόπος που το είπε, το κύρος που είχε, με τρόμαξε. Είπα, θα φτάσω εγώ ποτέ να πω ένα κείμενο έτσι; Πρέπει να αφιερώσεις τη ζωή σου. Γι’ αυτό και δεν έφυγα από τη Στοά. Μου πρότειναν διάφορα, αλλά νομίζω ότι ο ηθοποιός ανθίζει εκεί που είναι το στέκι του.

 

Είστε, υποθέτω, από τους λίγους του χώρου που σκέφτονται έτσι.

Δεν ξέρω... Εμένα μου αρκεί ο εαυτός μου. Μισώ την προχειρότητα. Του τύπου «έλα μωρέ, μην το ψειρίζουμε το πράγμα...». Εκεί έφυγα. Δεν μπορείς σε μένα, που έχω αφιερώσει τη ζωή μου, να πεις «έλα μωρέ πες τα να φύγουμε».

 

Είπατε πριν ότι τρομάξατε από το υποκριτικό επίπεδο του Κουν. Τώρα πώς αισθάνεστε σχετικά με αυτό; Φτάσατε στο επίπεδο που θα θέλατε;

Τώρα πλέον το κείμενο το οδηγώ εγώ. Ασφαλώς και είμαι ικανοποιημένη. Δεν έβαλα νερό στο κρασί μου και αυτό ήταν που με κράτησε και στην πορεία μου.

 

Έχετε μετανιώσει για κάτι;

Ποτέ, για τίποτα. Ό,τι έκανα ήταν αποτέλεσμα βαθύτατης σκέψης και αγωνίας. Αγωνιώ και σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος. Και είμαι πολύ στεναχωρημένη με όσα γίνονται.

 

Ως άνθρωπος του πνευματικού χώρου, τι πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να κάνετε για την κατάσταση που επικρατεί στη σημερινή κοινωνία;

Επανάσταση από το θέατρο δεν έγινε ποτέ! Απλώς το θέατρο ξυπνάει συνειδήσεις και καλλιεργεί ευαισθησία. Και αυτά είναι πολύ σπουδαία. Τα έργα που ανεβάζουμε, ο τρόπος που τα ανεβάζουμε, χωρίς να επεμβαίνουμε στα κείμενα, αυτό έχει σημασία. Με αυτόν τον τρόπο, κατά μία έννοια, αντιστεκόμαστε, δε βάζουμε νερό στο κρασί μας, δε λέμε «ας ανεβάσουμε τώρα μια κωμωδιούλα να τα μαζέψουμε λίγο...». Αυτό κοστίζει πολύ, είναι ένας μεγάλος αγώνας. Ξέρεις πώς είναι να έρχεσαι στο θέατρο για να παίξεις και λίγο πριν ανεβείς στη σκηνή να ρωτάς «πώς είναι έξω; έχει κόσμο;». Εμείς κάνουμε θέατρο στη γειτονιά, στου Ζωγράφου, που ακόμα και σήμερα πολλοί δεν ξέρουν ακριβώς πού είμαστε. Και παρόλ’ αυτά αντισταθήκαμε σε όλες αυτές τις σειρήνες. Ο σημερινός άνθρωπος έχει λατρέψει την ύλη και αυτή είναι η δυστυχία του. Ο Θεός πλέον δεν είναι ούτε ο Χριστός ούτε η Παναγία, όλοι πιστεύουν στο χρήμα. Πώς θα πάμε μπροστά; Πήγαμε στην άκρη το πνεύμα μας για να γίνουμε πλούσιοι, να αποκτήσουμε εξοχικά, αυτοκίνητα... Εμένα ποτέ δεν ήταν στόχος μου να αποκτήσω χρήματα. Όταν έπαιξα στο Θέατρο Τέχνης και ήρθε ο διαχειριστής για να μου φέρει τη δεκαμερία μου, μου λέει «να μου βάλετε μια υπογραφή να πάρετε τα χρήματα σας», «ποια χρήματα;» λέω «λάθος, εγώ δεν ήρθα στο θέατρο για να βγάλω λεφτά» και άρχισε να γελάει ο άνθρωπος... Τη δουλειά μου ποτέ δεν την πάντρεψα με ύλη. Για μένα το θέατρο ήταν κάτι πνευματικό, που θα το έκανα και χωρίς αμοιβή. Ίσως έτσι, επειδή δεν είμαι άνθρωπος της ύλης, να σώθηκα, κατά κάποιον τρόπο... Δεν προχώρησα σε όλο αυτό το τρομερό που έγινε... Μας έπαιρναν όλους τηλέφωνο οι τράπεζες, «να σας δώσουμε...», μας έλεγαν. Αυτή ήταν μια μεγάλη παγίδα, γι’ αυτό τώρα είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

