Εύα Μαθιουδάκη-Κωστής Σχιζάκης

Η Εύα Μαθιουδάκη και ο Κωστής Σχιζάκης μιλούν στο vakxikon.gr για το βιβλίο τους "Ο Φταίχτης" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019), για την μεταξύ τους συνεργασία και για την ελληνική λογοτεχνία στον καιρό της κρίσης. 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου / Αναδημοσίευση από το vakxikon.gr

Μιλήστε μου για το βιβλίο σας που κυκλοφόρησε πρόσφατα -από τις Εκδόσεις Καστανιώτη- "Ο Φταίχτης".

Ε.Μ. Θα το χαρακτήριζα ως κοινωνικό δράμα "εποχής", εφόσον η δεκαετία του ’70 φαντάζει ακόμη και για εμάς τους μεγαλύτερους πολύ μακρινή. Πρόκειται για  πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που διαθέτει πολλά συστατικά κινηματογραφικής ταινίας και θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να μετατραπεί ακόμη και τηλεοπτική σειρά, χωρίς να υστερεί σε λογοτεχνική αξία καθώς μας λένε. Το ότι πρόκειται για μυθιστόρημα δυο συγγραφέων δημιουργεί τόσο προσδοκίες όσο και ερωτήματα, δεδομένου ότι από τη φύση της η συν-συγγραφή είναι δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα. Το πόσο επιτυχημένη είναι αυτή η προσπάθεια θα μας το πείτε εσείς και το αναγνωστικό κοινό.

Κ. Σ. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Είναι ένας ποταμός, μια θάλασσα άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε φουρτουνιασμένη που μπήκε στη ζωή μου απροσδόκητα κι ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Με συντάραξε η γραφή καθώς και η συνεργασία με την Εύα.  Ακόμα κι όταν ολοκληρώθηκε στο σημείο που προχώρησε η έκδοσή του δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ' αυτό. Οι ήρωες του με βασάνιζαν κι ήθελαν να βγουν και να αιτιολογήσουν  ο καθένας τη δική του συμμετοχή, τη δική του αλήθεια, το δικό του τέλος. Ευτυχώς, τη δυναμική αυτή που με κατέκλυσε στην κυριολεξία την έβγαλα σε δύο ακόμα μυθιστορήματα αμέσως μετά. 

Το βιβλίο σας μοιάζει με ένα είδος "μωσαϊκού", όπου θίγονται θέματα κοινωνικά, ζητήματα ψυχικής υγείας, ερωτικά, υπαρξιακά, και όλα αυτά τοποθετημένα στην Ελλάδα του '70. Ο δικός σας στόχος ποιος ήταν; Να περιγράψετε μια εικόνα της Ελλάδας που έχει περάσει; Να γράψετε ένα μυθιστόρημα κοινωνικό; Να βρείτε ίσως τα ψυχολογικά αίτια πίσω από τις αντιδράσεις των ανθρώπων;

Ε.Μ. Όλα αυτά βέβαια που αναφέρετε βρίσκονται στο βιβλίο και πολύ σωστά το χαρακτηρίζετε ως μωσαϊκό. Ταιριάζει και στην δεκαετία του '70 ! Αλλά ξέρετε αυτό το περίβλημα, το περιτύλιγμα κτίστηκε σταδιακά, σχεδόν αυθόρμητα, για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, για να κλιμακώσει την πλοκή ή και να χαλαρώσει τον αναγνώστη. Όμως η βασική σκέψη ήταν να περιγράψουμε πώς μεταφέρεται το "κακό" από γενιά σε γενιά, πώς διαιωνίζεται μέσα από προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα. Το ότι το μυθιστόρημα αποτυπώνει με ιδιαίτερο ρεαλιστικό τρόπο τη μετάβαση μιας αγροτικής κοινωνίας προς την αστικοποίηση της, αυτό βέβαια έθεσε το σωστό κοινωνικό πλαίσιο για να κινηθούν και οι ήρωες μας σε αυτό.

Κ. Σ. Όλα μαζί και το καθένα που θίγετε χωριστά. Και νομίζω ότι όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια, δεν έχει σημασία με ποια σειρά,  θίχτηκαν δε με τον καλύτερο τρόπο στις σελίδες του βιβλίου. Βοήθησε πολύ ομολογουμένως στο εγχείρημα αυτό ο ρομαντισμός της Εύας που ταίριαξε απολύτως κι αλάφρυνε την ωμότητα των δικών μου περιγραφών. Πιστέψτε με ότι αυτό έγινε συνειδητά και οι αληθοφανείς σκηνές του δράματος, τουλάχιστον εμένα, με συγκλόνισαν σε μέγα βαθμό κατά τη διάρκεια της γραφής του. Σήμερα νιώθουμε μιαν ικανοποίηση διαπιστώνοντας ότι αυτό πέρασε στο αναγνωστικό κοινό που διάβασε τον "Φταίχτη" και το επικρότησε τελικά όπως δείχνουν οι συζητήσεις περί αυτού.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας; Και με ποιον τρόπο μπορούν να συνυπάρξουν δύο δημιουργοί σε μια τόσο …"ατομική" διαδικασία;

Ε.Μ. Δημιουργήσαμε θα έλεγα με τον Κωστή Σχιζάκη με σχετική ευκολία, τέμπο και δημιουργικό πνεύμα, τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος, το οποίο σε δεύτερο στάδιο επιμελήθηκα και δούλεψα μόνη μου, δημιουργώντας συνδετικούς αρμούς όπου χρειάζονταν, σεβόμενη βέβαια τα κείμενα και το ύφος του Κωστή Σχιζάκη στο πλαίσιο του δυνατού. Βίωσα δηλαδή τη χαρά της πνευματικής γενναιοδωρίας και συνύπαρξης, αλλά και την αναπόφευκτη μοναχική πορεία της ενοποίησης και επεξεργασίας των κειμένων μας, πράγμα  απαραίτητο για ένα μυθιστόρημα. Μια διαδικασία που θα ήταν αδύνατο να γίνει από δύο συγγραφείς, λαμβάνοντας υπόψη μας και την θάλασσα που χώριζε τους δύο υπολογιστές μας, μιας και ο Κωστής ζει μόνιμα στην Κρήτη, ενώ εγώ πάλι την επισκέπτομαι σπάνια. 

Κ. Σ. Α ναι... Είναι απίστευτο. Ξέρετε, εγώ έχω ένα Μουσείο. Μια φωλιά στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, όπου γίνονται διάφορα μαγικά πράγματα.  Συνήθως κάνω εκθέσεις ζωγραφικής.  Ανάμεσα στους επισκέπτες των εγκαινίων της έκθεσης με τίτλο "Έρως -Ήρως", ήταν και η Εύα μαζί με την παιδική μου φίλη που τη συνόδευε. Εκεί μου συστήθηκε ως συγγραφεύς κι από κει άρχισε η γνωριμία μας κι ακολούθησε η συνεργασία. Σε ό,τι αφορά την ατομικότητα της γραφής, θα έλεγα ότι δεν εθίγη στο παραμικρό. Δεν θα μπορούσε εξάλλου. Αφενός η απόσταση κι αφετέρου ο σεβασμός βοήθησαν την κοινή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της. Το αποτέλεσμα το κρίνετε εσείς.