 

Είναι δύσκολο, υποθέτω, να κρατηθείς σε έναν τέτοιο χώρο με αυτές τις απόψεις.

Υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι που σκέφτονται έτσι. Που έμειναν μακριά από τα φώτα και χάραξαν τη δική τους πορεία. Που κράτησαν τη σημαία τους την καλλιτεχνική ψηλά. Κι αυτό είναι παρήγορο και αισιόδοξο.

 

Τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά ηθοποιών;

Φέτος που δούλεψα στον «Ιππόλυτο» ήρθα σε επαφή με νέα παιδιά και η αλήθεια είναι ότι αναθάρρησα. Είναι σοβαρά παιδιά, το παλεύουν, έχουν άποψη. Ήρθαμε κοντά ο ένας στον άλλον και περάσαμε υπέροχα. Τους εμπιστεύτηκα και την αγωνία μου ακόμα –γιατί εγώ είμαι ηθοποιός της αγωνίας.

 

Της αγωνίας;

Παρόλο που πλέον οδηγώ εγώ το κείμενο και ξέρω, έχω αγωνία. Η έκθεση αυτή του εαυτού σου... Κάνω αυτή τη δουλειά πενήντα πέντε χρόνια. Εκθέτεις τον εαυτό σου, κάνεις κατάθεσης ψυχής, είναι πολύ σκληρό... Και όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο αυξάνεται η αγωνία σου. Το να είσαι μπροστά σε κόσμο και να πρέπει να τον πάρεις μαζί σου... Γιατί όπως έλεγα και στα νέα παιδιά, τον θεατή πρέπει να τον κάνεις να σηκωθεί λίγο από τη θέση του, να μην κάθεται πολύ καλά... Έχω τέτοιες εμπειρίες και τέτοια βιώματα που από αυτά πληρώθηκα στη δουλειά μου. Όταν έπαιξα την Μπέλλου με την Καμινάρη, οι θεατές χειροκροτώντας ανέβηκαν στη σκηνή και μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν... Καταργήθηκε η σκηνή και η πλατεία.

 

Ποιες άλλες στιγμές σάς έχουν μείνει από τη δουλειά σας;

Όταν έπαιξα το «Άντε γεια» βασισμένο στο βιβλίο της Γιοβάννας που μιλούσε για την τραγωδία μιας γυναίκας που ερωτεύτηκε το φίλο του γιου της, οι εκδηλώσεις των γυναικών ήταν τρομερές. Θυμάμαι μια κοπέλα έψαχνε τα καμαρίνια και μόλις με είδε μπροστά της με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε «πώς το κάνεις αυτό κάθε βράδυ;». Ο κόσμος ξέρει πολύ καλά ποιος ηθοποιός κάνει κατάθεση ζωής και ποιος ανεβαίνει απλώς στη σκηνή και τα λέει... Ή θυμάμαι κάποια κορίτσια που ήρθαν από ένα σχολείο, δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών, και με επισκέφτηκαν στο καμαρίνι μου. Η μία μόλις με είδε άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Την πήρα στα γόνατα μου, την παρηγόρησα, και η άλλη κοπέλα γύρισε και μου είπε «Κυρία Πρωτοψάλτη, μας κάνατε να καταλάβουμε τις μαμάδες μας». Αν μπορεί ένα παιδί να καταλάβει την αγωνία της μάνας του, για το χρόνο που περνά, για τις ευκαιρίες που φεύγουν, μέσα από ένα θεατρικό έργο, αυτό είναι σπουδαίο πράγμα... Αυτά καταφέρνει το θέατρο. Επαναστάσεις δε γίνονται από το θέατρο, γίνονται όμως εσωτερικές επαναστάσεις.

 

Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη προσφορά σας στο θέατρο; Το ότι καταφέρατε να αγγίξετε τον κόσμο;

Αυτή, ναι. Αυτό είναι το θέατρο. Και θέατρο θα υπάρχει για όσο θα υπάρχει ο άνθρωπος. Γιατί είναι μια τέχνη ζωντανή, αυτό το δούναι και λαβείν που δημιουργείται με τον κόσμο, το ότι ο ένας άνθρωπος αγγίζει τον άλλο. Αυτό είναι που λείπει και από την εποχή μας, γι’ αυτό είμαστε δυστυχείς. Έπαψε ο ένας να δίνει το χέρι στον άλλον. Η πολυκατοικία, αυτή μας αποξένωσε. Παλιά, με τα μικρά σπίτια, με τις αυλές, δεν ήταν έτσι. Τώρα υπάρχει μοναξιά. Ακόμα και στους νέους. Οι νέοι δεν ερωτεύονται πια. Αυτό έλεγα και στα παιδιά στη σχολή. Ερωτευτείτε βρε, ανοίξτε τις καρδιές σας. Δεν είμαστε τίποτα φοβερά και τρομερά πλάσματα. Κάτι ανθρωπάκια είμαστε που θέλουμε λίγη αγάπη, λίγη στοργή και τρυφερότητα. Έτσι ανθίζει ο άνθρωπος. Όχι με την κλωτσιά και τη βία. Μα τι βία είναι αυτή στην τηλεόραση; Η βία έχει αποστεγνώσει τον άνθρωπο. Είναι μια εποχή περίεργη, σκληρή...  

 

Έχετε και ένα θέατρο, τη Στοά. Πώς είναι να έχεις ένα θέατρο, τη στιγμή που υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες και τόσος ανταγωνισμός στο χώρο;

Πολύ δύσκολο. Η πολιτεία έχει αποτραβηχτεί, έκοψε τις επιχορηγήσεις. Όχι πως επρόκειτο για τρομερά ποσά... Τα τρομερά ποσά τα δίνει αλλού... Όπως έλεγε και ο Μουρσελάς, το θέατρο στην Ελλάδα είναι υπό διωγμόν. Δε βοηθάνε, δεν τους ενδιαφέρει το θέατρο. Υπάρχουν και οι ανταγωνισμοί, που στραγγαλίζουν τα έργα για να τραβήξουνε κόσμο... Πικραίνεσαι, θυμώνεις, αλλά τι μπορείς να κάνεις; Αυτοί που στοχεύουν στο ταμείο, στοχεύουν στο ταμείο. Και κατά κάποιον τρόπο, αποτελούν εμπόδιο. Εμείς είμαστε έξω από αυτά. Αλλά η πραγματική τέχνη έτσι ήταν πάντα. Και στη μουσική και στη ζωγραφική και παντού. Έτσι παλέψανε πάντα οι άνθρωποι που η σημαία τους ήταν η ποιότητα.

 

Τι θα θέλατε να ερμηνεύσετε από εδώ και στο εξής; Υπάρχει κάποιο απωθημένο;

Όπως είπα, εγώ ποτέ δεν ονειρεύτηκα ρόλους. Αλλά υπάρχει ένας συγγραφέας, που από πολλούς θεωρήθηκε ο καλύτερος του 20ου αιώνα, που θα ήθελα πολύ να παίξω: ο Άρθουρ Μίλερ. Είχα παίξει κάποτε σε τουρνέ με τον Διαμαντόπουλο και ήμουν ευτυχής. Αν και οι δυνατοί ρόλοι του είναι οι ανδρικοί, θα ήθελα πολύ να παίξω σε μια παράσταση του Μίλερ.