Σε ποια σημεία του βιβλίου μπορεί να "διαβάσει" κανείς την Εύα Μαθιουδάκη και σε ποια τον Κωστή Σχιζάκη;

Ε.Μ. Α, ο Κωστής συνεισέφερε σε πολλά. Κυρίως στην πλοκή, αλλά και στα πιο δύσκολα σημεία εντάσεως και κλιμάκωσης του έργου. Ο Κωστής έδωσε σημαντικές νατουραλιστικές πινελιές στο έργο, ενώ εγώ τις πλέον λυρικές. Το σημαντικό είναι ότι δέσαμε και καταφέραμε να φτάσουμε την ιστορία μας, που ξεκίνησε ως πείραμα, μέχρι το τέλος. Τον ευχαριστώ πολύ και από εδώ.

Κ. Σ. Η σωστή απάντηση είναι σε όλα. Κι αυτό το λέω μετά λόγου γνώσεως δεδομένου ότι  δε θα συνέχιζα κάτι από μόνος μου αν δεν λάμβανα το κείμενο που να προσδιορίζει την οποιαδήποτε συνέχεια του έργου από την Εύα. Ανεξαρτήτως αυτού αν θα ήθελε κάποιος να επιμείνει σε παρόμοιες διακρίσεις θα πρέπει να ξεχωρίσει το ύφος των κειμένων. Μόνον  σε αυτό μπορεί να διακρίνει κάτι. Ο ρομαντισμός, η τάση ή η ροπή αν θέλετε προς την λυρικότητα των περιγραφών, η λεπτομέρεια στην αφήγηση, είναι της Εύας. 

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο της λογοτεχνίας; Μπορούν τα βιβλία να διαμορφώσουν συνειδήσεις;

Ε.Μ. Μα βέβαια! Διάβαζα πρόσφατα την ρήση της Virginia Woolf ότι η βύθιση σε ένα λογοτεχνικό κείμενο εξαλείφει το εγώ και μας ενώνει με αιώνια δεσμά με έναν άλλο νου… Ναι, αν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες του πάθους προς το βιβλίο, τότε τα βιβλία μπορούν να διαμορφώσουν συνειδήσεις, να αλλάξουν ακόμη και την πορεία της ίδιας μας της ζωής.  

Κ. Σ. Θα μπορούσα να το πιστέψω και να το υιοθετήσω ακόμα. Πόσα και πόσα βιβλία δε σμίλεψαν τη σκέψη μας και δεν παραδειγμάτισαν πολλές μας αποφάσεις. Δεν θα επεκταθώ. Είναι τεράστιο θέμα και θα μπορούσαμε να μιλάμε επί μέρες ολόκληρες.

Τι χρειάζεται η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Τοποθετώντας την μέσα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό σύνολο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ικανοποιητική ποιοτικά παραγωγή;

Ε.Μ. Χρειάζεται ίσως εξωστρέφεια και μια πιο οικουμενική επιλογή της θεματολογίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού «Καινούρια μέρα», από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, που βραβεύθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματεύεται το περιθώριο: άστεγοι, μαφία, αλητεία, ναρκωτικά, νεοναζισμός. Θέματα που απασχολούν έντονα την παγκόσμια κοινότητα πέρα από τα λοιπά χαρίσματα του ίδιου του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος. Αυτό βέβαια ως παράδειγμα, αν και θεωρώ ότι παραμένουμε μια εσωστρεφής κοινωνία, ασχέτως αν η παγκοσμιοποίηση έχει τρυπώσει από την πίσω πόρτα χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί.

Κ. Σ. Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Ιδιαίτερα αν λάβει υπόψη του την σημερινή. Όχι, δεν πάει καλά. Καθόλου καλά. Δεν είναι το πλήθος των εκδόσεων, είναι το ανόητο σχεδόν των θεμάτων κι επιπροσθέτως το αδιάφορο. Ας προσθέσω και την έλλειψη γνώσεως της γραφής. Έχουν δημιουργηθεί ένα σωρό σχολές γραφής, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχω δει και κάποιο αποτέλεσμα που να με ενθουσιάσει ή έστω να πω ότι κάτι γίνεται καλύτερο. Δεν είμαι ευχαριστημένος.

Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι έχει επηρεάσει η ελληνική κρίση τη λογοτεχνία; Όχι από άποψη πωλήσεων, αλλά από άποψη παραγωγής και θεματολογίας.

Ε.Μ. Η κρίση ενίσχυσε την παραγωγή νέων βιβλίων, κυρίως διηγημάτων ή και πολύ μικρών διηγημάτων (μπονζάι), περισσότερο ως κραυγή, ως διαμαρτυρία στα τόσα δύσκολα που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια και έφερε κατά την άποψη μου στο προσκήνιο νέους και πολλά υποσχόμενους συγγραφείς. Παρολ' αυτά δεν θεωρώ ότι υπάρχει λογοτεχνία της κρίσης, υπάρχει μόνο καλή και κακή λογοτεχνία.

Κ. Σ. Πιστεύω ότι τα φαινόμενα αυτά δεν έχουν φτάσει στην επιφάνεια ακόμα. Ίσως τα δούμε στην επόμενη δεκαετία. Πρέπει να χωνευθούν αρκετά και η κρίση δεν έχει περάσει ακόμα. Πιστεύω ότι θα φτάσει στην ακμή της τα επόμενα δύο-τρία χρόνια. Δεν βλέπετε ότι ο τραπεζικός μηχανισμός  βρίσκεται πληγωμένος κι ως τρόπο επούλωσης ψάχνει στους πλειστηριασμούς να βρει γιατρειά; Δε βλέπετε τις μεθοδεύσεις που έκαναν οι προηγούμενοι κυβερνήτες κατ' εντολή τους συστήματος προκειμένου να αδρανοποιήσουν οποιαδήποτε αντίσταση κατ' αυτών επινοώντας τα ηλεκτρονικά συστήματα ώστε τα ακίνητα να αλλάζουν χέρι δίχως να καταλαβαίνει ουδείς το τι και πώς; Τώρα, όσον αφορά τους ρυθμούς των εκδόσεων, τι να σας πω… Ο χορός καλά κρατεί. Και έχει απ' όλους τους ρυθμούς η πίστα.

Σύμφωνα με έρευνες, οι Έλληνες δε διαβάζουν αρκετά! Πώς θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, να αλλάξει αυτό -εφόσον θα είχε νόημα να αλλάξει;

Ε.Μ. Ναι, η μαγιά των ανθρώπων που διαβάζει είναι μικρή. Ότι στην νοοτροπία μας δεν είναι το βιβλίο με την έννοια ενός paperback που επιλέγουμε μαζί με την εφημερίδα μας, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο οπισθόφυλλο, λίγο πριν μπούμε στο τρένο, το λεωφορείο ή το αεροπλάνο, αυτό είναι βέβαιο. Φυσικά η κρίση, η τεχνολογία μέσω της εύκολης πρόσβασης σε εικόνα και ήχο επιδείνωσαν αυτή την πραγματικότητα. Και μια που από το σπίτι πολλοί λίγοι θα πάρουν αυτό το μικρόβιο της ανάγνωσης, μια πρόταση θα ήταν να εισαχθεί ως σχολική δραστηριότητα η δημιουργική ανάγνωση και όχι απαραίτητα μόνο με λογοτεχνικά αναγνώσματα αλλά σε πλέον διεπιστημονική βάση όπως: ιστορία, ιστορία της τέχνης, ή και φυσική και φιλοσοφία. 