 

Περιοδικό vakxikon.gr #28

www.vakxikon.gr

Γιάννης Σερβετάς

«Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα -με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου»

Ο Γιάννης Σερβετάς είναι η κλασσική περίπτωση συνεντευξιαζόμενου που θες και δε θες να συναντήσεις. Από τη μια θέλεις πάρα πολύ να κάτσεις απέναντι από αυτόν που σε κάνει να πιάνεις την κοιλιά σου από τα γέλια και να τον βομβαρδίσεις με ερωτήσεις και από την άλλη έχεις και το φόβο της κατάρρευσης της εικόνας: what if όλο αυτό το ωραίο χιουμοριστικό στυλάκι είναι fake και μου αρχίσει τις δηθενιές και τα ξενέρωτα;

Αυτά σκεφτόμουν ένα απόγευμα του Σαββάτου καθώς ανέβαινα τη σκάλα του Sofaγια να τον συναντήσω λίγο πριν τη βιβλιοπαρουσίαση του. Τον είδα να κάθεται στο βάθος, μπροστά σε ένα laptop, και να κανονίζει με τους υπεύθυνους τις τελευταίες λεπτομέρειες. Φορούσε ένα jockey και ένα T-shirt και πετούσε αστείες ατάκες στο προσωπικό.

Παρ’ όλο που η συνάντηση μας δεν ήταν προγραμματισμένη, πλησίασα με άνεση και του άπλωσα το χέρι –τι στο καλό, για τον Σερβετά επρόκειτο στο κάτω-κάτω! Χαμογέλασε πλατιά. «Φυσικά και προλαβαίνουμε να τα πούμε, είναι νωρίς ακόμα», είπε και έκανε χώρο για να καθίσω δίπλα του.

Μιας και έχω δίπλα μου έναν Σαλονικιό, είμαστε εντός έδρας σκέφτομαι. Τον βάζω να μου πει τις αναμνήσεις του από Σέρρες.

«Να γράψω έκθεση τι μου αρέσει στις Σέρρες;».

Με το πού ξεκινήσαμε αρχίσανε τα γέλια.

«Έχω έρθει πολλές φορές, αν και πρώτη φορά για παρουσίαση. Έχω έρθει για καφέ, για ποτό, για συνεντεύξεις, μία φορά είχα έρθει και για το Δέντρο της Αγάπης, ήταν πολύ γλυκό και τρυφερό. Γενικά έχω ζήσει εδώ ευχάριστες στιγμές. Και τώρα μάλιστα που βλέπω πώς διαμορφώθηκε η πόλη με τους πεζόδρομους, νομίζω πως είστε στη σωστή κατεύθυνση».

Οκ, το πήραμε το κοπλιμέντο μας! Τον βλέπω λίγο ανήσυχο, μου ζητάει συγνώμη και αρχίζει να ψαχουλεύει στο laptop. Έχουν μείνει οι τελευταίες εκκρεμότητες για τη βιβλιοπαρουσίαση. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου, το προσωπικό πηγαινοέρχεται, παραδίπλα μου μια στοίβα βιβλία: «Προσωπικό ημερολόγιο-ανεκδοτολόγιο 2013» του Γιάννη Σερβετά. Ο Σερβετάς είχε την καταπληκτική ιδέα να γράψει μια μικρή ιστορία για κάθε μια ημέρα του έτους και να το κάνει βιβλίο. Σημειώνω τα ραντεβού μου κοινώς και παράλληλα πεθαίνω από τα γέλια. Καθώς στρέφομαι και πάλι σε αυτόν για να συνεχίσουμε τη συνέντευξη αναλογίζομαι ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τόσο έξυπνο και χιουμοριστικό.

«Το καλοκαίρι του 2004 κάναμε διακοπές με την οικογένεια μου στην Πελοπόννησο. Όταν το χειμώνα κάναμε απολογισμό του καλοκαιριού και κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, χάσαμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας. Δε θυμόμασταν τίποτα! Θεώρησα ότι είναι απαράδεκτο να μη θυμάσαι πράγματα από τη ζωή σου. Άρχισα λοιπόν για ένα χρόνο να κρατώ σημειώσεις σε ένα τετράδιο: εδώ πήγαμε, εκεί φάγαμε, αυτούς γνώρισα... Έτσι ξεκίνησε».

Και έτσι συνεχίζεται προφανώς, αφού το φετινό είναι το έβδομο βιβλίο!

«Από την πρώτη χρονιά πήγε καλά, γι’ αυτό συνεχίστηκε. Στην Ελλάδα αν κάτι δεν πάει καλά από την αρχή, κόβεται. Αγαπήθηκε από το πρώτο δευτερόλεπτο, απέκτησε φανατικό κοινό. Το αγοράζουν και για τον εαυτό τους και ως δώρο, γι’ αυτό και έκανε τόσο μεγάλο κύκλο».

Αν κρίνω από τη βιβλιοπαρουσίαση που ακολούθησε, στην οποία αφηγήθηκε κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου (λέγοντας «τις αφηγήθηκε» εννοώ με το δικό του γνωστό τρόπο –σε μια φάση μάλιστα βρέθηκε ανεβασμένος στην καρέκλα με εμάς να του πετάμε γαρύφαλλα τα οποία μας είχε μοιράσει λίγο πριν) αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα την τεράστια επιτυχία του βιβλίου.

Για να είμαι ειλικρινής, λίγο πριν φτάσω στη συνέντευξη είχα την εντύπωση πως θα μιλούσα με τον τηλεοπτικό Σερβετά, με αυτόν που λέει το ένα αστείο μετά το άλλο και φτάνει μια γκριμάτσα για να ξεκαρδιστείς. Τελικά έκανα λάθος. Ο Σερβετάς που έχω δίπλα μου είναι απολύτως σοβαρός, οι απαντήσεις του με γοητεύουν με τη νηφαλιότητα και την ηρεμία τους. Μήπως τελικά το χιούμορ είναι ένα μπούμπερανγκ; Περιμένουν όλοι από εσένα να τους κάνεις να γελάσουν; Κι αν κάποια στιγμή θέλεις να είσαι αλλιώς; Τι γίνεται τότε;

«Να είμαι αλλιώς; Μου το δίνει αυτό το δικαίωμα ο κόσμος».

Τον κοιτώ στα μάτια, η απορία μου εξακολουθεί να εκκρεμεί. Τι γίνεται αν κάποια στιγμή θελήσεις να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό;

«Δεν το σκέφτομαι έτσι. Γενικά, έχω την αίσθηση ότι είμαστε πολύ ισορροπημένοι –εννοώ όλη η ομάδα του Αρβύλα. Και λέω ισορροπημένοι με την έννοια ότι υπάρχει και το καλό και το κακό, και το αστείο και το σοβαρό, το ένα να φέρνει το άλλο. Οπότε, δε θεωρώ ότι ο κόσμος δε δίνει το δικαίωμα. Πολύ αρμονικά χρησιμοποιώ το αστείο με το πολύ σοβαρό και με αυτό που σου φέρνει κι ένα μικρό δάκρυ. Θεωρώ ότι η ζωή μας πρέπει να είναι ισορροπημένη. Η ζωή είναι ένας μεγάλος δίσκος σερβιρίσματος. Αν βγάλεις κάτι, θα γείρει...».

Μου αρέσει πολύ η ειλικρίνεια που εκπέμπει. Όσο για αυτό, ο τηλεοπτικός Σερβετάς και αυτός που έχω δίπλα μου ταυτίζονται απόλυτα. Χαμογελώ πλατιά. Αυτό που βλέπουμε στη μικρή οθόνη δεν είναι τίποτά άλλο παρά ο πραγματικός Σερβετάς, όπως είναι και στην καθημερινή του ζωή, του κάνω αυθόρμητα.

«Έτσι ακριβώς. Δεν έχω αλλάξει σε τίποτα, ούτε στον τρόπο που μιλάω, ούτε στο τι φοράω... Έτσι μου αρέσω! Δεν υπάρχει κάποια ...στρατηγική πίσω από τη συμπεριφορά μας. Ξυπνάμε κάθε πρωί και κάνουμε το σταυρό μας και ...την επίθεση».

Όπως τον έχω καθισμένο δίπλα μου και μιλάμε, αισθάνομαι ότι ο Σερβετάς ασχολείται με αυτό ακριβώς που τον εκφράζει. Αλλά από την άλλη, γιατί τόσος περιορισμός; Τον κοιτώ πλάγια και αναλογίζομαι αν θα μπορούσαμε ποτέ να τον δούμε σε κάτι διαφορετικό.