Κ. Σ. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Θεωρώ ότι το έχεις ή δεν το έχεις.  Δεν είναι απλό να μετατραπείς σε αναγνώστη αν αυτό δεν σε ελκύει, αν δεν έχεις έφεση να το κάνεις. Υπάρχουν ευτυχώς οι φανατικοί αναγνώστες. Η φίλη μου στην Κρήτη διαβάζει ημερησίως τετρακόσιες σελίδες και τις θυμάται. Δε διαβάζει δηλαδή αφηρημένα διότι υπάρχει κι αυτό. Γονείς κυρίως και σχολείο μόνον μπορούν να διαμορφώσουν μια θετική άποψη περί του βιβλίου και γενικότερα της ανάγνωσής του.

Λογοτεχνικά σχέδια για το μέλλον;

Ε.Μ. Συνεχίζω τις μεταφράσεις κλασσικών γερμανικών ποιημάτων μιας ανθολογίας για έφηβους και προχωρώ ένα καινούριο μυθιστόρημα.

Κ. Σ. Ήδη είναι έτοιμες οι παιδικές ασθένειες και περιμένουν να λήξει ο ένας χρόνος από την κυκλοφορία του "Φταίχτη" για να πάρουν σειρά. Επίσης, βρίσκομαι στις διορθώσεις του Παλαιοπωλείου, το οποίο επίσης έχει ολοκληρωθεί δίχως να γνωρίζω πότε θα μπορέσει να δει το φως του. Ακόμα, διορθώνω μια μικρή σειρά ποιημάτων που άρχισα το περασμένο καλοκαίρι κι επεξεργάζομαι ακόμα την τελική τους μορφή. Οι στίχοι αυτοί αρχικά ήταν γραμμένοι στην ιταλική γλώσσα και συνόδευαν μια αρκετά μεγαλύτερη προσπάθεια εκ μέρους  μιας φίλης που θέλησε επίσης να συνεργαστούμε. Δυστυχώς διαφώνησα με την μεταφράστρια κι έκτοτε, απελευθερωμένος από τις απαιτήσεις της ρίμας, προχώρησα μόνος μου. Βλέπετε, είναι δύσκολο να ταιριάξεις με κάποιον στη γραφή και για τούτο είναι επίτευγμα η δημιουργία με την Εύα.

Θάνος Μικρούτσικος

«Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη»

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου / Περιοδικό Ser-Free τ.4, Μάιος 2009

Κύριε Μικρούτσικε, διετελέσατε υπουργός πολιτισμού. Από τότε μέχρι τώρα τι έχει αλλάξει στο πολιτισμικό σκηνικό της Ελλάδας;

Έχουν δημιουργηθεί αρκετοί θεσμοί τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ξεκίνησαν από την δική μου εποχή, από την άλλη μεριά όμως μπορώ να πω ότι έχει βαθύνει μια κρίση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στον πολιτισμό και αυτό οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Ο κόσμος συγκεντρώνεται στις μεγάλες πόλεις, οι μεγαλουπόλεις είναι τέτοιες που χάνεται ο συνεκτικός δεσμός των ανθρώπων. Πριν από εκατό-εκατόν πενήντα χρόνια ήταν αλλιώς, στη Βιέννη, στη Φλωρεντία, στο Παρίσι μπορούσε να γίνει τέχνη επειδή οι κάτοικοι είχαν έναν συνεκτικό δεσμό μεταξύ τους. Να φανταστείτε ότι η Πάτρα τον 19ο αιώνα όχι απλά είχε υποδομές, αλλά είχε δύο όπερες, ενώ τώρα σε όλη την χώρα υπάρχει μια. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε κοινό να παρακολουθεί. Το στοιχείο αυτό τώρα έχει αρχίσει να χάνεται. Μόνο σε κάποιες μικρές περιφερειακές πόλεις εξακολουθεί έστω χαλαρά να υπάρχει. Γι’ αυτό κι εγώ όταν ήμουν υπουργός επιχείρησα μια ανάπτυξη του πολιτισμού στην περιφέρεια. Αναφέρομαι στο εθνικό πολιτιστικό δίκτυο πόλεων, για την επίτευξη του οποίου επικοινώνησα με δημάρχους και έκανα καθημερινές συσκέψεις σε περιφερειακές πόλεις της Ελλάδας προσπαθώντας να βοηθήσω στη δημιουργία κάποιου θεσμού, όπως θα ήθελε η πόλη, με στόχο την εξακόντιση της σε πανελλαδική και ενδεχομένως σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Βασιζόμουν στον συνεκτικό δεσμό και στην ύπαρξη μιας ομάδας παθιασμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό το σχέδιο δεν αφορούσε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και έγινε τελικά εφικτό σε κάποιες πόλεις, στην Καλαμάτα, στην Λάρισα, στο Ρέθυμνο, στην Κοζάνη, στη Βέροια, στην Κομοτηνή. Στις Σέρρες μάλιστα υπήρχε θετική ανταπόκριση, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί. Ο πολιτισμός επομένως σήμερα υποχωρεί γιατί αλλάζει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, ή γιατί ασκεί πολύ μεγάλη επιρροή η εικόνα. Είναι εξάλλου φανερό πώς διαμορφώνουν τα ΜΜΕ την συνείδηση και την προτίμηση των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση φυσικά του lifestyle και του χαμηλού γούστου. Παράλληλα με την υποχώρηση όμως υπάρχει κι ένα αντίβαρο, ότι είναι δημιουργημένοι και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αρκετοί θεσμοί που σε μέσο όρο λειτουργούν, όπως είναι  το Μέγαρο Μουσικής, η Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, η Όπερα, το Φεστιβάλ Αθηνών που θεωρείται από τα πέντε καλύτερα της Ευρώπης. Εγώ είχα προτείνει να υπάρχουν θεσμοί σε αρκετές πόλεις, ώστε να έχουμε ένα δίκτυο τέτοιων πραγμάτων.

Τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα πώς τα κρίνετε;

Πιστεύω ότι στον χώρο του τραγουδιού υπάρχουν τρεις γενιές, που κρατάνε εξήντα χρόνια και αγγίζουν τον Νεοέλληνα, άλλοτε μειοψηφικά και άλλοτε πλειοψηφικά. Και πρόκειται για ένα τεράστιο διάστημα, δεν υπάρχει μουσική σχολή στην Ευρώπη με μεγαλύτερη διάρκεια από τη δική μας. Αυτή τη στιγμή βέβαια το lifestyle και το τραγούδι το εύκολο, το τυποποιημένο, φαίνεται ότι έχουν κερδίσει την μάχη, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, στην λειτουργία έχει αλλάξει το θέμα. Μπορεί στις τηλεοράσεις να παίζουν 99 το lifestyle και 1 το άλλο, όμως στην κοινωνία δεν είναι αυτή η αναλογία. Οπότε να μην μπλέκουμε την λειτουργία με το “είναι” των πραγμάτων, γιατί είναι διαφορετικά. Και σε αυτό η απάντησή μου είναι κατευθείαν συνομιλία με τον κόσμο.