«Για μένα τα πάντα είναι σάτιρα! Θα μου άρεσε όμως να ασχοληθώ με το παραμύθι, με τα παιδιά. Έχω γράψει και έχω εκδόσει ένα παραμύθι. Απλώς, όταν κάνω κάτι δε μου αρέσει να το παρατάω, θέλω να ασχολούμαι μαζί του. Και δυστυχώς, επειδή έχω πολλές δουλειές, δεν το καταφέρνω πάντα αυτό. Μετάνιωσα που έβγαλα το παραμύθι, θα έπρεπε να το είχα βγάλει όταν θα είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ με αυτό, να μιλήσω περισσότερο με τα παιδιά... Ο χρόνος όμως θα δείξει. Και με αυτά που κάνουμε μέχρι στιγμής είμαστε καλά, περνάμε καλά, και με το Ράδιο Αρβύλα και με το ραδιόφωνο, το ένα βοηθάει το άλλο και όλα πάνε καλά».

Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιεί το «εμείς». Όταν αναφέρεται στα επαγγελματικά του δε λέει ούτε μία φορά τη λέξη «εγώ».

Η κίνηση στο χώρο αρχίζει να αυξάνεται. Ο Σερβετάς έχει αφήσει το laptopστην άκρη και κάθεται χαλαρός ακουμπώντας στην πλάτη του καναπέ, ωστόσο το προσωπικό πηγαινοέρχεται ασταμάτητα καθώς αρχίζουν να καταφτάνουν οι πρώτοι επισκέπτες της βιβλιοπαρουσίασης. Όλοι σκανάρουν διστακτικά το χώρο και κάθονται ήσυχα στα πίσω τραπέζια.

Αυτό που μου προξενεί τη μεγαλύτερη εντύπωση στις επαγγελματικές δραστηριότητες του Σερβετά είναι που είναι όλες επιτυχημένες. Με αποκορύφωμα βέβαια το Ράδιο Αρβύλα! Μα πώς το καλό τα καταφέρνουν, όταν το ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα ναυαγεί μετά το άλλο;

«Η επιτυχία του Αρβύλα πιστεύω ότι οφείλεται στην αλήθεια. Το απλό έχει πάντα τη μεγαλύτερη δύναμη. Μια απλή συνταγή για παράδειγμα. Θα φας δεκάδες φαγητά και αν σε ρωτήσουν ποιο είναι το αγαπημένο σου θα πεις πατάτες τηγανιτές με αυγά και λουκάνικα. Ή ένα κομμάτι ψωμί και μια ντομάτα κομμένη στη τέσσερα –το πιο απλό είναι το πιο νόστιμο! Εμείς είμαστε απλοί, όχι φανφάρες –ή ακόμα κι όταν έχουμε ...φανφάρες, το κάνουμε για να γελάσουμε λιγάκι παραπάνω. Η συνταγή της επιτυχίας –αν πούμε ότι υπάρχει συνταγή της επιτυχίας- είναι ότι είμαστε απλοί και ότι πέφτουμε στη φωτιά –κυριολεκτικά πέφτουμε στη φωτιά».

Τόσο απλά! Έχει μια όμορφη ηρεμία ο τρόπος που μιλάει. Από την άλλη βέβαια, αφού έχεις βρει τη συνταγή της επιτυχίας, δε θες να πας λίγο παραπάνω; Ή μάλλον λίγο παρακάτω, μέχρι την Αθήνα φερ’ ειπείν... Ξεστομίζω την ερώτηση και τον κοιτώ πλάγια. Περιμένω να μου πει ότι έχει βαρεθεί να τον ρωτάνε, αλλά οκ, μου απαντά με τη γνωστή ηρεμία του.