Έχετε ασχοληθεί και με πολιτικά τραγούδια. Κάποιοι έχουν την άποψη ότι η τέχνη δεν μπορεί ποτέ να είναι στρατευμένη. Εσείς τι απάντηση δίνετε σε αυτό;

Η απάντηση είναι αυτό που κρατώ σαν φυλαχτό από τον αγαπημένο μου φίλο, το δάσκαλό μου, Γιάννη Ρίτσο. Μου έλεγε «γράφε για ό, τι σε καίει, για έρωτα, για ένα πολιτικό ζήτημα, για τη μοναξιά, για ό, τι συναίσθημα σε πνίγει, γράψε. Αλλά πρόσεχε η φόρμα σου να είναι πάντα πρωτότυπη και σύγχρονη. Μόνο τότε θα το εξακοντίσεις στον χρόνο». Αυτό το κρατάω και το προσπαθώ συνεχώς, ως πρόθεση τουλάχιστον. Ως αποτέλεσμα θα δείξει. Το ζήτημα είναι να προσπαθείς να είσαι σύγχρονος, να κοιτάς προς το μέλλον, να μην μιμείσαι το παρελθόν, τότε νομιμοποιούνται όλα. Δεν θα νομιμοποιούνταν η στρατευμένη τέχνη αν επί της ουσίας μετέφερε ένα πολιτικό μήνυμα. Αν όμως πολιτικά έργα έχουν μετουσιωθεί σε τέχνη, είναι αλλιώς. Ποιος θα μπορούσε να πει κάτι για τον Λόρκα, τον Μαγιακόφσκι, το «Μέρες του '36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Άρα, οτιδήποτε μπορεί να είναι στρατευμένο στον αγώνα ή στον έρωτα, το θέμα όμως είναι η μετουσίωση σε ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό γεγονός.

Ασχολείστε μεταξύ άλλων με μελοποιημένη ποίηση. Τι θέση μπορεί να έχει η ποίηση και ο καλλιτέχνης γενικά σε μια κοινωνία όπως η σημερινή;

Νομίζω ότι ο μόνος δρόμος σε μια κοινωνία σαν τη σημερινή είναι η τέχνη. Ακριβώς σε στιγμές κρίσης ο πολιτισμός και η τέχνη είναι δρόμος. Και αυτό που φωτίζει αυτόν τον δρόμο είναι η μεγάλη ποίηση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην καθοδηγηθούμε από τον Καβάφη, από τον Ρίτσο, από τον Ρεμπώ, σε μια εποχή κρίσης αξιών ή οικονομίας. Τότε είναι που μας χρειάζονται αυτά. Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη. Γιατί αυτή βοηθάει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου, είναι το χνάρι ενός ανθρώπου και η ζώσα ιστορία του. Και δεν το λέω επειδή είμαι καλλιτέχνης, το λέω επειδή είμαι σκεπτόμενος άνθρωπος.

Τι είναι αυτό που έχει δημιουργήσει αυτήν την γενικότερη κρίση στην Ελλάδα και ποια είναι η απάντηση για την έξοδο από αυτήν;

Νομίζω ότι αυτός ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός μιας τέτοιας κοινωνίας, όπου αναπαράγονται αξίες του Εγώ και του Υπερεγώ έναντι του συλλογικού Εμείς, όπου τα πάντα είναι το άγριο κυνήγι του χρήματος από το οποίο προέκυψε και η οικονομική κρίση, όπου όλες οι αξίες του ανθρωπισμού και του ουμανισμού έχουν υποχωρήσει, είναι οι αιτίες αυτής της βαρβαρότητας που ζούμε. Παράλληλα με τη βαρβαρότητα που αφορά στον πόλεμο στο Ιράκ ή στη Γιουγκοσλαβία, υπάρχει και η καθημερινή που βιώνουμε, αυτή η εκτόξευση του χυδαίου από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και μπορεί η τηλεόραση να μην διαμορφώνει συνειδήσεις σε ανθρώπους που έχουν πάρει ισχυρές βάσεις, αλλά διαμορφώνει την συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι ο καθένας από εμάς να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νησίδα αναπνοής. Κι αν αυτό το κάνουμε όλοι όσοι συνειδητοποιούμε πώς έχει η κατάσταση, τότε οι νησίδες αυτές μπορεί να ενωθούν και αρκετοί άνθρωποι να αναπνέουμε ελεύθερα. Κι όταν αναπνέουμε ελεύθερα πολλοί, τότε μπορεί και να αλλάξει η κατάσταση.

 

Κατερίνα Καριζώνη

"Η συγγραφή είναι ο μόνος τρόπος ζωής που γνωρίζω"

Η Κατερίνα Καριζώνη μιλάει στο vakxikon.gr για το βιβλίο της "Το λυκόφως του Αιγαίου" (Εκδόσεις Καστανιώτη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, για τη λογοτεχνία του σήμερα και για το χρέος των συγγραφέων απέναντι στην κοινωνία.

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Το λυκόφως του Αιγαίου".

"Το λυκόφως του Αιγαίου" είναι ένα μυθιστόρημα για την πειρατεία στο Αιγαίο τον 17ο αιώνα. Αναφέρεται σε προσωπικότητες μεγάλων πειρατών που έδρασαν στο Αρχιπέλαγος,  καθώς και σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, χωρίς να λείπει όμως η μυθοπλασία. Αφηγείται τις μάχες των πειρατών, τα ρεσάλτα στα πλοία και στα νησιά, τους έρωτές τους, τις μεταξύ τους συμμαχίες, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη θάλασσα, τα ήθη και τα έθιμα και τις δοξασίες των νησιωτικών πληθυσμών. Το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα μιας μακράς έρευνας που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια και μου έδωσε και άλλα τέσσερα βιβλία με σχετικό θέμα: «Το μεγάλο Αλγέρι», τον «Μονόφθαλμο κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Τον χάρτη των ονείρων», ένα μυθιστόρημα για τον Μπαρμπαρόσα και ένα λεύκωμα για την μανιάτικη πειρατεία. Το ζήτημα της πειρατείας είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πειρατεία δεν ήταν μια απλή επιχείρηση αρπαγής εχθρικού πλοίου και φορτίου. Αποτελούσε ένα οργανωμένο σύστημα αναδιανομής του πλούτου που περνούσε απ' τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου, σύστημα στο οποίο επένδυαν τα κεφάλαιά τους επιχειρήσεις, ιπποτικά τάγματα, βασιλιάδες, Εκκλησίες και ολόκληρα κράτη. Υπήρχαν νόμοι της θάλασσας, λειοδικεία, δικαστήρια, άδειες πειρατείας και πλεύσης, σημαίες και κανόνες. Ταυτόχρονα, η πειρατεία αποτελούσε κι έναν διαρκή πόλεμο στη θάλασσα ανάμεσα στις θρησκείες, τις ιδεολογίες και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Αυτό ήταν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασαν και οι Έλληνες πειρατές. Συνεργάστηκαν με τους δυτικούς και κυρίους τους Μαλτέζους εναντίον των Οθωμανών και των Μπαρμπαρέζων κι έγραψαν Ιστορία στη θάλασσα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι μαζί με τις καταδρομές που πραγματοποιούσαν, υποστήριζαν τα απελευθερωτικά κινήματα των κατοίκων των νησιών, κάποια νησιά μάλιστα, όπως την Μήλο την απελευθέρωσαν από τους Τούρκους για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η εξοικείωσή τους με τη θάλασσα και τον ναυτικό πόλεμο και η ελευθερία που απολάμβαναν μέσα απ' την πειρατική τους δραστηριότητα τους έκανε ετοιμοπόλεμους και αξιόμαχους και τους μετέτρεψε με τα χρόνια σε οπλαρχηγούς της Επανάστασης του '21. Οι Έλληνες πειρατές του Αιγαίου αποτέλεσαν τους Κλέφτες και τους Αρματολούς της θάλασσας στα πρώιμα επαναστατικά χρόνια. Το φαινόμενο της ελληνικής πειρατείας λοιπόν είναι άρρηκτα δεμένο με την αντίσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς, γι' αυτό και κάποιοι απ' αυτούς πέρασαν στο θρύλο και στα δημοτικά τραγούδια και έγιναν λαϊκοί ήρωες, όπως ο Ιωάννης Κάψης, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου μου. Βέβαια μέσα στο μυθιστόρημα δεν αγιοποιούνται οι πειρατές, ούτε αποκρύπτονται οι βιαιοπραγίες τους. Φωτίζεται όμως η πραγματική εικόνα τους που ήταν ως τώρα θολή και παρεξηγημένη.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα τόσο ιδιαίτερο και απαιτητικό θέμα;