«Θα ήταν πιο δύσκολα, θα έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια καινούργια κατάσταση... Δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι δεν πρόκειται να κατέβουν σε καμία περίπτωση, αλλά, κι από την άλλη, γιατί να κατεβώ; Αφού κάνω την ίδια δουλειά με τον καλύτερο τρόπο στην πόλη μου, στις γειτονιές που μεγάλωσα, με τους ανθρώπους που αγαπώ. Γιατί να φύγω; Θεωρώ ότι κάνω καλά και δε φεύγω. Ζω στην πόλη που αγαπώ, δίνουμε δουλειά στους εαυτούς μας και σε μερικούς φίλους, κάνουμε ωραία πράγματα. Με την ίδια λογική να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στις Σέρρες! Γιατί; Ενώ τώρα κάνουμε κάτι για τον τόπο μας».

Μια παρέα παιδιών μόλις έχει καταφτάσει και περνούν από μπροστά μας κοιτώντας μας διστακτικά. Ο Σερβετάς τους κοιτά και βρίσκει ευκαιρία...

«Γιατί αργήσατε; Καλά κάνατε και ήρθατε να με καμαρώσετε!».

Τα παιδιά ξεσπούν σε γέλια, παίρνουν θάρρος απευθείας. Ο ένας απλώνει το χέρι στο οποίο κρατά μια φωτογραφική μηχανή και του ζητά να βγουν μαζί μια φώτο. What else can I do? Παραμερίζω πρόθυμα για το αναμνηστικό κλικ, όσο οι νεαροί ποζάρουν περιχαρείς δίπλα στον Σερβετά.

Ξαναπαίρνω τη θέση μου και πατώ το rec. Όταν έχω δίπλα μου άτομα τόσο ήρεμα και τόσο ισορροπημένα όσο ο Σερβετάς, πεθαίνω να τους τσιγκλίσω. Τους ρωτώ πάντα αν μετανιώνουν για κάτι.

«Φυσικά μετανιώνω. Ο σπουδαίος Μάλαμας λέει σε ένα στίχο του “κάνω τις αμαρτίες μου για να μπορώ να μετανιώνω”. Δεν είναι δυνατόν να μη μετανιώνεις για μερικά πράγματα. Αυτά είναι εξάλλου που μας κάνουν να πηγαίνουμε μπροστά. Κάθε μέρα θα βρεις να κάνεις και μικρά λαθάκια και σιγά-σιγά μαθαίνεις και πας για την τελική ευθεία».

Κοντοστέκεται για μια στιγμή, για μερικά δευτερόλεπτα κοιτά το κενό. Μετά χαμογελά πλατιά.

«Τέλος πάντων, η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή και για να είμαστε τόσο σοβαροί. Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα. Εγώ με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου, το έχει πει και ο Ιησούς, ανάμεσα στα πολλά που είπε, και έμενα αυτό μου αρέσει και έτσι πάω μπροστά».

Τι ωραίο που ήταν αυτό! Η κουβέντα μας με εξιτάρει όλο και πιο πολύ αντί να εξασθενεί.

Σύντομη σιωπή μερικών δευτερολέπτων. Ένας σερβιτόρος που περνά βιαστικά από μπροστά μάς τραβά την προσοχή. Από το μυαλό μου περνούν σαν φιλμάκι όλες οι δουλειές του Σερβετά: το ΑΜΑΝ, το Αρβύλα, το ραδιόφωνο... Δεν μπορώ να σταθώ σε κάποια. Αυτός άραγε μπορεί; Η ερώτηση φεύγει από τα χείλη μου περισσότερο σαν προσωπική απορία.

«Η αλήθεια είναι ότι κάναμε πολλά πράγματα». (Νάτος πάλι ο γνωστός πληθυντικός!) «Έχω την αίσθηση ότι τα καλύτερα που έχω βιώσει μέχρι τώρα είναι τα προσωπικά μου, το παιδί μου, τέτοια... Αλλά έχουμε κάνει πολλά ωραία πράγματα, έχουμε γελάσει πολύ και εκ των υστέρων ακόμη περισσότερο, με την έννοια ότι μετά από χρόνια καταλαβαίνεις πόσο ωραίο είναι κάτι που έκανες. Εκείνη τη στιγμή καμιά φορά δεν το καταλαβαίνεις».