Γράφοντας το μυθιστόρημα «Μεγάλο Αλγέρι», που ήταν η ιστορία της βεντέτας της οικογένειάς μου στη Μάνη, ανακάλυψα ότι οι Μανιάτες ήταν επαγγελματίες πειρατές. Στη δημοτική βιβλιοθήκη της Αρεόπολης την ίδια εποχή βρήκα τυχαία ένα βιβλίο που λεγόταν «Κουρσάροι του Αιγαίου», ήταν γραμμένο στη δεκαετία του '50 και κανείς δεν το είχε ποτέ δανειστεί. Τα φύλλα του ήταν άκοπα και σκονισμένα. Το πήρα λοιπόν, από περιέργεια, το διάβασα και το φωτοτύπησα. Από εκείνη τη μοιραία στιγμή με πήραν οι πειρατές μαζί τους στα καράβια τους και ανοίξαμε πανιά για την Ιστορία. Τότε κατάλαβα πόσο διαστρεβλωμένη εικόνα είχαμε για τους πειρατές, καθώς οι μεν ιστορικοί αποσιωπούσαν το θέμα, οι δε ταινίες μάς έδιναν μια ψεύτικη εικόνα της πειρατείας σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα.

Έχετε ασχοληθεί με πολλά είδη της λογοτεχνίας: μυθιστόρημα, ποίηση, παιδικό βιβλίο. Σε ποιο από αυτά τα είδη αισθάνεστε να κινείστε πιο άνετα και ποιο είναι το πιο απαιτητικό από αυτά;

Το πιο απαιτητικό είναι το μυθιστόρημα, γιατί είναι αφήγημα μεγάλης έκτασης, έχει χαρακτήρες και πλοκή που πρέπει να την παρακολουθείς αυστηρά. Το μυθιστόρημα, απ' την άλλη μεριά, τουλάχιστον αυτό που γράφω εγώ, περιέχει και την ποίηση και το παραμύθι. Βέβαια κανένα είδος δεν είναι εύκολο αν θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά μαζί του. Ούτε είναι τόσο απλό να γράψεις παραμύθια. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη ικανότητα να κάνεις την υπέρβαση της λογικής να πλοηγηθείς στο όνειρο και να πεις μια ιστορία που βγάζει νόημα. Δηλαδή να διαχειριστείς το όνειρο με λογικό τρόπο. Το ίδιο η ποίηση. Πρέπει να μετουσιώσεις τις λέξεις σε σύμβολα και να περάσεις ένα μήνυμα κατανοητό στον αναγνώστη. Κι αυτό δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η ποίηση ωστόσο ήταν και είναι πάντα η αγαπημένη μου ασχολία. Γράφω από παιδί ποιήματα και με τα χρόνια πέρασα και στην πεζογραφία.

Υπάρχουν συγγραφικά απωθημένα; Τι είναι αυτό που δεν έχετε γράψει ακόμα;

Ένα θεατρικό έργο. Αυτό δεν έχω γράψει ποτέ, αν και κάποια παιδικά μου βιβλία έγιναν θεατρικά. Θέλω κάποια στιγμή να γράψω κι ένα θεατρικό.

Γράφετε πολλά χρόνια. Τι έχει αλλάξει στο λογοτεχνικό τοπίο της Ελλάδας από τότε που ξεκινήσατε;

Όταν άρχισα να γράφω υπήρχαν κάποια πρότυπα που δεν μπορούσες να τα αμφισβητήσεις. Σήμερα όλα κρίνονται απ' την αρχή κι αυτό είναι καλό. Η λογοτεχνία προχωράει. Κατά την άποψή μου πρέπει να συναντηθεί και με άλλα γνωστικά πεδία, να δανειστεί εκφραστικούς τρόπους από αλλού και να εμπλουτιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κέρδισε έδαφος το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας, η μαθηματική λογοτεχνία και άλλα είδη που μας έρχονται συχνά από το εξωτερικό. Υπάρχει ένας πλουραλισμός στη λογοτεχνία, γράφονται καλά βιβλία στην Ελλάδα και μάλιστα από νέους συγγραφείς.

Τι χρέος έχει ο συγγραφέας απέναντι στο κοινό του; Σκοπός ενός βιβλίου πρέπει να είναι η ψυχαγωγία ή η διαμόρφωση συνειδήσεων;

Είναι και τα δύο. Για μένα όταν μπορεί ένα βιβλίο να διαμορφώσει συνειδήσεις ή να φωτίσει κάποιες σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας και της ζωής ακόμα, είναι ένα ωφέλιμο βιβλίο. Μου αρέσει επίσης να μαθαίνω πράγματα από ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι σαν τα καινούργια παράθυρα που σου ανοίγονται στον κόσμο.

Τι είναι αυτό που επιδιώκετε να εκφράσετε μέσω της συγγραφής; Υπάρχει κάποια κεντρική ιδέα στο πίσω μέρος του μυαλού σας που να εκφράζεται διαφοροποιημένη σε κάθε σας βιβλίο;

Υπάρχει μια κεντρική ιδέα πάντα πριν αρχίσεις να γράφεις ένα βιβλίο. Κατά μία άποψη γράφουμε σ' όλη τη ζωή μας το ίδιο βιβλίο. Εγώ νομίζω όμως ότι κάθε βιβλίο είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, ακόμα και όταν μιλάει για όμοια πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και οι συγγραφικές εμμονές που στοιχειώνουν όλους τους συγγραφείς. Είναι ευθύνη του κάθε συγγραφέα να βρει έναν τρόπο να μην επαναλαμβάνεται. Εγώ τι επιδιώκω με την συγγραφή; Για μένα είναι ο μόνος τρόπος ζωής που γνωρίζω.

Σχέδια για το μέλλον; Τι άλλο ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;

Έχω σχέδια για ένα μυθιστόρημα, αλλά αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δυο θέματα και δεν έχω καταλήξει ακόμα.

Μισέλ Φάις

"Έμπνευση είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο, κάτι λησμονημένο"

 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Όπως ποτέ", που κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Πατάκη.

Εν πρώτοις, κλείνει την τελευταία τριλογία μου. Ταυτόχρονα, είναι ένα βιβλίο μιας χωροταξικής μετατόπισης: από το τελετουργικό δωμάτιο της ψυχανάλυσης («Από το πουθενά», 2015), στο δυστοπικό γκρι στούντιο («Lady Cortisol», 2016) και στο κλειστοφοβικό λαγούμι του εαυτού («Όπως ποτέ», 2019).  Επίσης, το “Όπως ποτέ” είναι ένα βιβλίο, όπως τα περισσότερα βιβλία μου, που επιβεβαιώνει ότι το πώς λες μια ιστορία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και το τι λέει μια ιστορία, αλλά και γιατί την λες. Ακόμη, το “Όπως ποτέ” επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας του έλκεται περισσότερο από την πρόζα της ποίησης, της φιλοσοφίας, της φωτογραφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της πολεοδομίας, της μουσικής, ιδίως αυτής, κι ολοένα λιγότερο από την πρόζα της λογοτεχνίας.

Επί του πρακτέου, όμως, το “Όπως ποτέ” μιλάει για ένα κλονισμένο άντρα, μια αινιγματική γυναίκα (τους γονείς του αφηγητή; το αρχετυπικό κι έκπτωτο άρρεν και θήλυ; το άρρεν και το θήλυ εντός του αφηγητή; τη Γραφή και την Πραγματικότητα;) κι ένα δυσοίωνο πλήθος που κινείται ανάμεσα τους άλλοτε πανικόβλητα, άλλοτε ληθαργικά κι άλλοτε φαρσικά (παρ’  ολίγον να πω: φαϊσικά). Το "Όπως ποτέ” είναι βιβλίο που λογοδοτεί στο βλέμμα και στο άγγιγμα του ονείρου, εξού και είναι τόσο ρευστό, μεθοριακό, θρυμματισμένο, κρυπτικό. Κατά βάθος, ένα βιβλίο πτώσης (αυτό, εξάλλου, μαρτυρεί και η ασπρόμαυρη σκάλα του  εξωφύλλου)―πτώση: από το νόημα, από τον εαυτό, από τη μνήμη, από τις οικειότητες, από τις λέξεις. Σαν να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις ταυτόχρονα μια σκάλα (σαν αυτή του εξωφύλλου που εκτός από τη σκάλα του ιατρείου του πατέρα μου στην Κομοτηνή παραπέμπει και στη σκάλα του ονείρου του Ιακώβ) εξού και ο υπότιτλος:  Κωμωδία της κούρασης.

Τι μεσολαβεί από το ένα βιβλίο στο άλλο;

Η ασυνεχής ροή ανάμεσα στα κεφάλαια της αφηγημένης ζωής. Επειδή, ως γνωστόν, η ζωή δεν ζει, η αφήγηση δεν αφηγείται.

Τι αίσθηση σας αφήνει η ολοκλήρωση του κάθε βιβλίου και πώς συναντάτε την έμπνευση για το επόμενο;

Άλλοτε κάτι από ανακούφιση, άλλοτε κάτι από ανία, άλλοτε κάτι από πένθος, άλλοτε κάτι από κωμωδία. Έμπνευση, αν υπάρχει, είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο και απροσδιόριστο, κάτι λησμονημένο, εμποδισμένο ή παραγκωνισμένο, κάτι που ζητάει να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι που δεν αντέχει να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι.

Ποια είναι μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας; Να βελτιωθεί από βιβλίο σε βιβλίο; Να καταφέρει να δημιουργήσει έναν σταθερό δεσμό με τον αναγνώστη; Να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα;

Στην κρούστα κάποιες από αυτές τις αιτίες. Στο βάθος να αντέξει στις εφήμερες πιέσεις του βιοπορισμού, αλλά και τις μετατοπίσεις ή τις ρωγμές του μέσα χρόνου ώστε να εξασφαλίσει χρόνο, συμπαγή και ατεμάχιστο, για να δοκιμαστεί, πάλι και πάλι, με τους οικείους δαίμονες της μνήμης, της γλώσσας, της επιθυμίας για γραφή.

Εδώ και πολλά χρόνια διδάσκετε δημιουργική γραφή. Σε πόσο μεγάλο βαθμό, αλήθεια, μπορεί να διδαχθεί η τέχνη της γραφής;

Το έχω ξαναπεί. To επαναλαμβάνω. Το αν διδάσκεται ή όχι η γραφή (λογοτεχνική, θεατρική, δοκιμιακή κτλ) δεν με απασχόλησε ποτέ. Αντιθέτως, αυτό που με απασχόλησε και με απασχολεί μέχρι σήμερα, όταν μπαίνω σε μια τάξη δημιουργικής γραφής, είναι η διαθεσιμότητα όλων αυτών που καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι, γύρω από βιβλία, από κείμενα, από ασκήσεις. Αυτό με καίει, αυτό είναι το κρίσιμο: το αναγνωστικό, αφηγηματικό, το ψυχικό τους άνοιγμα. Είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κάποιους κινδύνους; Να αποχαιρετήσουν κάποιες βεβαιότητες; Να δεχτούν την αφηγηματική περιπέτεια, ταυτόχρονα, ως περιπέτεια της αφήγησης και ως περιπέτεια του εαυτού; Και η απάντηση, φυσικά, έρχεται πάντα από τα βιβλία, τις διακρίσεις και τις λογοτεχνικές συντροφιές που αναφύονται και εξαπλώνονται μέσα από τις συναντήσεις δημιουργικής γραφής που εμπλέκομαι εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του ΕΚΕΜΕΛ και του ΕΚΕΒΙ μέχρι σήμερα στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Από την εμπειρία της συναναστροφής σας με επίδοξους συγγραφείς, τι να περιμένουμε από τη λογοτεχνική γενιά του αύριο;

Ό,τι περιμέναμε και από τη γενιά του χθες, ό,τι περιμένουμε από τη γενιά του σήμερα: απαιτητικότερα και πιο ιδιοσυγκρασιακά βιβλία. Βιβλία που βάζουν στην άκρη την αυτοεικόνα τους, αν θα αρέσουν, αν θα προκαλέσουν, αν θα πουλήσουν και άλλα ηχηρά παρόμοια. Βιβλία που βάζουν στοιχήματα με το παρελθόν τους και το μέλλον τους κι όχι περιοριστικά με το εφήμερο παρόν τους.