Ήταν απίστευτα τρυφερός ο τρόπος που ανέφερε το παιδί του. Αλλά εγώ έχω μείνει ακόμα στα επαγγελματικά. Δουλειά οκ, δεν ξεχωρίζει. Αλλά κάτι που να ξεχωρίζει από αυτή τη δουλειά γενικά;

«Τις φιλίες, τις συνεργασίες».

Εντελώς κόντρα στο κλισέ που θέλει τα πρόσωπα του θεάματος να ανταλλάζουν πισώπλατα μαχαιρώματα! Nice!

«Χωρίς φιλία και συνεργασία δεν μπορείς να πας μπροστά. Οικογένεια, στη δουλειά είμαστε σαν οικογένεια... Το να σε καταλαβαίνει ένας άνθρωπος με τον οποίο είστε τόσες ώρες μαζί, το να μπορεί να σε ανακουφίσει με ένα χάδι, μια κουβέντα, αυτό έχω κερδίσει. Έχω λύσει πολλά έτσι. Άλλοι πηγαίνουν σε ψυχιάτρους, εγώ τα λύνω όλα με την κουβέντα! Αναφέρομαι τόσο στους φίλους που απέκτησα μέσω δουλειάς όσο και σε αυτούς που απέκτησα εκτός».

Μαζί με τον κόσμο που πληθαίνει ολοένα και πιο πολύ, έχουν αρχίσει να καταφτάνουν και τα ΜΜΕ... Ένας εικονολήπτης αρχίζει να στήνει το τριπόδι του, ενώ ένας φωτογράφος κάνει πάνω μας τις πρώτες δοκιμαστικές λήψεις. Βλέποντας τα τηλεοπτικά συνεργεία, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό το σλόγκαν του Ράδιο Αρβύλα «υπάρχει και αυτή η τηλεόραση». Τι πάει στραβά με την τηλεόραση; Τι πρέπει να αλλάξει και να μείνει ίδιο; Αν δεν έχει απάντηση σε αυτό ο Σερβετάς, τότε ποιος;

«Τη δύναμη την έχει το κοινό. Ποτέ δεν την κατάλαβα την ερώτηση αυτή. Εσύ έχεις το τηλεκοντρόλ. Από τη στιγμή που εσύ επιλέγεις, εσύ αποφασίσεις και διαμορφώνεις την τηλεόραση. Πιστεύω ότι αν συντονιζόμασταν όλοι θα κάναμε καλύτερη και την κοινωνία μας και την παιδεία μας και τις δημοκρατίες και τελευταία και τη ρημάδα την τηλεόραση... Αν φτιάξουμε το γύρω τοπίο, θα φτιάξουμε και την τηλεόραση».

Άλλη μια παρέα περνά από μπροστά μας χαμογελώντας πλατιά. Το καλύτερο του Σερβετά...

«Παρακαλώ περάστε, πλούσια δώρα».

Η παρέα ζητά –τι άλλο;- μια φωτογραφία. Το κλίμα στο χώρο έχει κάτι το ανάλαφρο, είναι ευδιάθετο, χαρούμενο. Επικρατεί μια ευχάριστη αναστάτωση, με τον κόσμο που προσπαθεί να βολευτεί καλύτερα καθώς φλυαρεί ασταμάτητα.

Μου άρεσε η κοινωνική διάσταση που έδωσε στην τελευταία του απάντηση. Ένας άνθρωπος εξάλλου που ασχολείται με τη σάτιρα είναι λογικό να είναι κοινωνικά ευαισθητοποιημένος. Ή μήπως και κοινωνικά υποχρεωμένος; Ξεστομίζω την τελευταία μου ερώτηση, όσο η γενική αναστάτωση έχει φτάσει στο ζενίθ.

«Η σάτιρα σίγουρα έχει έναν κοινωνικό ρόλο και είμαι και εγώ μέρος αυτού. Αλλά μέχρι εκεί. Αυτά τα βαρύγδουπα τα φοβάμαι. Γι’ αυτό γουστάρω και τις ομάδες. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Σαν το μπάσκετ: στόχος είναι να κερδίσουμε!».

(Περιοδικό Ser-Free, #29, Ιούλιος 2013)