Σύμφωνα με έρευνες, οι μισοί Έλληνες δε διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και οι άλλοι μισοί διαβάζουν ελάχιστα. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό; Θα μπορούσε να αλλάξει;

Μακρά και μάλλον ατελέσφορη κουβέντα. Γενικώς είμαστε λαός αυτοσχέδιος, θορυβώδης και απρογραμμάτιστος. Έτσι μάθαμε, έτσι μας έμαθαν. Από τη μια το ένδοξο ή ηρωικό παρελθόν μας, από την άλλη η μεταπολιτευτική μας ραστώνη. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η οικονομική δυσανεξία βύθισε στην κατάθλιψη όλον αυτόν τον καταστατικό μας διχασμό. Πάντως τώρα είναι πιο καθαρά, πιο τίμια τα πράγματα: οι αναγνώστες αγοράζουν τα βιβλία που θα διαβάσουν κι όχι τα βιβλία που φαντασιώνονται ότι θα διαβάσουν, χωρίς να τα διαβάζουν εντέλει. Το αν, πότε και πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση… Υπάρχουν πιο αρμόδια χείλη να αποφανθούν περί αυτού. Προσωπικά, όσον με αφορά, στους μαθητές μου επιμένω πως άβιβλος συγγραφέας δεν νοείται.

Σε πόσο μεγάλο βαθμό καταφέρνετε σε κάθε βιβλίο να εκφράσετε αυτά που θα θέλατε; Υπάρχει ταύτιση μεταξύ πρόθεσης και αποτελέσματος;

Γράφω σ' ένα σημείο στο “Όπως ποτέ”: 

Όταν λες μια ιστορία… Ναι… Λέω, όταν λες μια ιστορία, τι λες; Λέω αυτό που συνέβη. Μόνο; Αυτό που συνέβη από τη σκοπιά μου… Μόνο; Κάποιες φορές κι αυτό που ήθελα να συμβεί ή κι αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Αυτό γιατί το κάνεις; Για να κάνω την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Μόνο; Χωρίς αιχμές. Να τη στρογγυλέψω. Πιο ανακουφιστική. Για ποιον; Συνήθως για μένα. Τροποποιείς τα δεδομένα, παραλλάσσεις το πλαίσιο, μετατοπίζεις χρόνους και χώρους, μασκαρεύεις πρόσωπα και συμβάντα, αναλόγως σε ποιον λες την ιστορία; Παλαιότερα. Τώρα; Τώρα προσπαθώ να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται. Ακριβής ή αληθινός; Ακριβής. Μεγαλύτερη αλήθεια από την ακρίβεια δεν υπάρχει. Η ακρίβεια έχει κάτι το απόλυτο. Δηλαδή; Κάτι το άυλα απτό. Μάλιστα… Σκέψου, μια καρέκλα. Στέρεη και αναπαυτική. Τη σκέφτεσαι; Την καρέκλα; Αυτή η καρέκλα δεν υπάρχει. Δεν… Αυτή η καρέκλα βγαίνει από κάποιο όνειρο ή από το επέκεινα. Μάλιστα… Η ακρίβεια, λοιπόν, έχει την τεχνική, τη δύναμη, πες το όπως θες, να αποσπά αυτή την καρέκλα από την αχλή ή το άδηλο. Κι όχι μόνο. Να τη φέρνει στον χώρο σου. Να την εμφανίζει μπροστά σου. Πιο πραγματική από την πραγματική. Κατανοητό; Κι όχι μόνο να τη φέρνει σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, αλλά να μπορείς, αν θες, αν δεν φοβάσαι, να καθίσεις. Στην καρέκλα από το όνειρο; Ή από το επέκεινα. Να καθίσεις και να διαβάσεις την εφημερίδα σου ή να πιεις το τσάι σου. Ακόμη και να πάρεις έναν υπνάκο μπορείς. Τι να πω… Ό,τι θέλεις… Τι μεσολάβησε, τι άλλαξε από παλιά; Τι εννοείς; Τι σε οδήγησε, τι σε έσπρωξε με τον καιρό, πώς να το πω, στην αγκαλιά της ακρίβειας, στα θέλγητρά της. Πρώτον, το πες πες πολλών ιστοριών. Δεύτερον, οι αντοχές μου. Δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι περίπλοκο. Η μειωμένη πλέον συγκέντρωση του ακροατή, η παραδοπιστία των λέξεων, αλλά, κυρίως, η επιθυμία μου να αφηγηθώ κάτι που ενδεχομένως είναι άτεχνο ή ανιαρό, βρίσκεται όμως όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτό που ακριβώς έζησα. Και τα καταφέρνεις; Με πολλή προσπάθεια. Υπάρχουν κάποια τρικ γι’ αυτό; Μπορούμε να τα πούμε κι έτσι… Παράδειγμα; Ότι λέω, αφηγούμαι την τελευταία ιστορία στον κόσμο, την τελευταία ιστορία που μου αναλογεί, κι ότι, αν αποκλίνω από την πραγματική της αίσθηση, θα μου συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που, έτσι κι αλλιώς, πρόκειται να μου συμβεί. Με άλλα λόγια, μου λες ότι η πραγματική αίσθηση μιας ιστορίας μπορεί να σώσει εσένα, την ιστορία κι αυτόν που σε ακούει; Δεν ξέρω, μπορεί. Λες μια ιστορία για τον εαυτό σου, για τον άλλο ή για την ίδια την ιστορία; Μπορεί και για την ιστορία των ιστοριών. Για την αφανισμένη φάρα των ιστοριών”.

Κάπως, έτσι, λοιπόν.

Σχέδια για το μέλλον; Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό και τι άλλο ετοιμάζετε;

Ασχολούμαι με τον σχεδόν δίχρονο γιό μου. Το πιο φωτεινό, το πιο ανεξάντλητο, το πιο βαθύ κείμενο της ζωής μου. Παρεμπιπτόντως, αυτός που γράφει κι όταν δεν γράφει γράφει. Οψόμεθα, λοιπόν…

Χρήστος Κούκης

«Ο ποιητής έχει το ιερό χρέος να μιλάει στην κοινωνία, να την προειδοποιεί, να την "ενοχλεί" διαρκώς»

 

Πείτε μου λίγα λόγια για την τελευταία σας ποιητική συλλογή "Μοντέρνα ενοχή", που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.

Η «Μοντέρνα ενοχή» γράφτηκε κάτω από μια πρόδηλη πίεση για αλλαγή, κοινωνική και προσωπική. Ο χρόνος πολύ συχνά, ανεπαίσθητα, διαμορφώνει μέσα μας και γύρω μας νέες κατευθύνσεις και εμείς με την σειρά μας προσπαθούμε να συντονίσουμε και να ισορροπήσουμε την ψυχή μας με την πραγματικότητα. Το βιβλίο εκφράζει ακριβώς την αγωνία του ανθρώπου να σταθεί όρθιος σε αυτό το πρωτόγνωρο για αυτόν μεταίχμιο.  

Διάλεξα να γράψω μικρότερα, σε έκταση, ποιήματα και να πειραματιστώ σε νέες φόρμες γραφής. Επίσης, διάλεξα να μην αλλάξω την στάση μου ούτε σε αυτό το βιβλίο και να προκρίνω την ελπίδα ως την σπουδαιότερη από τις ματαιότητες αυτού του κόσμου.

Υπαρξιακή ή κοινωνική ποίηση; Το βιβλίο σας ακροβατεί ανάμεσα στα δύο αυτά είδη. Ποιο υπερισχύει και τι είναι αυτό που θέλατε τελικά να εκφράσετε;

Πιστεύω πως η υπαρξιακή ποίηση είναι αυτόματα και κοινωνική. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι ποια πλευρά επιλέγουμε να φωτίσουμε περισσότερο ή λιγότερο. Η ανάγκη του κάθε καιρού που βιώνουμε μας ψιθυρίζει την επιλογή αυτή. Σε προηγούμενα βιβλία μου εξερεύνησα περισσότερο τις εσωτερικές διαδρομές της γλώσσας και του μυαλού γνωρίζοντας πως από εκεί ξεκινά κανείς αν θέλει να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. Ταξιδεύοντας όμως σε φεστιβάλ ποίησης σε πολλά και διαφορετικά μέρη και ερχόμενος σε επαφή με την μεγάλη εικόνα του ανθρώπου, ένιωσα την αληθινή ανάγκη να μιλήσω και να αποτυπώσω με θάρρος τη δύναμη του ορατού, τη δύναμη του σήμερα και το αιώνιο νόημα που πάντα υπάρχει σε αυτό. Θέλω να εκφράσω τον άνθρωπο και τις ερωτήσεις του με μια πιο άμεση μορφή.

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο της ποίησης; Έχει χρέος ο ποιητής απέναντι στην κοινωνία;

Ο ποιητής έχει το ιερό χρέος να μιλάει στην κοινωνία, να την προειδοποιεί, να την «ενοχλεί» διαρκώς και να γίνεται δυσάρεστος απέναντι στην κάθε μικρή ή μεγάλη εξουσία. Ο ποιητής δεν ανήκει παρά στο ωφέλιμο και στο αληθινό. Η εμπλοκή του ποιητή στην κοινωνία θέλει όμως προσοχή και εγρήγορση. Η ποίηση μάς δίνει το δικαίωμα να μαχόμαστε για  τον άνθρωπο, τον οποιοδήποτε άνθρωπο, και δεν πρέπει να το πετάξουμε και να το σπαταλήσουμε σε ιδεολογίες, κόμματα, επιτροπές και παραγοντισμούς. Ακόμα και ένας άνθρωπος να έχει «προστατευθεί» και «γιατρευθεί» από την ποίηση, ο ποιητής έχει επιτελέσει τον κοινωνικό του ρόλο.

Η ποίηση είναι ίσως ένα παρεξηγημένο λογοτεχνικό είδος, θεωρείται μάλλον το δυσκολότερο. Ποια είναι, κατά τη δική σας γνώμη, η σχέση της ποίησης και του αναγνωστικού κοινού σήμερα;

Η ποίηση έχει χάσει αλήθεια ένα μεγάλο μέρος του κοινού της και έχει επικρατήσει η λανθασμένη άποψη ότι πρόκειται για μια δυσνόητη τέχνη, μια τέχνη για λίγους και εκλεκτούς. Πιστεύω πως για αυτό κυρίως φταίει η εσωστρέφεια και το ακαδημαϊκό ύφος και περιεχόμενο των τελευταίων γενιών των ποιητών. Αντιθέτως, δεν γνωρίζω κανέναν άνθρωπο που τον δυσκόλεψε, για παράδειγμα, η ποίηση του Καβάφη, που δεν γοητεύθηκε από το περιεχόμενο των ποιημάτων του ή που δεν ανέτρεξε σε αυτά ανακαλώντας στίχους του.

Σήμερα η ποίηση, βοηθούμενη και από την κρίση που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, έχει κερδίσει αρκετό έδαφος στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, ιδιαίτερα με νέες φωνές που έχουνε αναδειχθεί. Ειλικρινά εύχομαι και θέλω να στηρίξω αυτό το ρεύμα να συνεχιστεί και να εδραιωθεί.

Τι είναι επιτυχία για έναν ποιητή; Πότε μπορεί να θεωρηθεί ένας ποιητής επιτυχημένος;

Η επιτυχία είναι μια επικίνδυνη λέξη, αλλά υπάρχουνε φορές και αιτίες που αυτός ο κίνδυνος αξίζει και με το παραπάνω. θα σας δώσω δύο παραδείγματα: 

Α) Πριν λίγα χρόνια έφτιαξα (αφιλοκερδώς) μια σειρά από βίντεο για τους εν ζωή μεγάλους ποιητές της χώρας μας και αυτή η σειρά ανέβηκε στο διαδίκτυο αλλά και στο Υπουργείο Παιδείας και είναι προσβάσιμη δωρεάν από όλους. Συνεχώς λαμβάνω μηνύματα κυρίως από μαθητές που ανακαλύπτουν τους σημαντικούς μας ποιητές και την αξία στην ζωή τους και την μόρφωσή τους. Επιτυχία λοιπόν για έναν ποιητή είναι σίγουρα να υπηρετεί ταπεινά την ίδια του την τέχνη.

Β) Τους τελευταίους μήνες επισκέπτομαι (επίσης αφιλοκερδώς) τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών και συμβάλω όσο μπορώ στην γενικότερη προσπάθεια  ώστε οι  έγκλειστοι να έρθουνε σε άμεση επαφή με το βιβλίο, την ποίηση, να κατανοήσουν την σημασία της και -γιατί όχι;- να γράψουνε και οι ίδιοι. Στις επισκέψεις μου αυτές έχω βρεθεί τόσο κοντά στην αλήθεια όσο ποτέ άλλοτε, έχω νιώσει ευτυχισμένος τόσο για την δική μου εσωτερική πρόοδο όσο και για των «μαθητών» μου. Επιτυχία λοιπόν για έναν ποιητή είναι να προσφέρει στον άνθρωπο.

Ασχολείστε χρόνια με την ποίηση, έχετε εκδώσει ήδη έξι ποιητικές συλλογές. Τι έχει αλλάξει στην προσωπική σας σχέση με την ποίηση από τότε που ξεκινήσατε μέχρι τώρα;

Έχουν αλλάξει τα πάντα εκτός από την δίψα μου να γράφω. Λέω δίψα γιατί νιώθω την ανάγκη μου να γράφω σαν κάτι θεμελιώδες στην ζωή μου. Όμως όλα τα υπόλοιπα έχουν μετασχηματιστεί, έχουν πάρει μια καλύτερη τροπή: ο τρόπος που διαβάζω ποίηση, που γράφω, που αντιλαμβάνομαι την γλώσσα και τις λέξεις, το εύρος των ποιητών που διαβάζω, το ύφος με το οποίο τοποθετώ τον εαυτό μου στην κοινωνία και στον κόσμο. Η ποίηση είναι ένας απαιτητικός γάμος με ευτυχή κατάληξη!

Συγγραφικά απωθημένα; Τι δεν έχετε κάνει μέχρι τώρα και σε τι να περιμένουμε να σας δούμε στο μέλλον;

Θέλω να ασχοληθώ πιο ενεργά με το θέατρο και το παραμύθι. Έχω ήδη ολοκληρώσει ένα παραμύθι για ενήλικες και έχω γράψει κάποια κομμάτια του πρώτου μου θεατρικού ελπίζοντας πως σύντομα θα είναι έτοιμο.

Επόμενα λογοτεχνικά σχέδια;

Θα συμμετέχω σε κάποια φεστιβάλ ποίησης στην Ασία και στην Ευρώπη και σε συλλογικές εκδόσεις στο εξωτερικό με δικά μου ποιήματα ή μεταφράσεις.

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr