Ο Andrew (MilesTeller) είναι ένας νέος ταλαντούχος ντράμερ που φιλοδοξεί να γίνει ένας μεγάλος τζαζίστας. Σπουδάζοντας στο μουσικό κολλέγιο Shaffer, θέλει πάσει θυσία να κερδίσει μια θέση στην τζαζ μπάντα του καθηγητή TerenceFletcher (J.K. Simmons). Ο Andrew, μπαίνοντας στην μπάντα, θα διαπιστώσει ότι ο εκκεντρικός, απαιτητικός, τελειομανής δάσκαλος του χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σκληρές και μάλλον ανορθόδοξες παιδαγωγικά μεθόδους για να φέρει τους μουσικούς του στα επίπεδα που θέλει. Ο Andrew ματώνει, καθώς εξασκείται όλο και σκληρότερα, και ο Fletcher τον πιέζει, οδηγώντας τον συχνά έξω από τα όρια του.
Ένα απίστευτα σφιχτό και μεστό φιλμ, με δυνατό ρυθμό, καταιγιστική εξέλιξη και σοκαριστικό θέμα. Αξίζει τόσος κόπος για την τέχνη; Μέχρι ποιο σημείο πρέπει να πιεστείς για να εξελίξεις το ταλέντο σου; Πόσα αξίζει να θυσιάσεις; Μέχρι ποιο σημείο επιτρέπεται να επεμβαίνει ο δάσκαλος για να βγάλει τον καλύτερο εαυτό του μαθητή του; Είναι αποδεκτό να χρησιμοποιείς αντιπαιδαγωγικές και βάναυσες μεθόδους προκειμένου να κάνεις τον μαθητή σου να κινητοποιηθεί;
Τα όρια και οι αντοχές ενός καλλιτέχνη, η πεμπτουσία της τέχνης ως τρόπος και σκοπός ζωής, τα σύνορα που χωρίζουν την εκπαιδευτική μέθοδο από το σαδισμό και το αν είναι αποδεκτό το να φτάνεις στην κακοποίηση για χάρη του ταλέντου είναι μερικά από τα ζητήματα που θέτει με πολύ εύστοχο τρόπο ο Damien Chazelle.
Χωρίς σάλτσες και περιττές σκηνές, η ταινία κινείται σκιαγραφώντας το παιχνίδι ανάμεσα στο μαθητή και το δάσκαλο, που ενσαρκώνουν υπέροχα οι MilesTeller και J.K. Simmons -ειδικά ο δεύτερος ερμηνεύει αναμφίβολα το ρόλο της καριέρας του και φυσικά κερδίζει το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Υπέροχη σκηνοθεσία, ενδιαφέρουσα σεναριακή κλιμάκωση, δυνατό φινάλε και ασφαλώς απολαυστική μουσική.
Το Whiplash είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία που κυκλοφόρησε το 2014 (και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι θα έπρεπε να είχε κερδίσει και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας). Δίνει πολλή τροφή για συζήτηση και σκέψεις, πάνω σε ένα θέμα μάλιστα που σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη. Σε μια εποχή που ο αμερικανικός κινηματογράφος βρίσκεται σε ύφεση και ανακυκλώνει τις ιδέες του, το Whiplash όχι μόνο ξεχωρίζει, αλλά δείχνει και την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να κινηθεί από εδώ και πέρα το σινεμά.
Le violon rouge (The red violin, Το κόκκινο βιολί), 1998
Σκηνοθέτης: François Girard
Ηθοποιοί: Samuel L. Jackson, Don McKellar, Carlo Cecchi
Ένα βιολί, το επονομαζόμενο κόκκινο βιολί, κατασκευασμένο περί το 1600, περνάει από χέρι σε χέρι, διατρέχοντας έτσι τρεις περίπου αιώνες, για να καταλήξει στον 20ο πλέον αιώνα σε μια δημοπρασία. Στην πορεία του αυτή θα γοητέψει και θα επηρεάσει τους κατόχους του, με τρόπο που να μοιάζει πολλές φορές ότι έχει ζωή από μόνο του.
Η φανταστική πορεία ενός βιολιού μέσα στο χρόνο, που συνδέεται άρρηκτα με τις ζωές όσων το έχουν και με το εκάστοτε κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο. Πέντε ανεξάρτητες ιστορίες (ο κατασκευαστής του, ένα ορφανό ταλαντούχο αγόρι, ένα διάσημος βιολιστής, η κομμουνιστική Κίνα, μια δημοπρασία) και πέντε διαφορετικές χώρες (Ιταλία, Βιέννη, Αγγλία, Κίνα, Αμερική) που κάνουν τα εκατόν τριάντα λεπτά της ταινίας να περάσουν σαν νερό. Η σφιχτή πλοκή του φιλμ ξετυλίγεται με ευφυέστατο τρόπο και με φλας-μπακ που συνθέτουν σιγά-σιγά το παζλ.
Έξοχη σκηνοθεσία καικαταπληκτική φωτογραφία, που δημιουργούν ατμόσφαιρα ανάλογη του πνεύματος του φιλμ και ζωντανεύουν την μυστήρια επιρροή που φέρεται να ασκεί το βιολί στους ανθρώπους. Η ταινία καταφέρνει να διατηρεί ένα χαμηλό προφίλ, μακριά από ανούσιους συναισθηματισμούς και πομπώδεις επιδείξεις, για να γοητέψει τελικά τον θεατή με την μεγαλοπρέπεια της. Πολύ καλές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς, αλλά το στοίχημα κερδίζεται αναμφίβολα με το πολύ δυνατό σενάριο των Don McKellar και François Girard. Ακόμη κι αν δεν σας αρέσει η ταινία, το δίχως άλλο θα λατρέψετε τη μουσική: το βασικό δε μουσικό θέμα είναι πασίγνωστο και ο John Corigliano κέρδισε το Όσκαρ μουσικής με το σπαθί του.
Τρεις κοπέλες στην Ιρλανδία των 60s κλείνονται στα «Άσυλα της Μαγδαλήνης», ένα είδος αναμορφωτηρίου-φυλακής που συντηρούσε η Καθολική Εκκλησία, επειδή διέπραξαν αμαρτήματα σεξουαλικής φύσης: η μία βιάστηκε από τον ξάδερφο της, η άλλη γέννησε παιδί εκτός γάμου και η τρίτη φλέρταρε με αγόρια. Στο άσυλο αυτό οι τρεις ηρωίδες μαζί με πολλές άλλες γυναίκες θα έρθουν αντιμέτωπες με σκληρή δουλειά, με σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, καταπίεση και έσχατους εξευτελισμούς.
Καταστάσεις που δε θα ήθελε κανείς να βιώσει ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του παρουσιάζονται ρεαλιστικές και απογυμνωμένες από κάθε απόπειρα εξωραϊσμού δίνοντας μια πραγματική γροθιά στο στομάχι του θεατή. Στην ενίσχυση αυτού του συναισθήματος συνηγορεί όχι μόνο το δυνατό σενάριο διά χειρός του σκηνοθέτη, αλλά και η ίδια η σκηνοθεσία και η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αντάξιας του θέματος του φιλμ. Απουσία οποιωνδήποτε εφέ, υπερβολών και επιτηδευμένων τεχνασμάτων, το φιλμ με όπλο του την απλότητα αποκτά το ρεαλιστικό αντίκτυπο που επιδιώκει.
Η ταινία δε σε αφήνει να χαλαρώσεις, κυλάει με δυνατό ρυθμό, ακριβώς λόγω του ενδιαφέροντος θέματος που θίγει. Πόσω μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για γεγονότα που όντως συνέβησαν. Για την ιστορία να πούμε ότι το τελευταίο άσυλο έκλεισε μόλις το 1996 (!).
Η ταινία εισέπραξε αρνητικές αντιδράσεις από την Καθολική Εκκλησία και αρκετά θετικές από τους κριτικούς, όπως δείχνουν και τα βραβεία που κέρδισε ή αυτά για τα οποία προτάθηκε. Mustsee φιλμάκι, και γιατί ...«ταρακουνάει», αλλά και για να ξέρουμε τι συμβαίνει γύρω μας...
ArlingtonRoad (Ο ύποπτος της οδού Άρλιγκτον), 1999
Σκηνοθεσία: Mark Pellington Παίζουν: Jeff Bridges, Tim Robbins
Ο MichaelFaraday (JeffBridges), καθηγητής ιστορίας με ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορία τρομοκρατικών οργανώσεων, ζει με τον δεκάχρονο γιο του μην έχοντας καταφέρει να ξεπεράσει εντελώς τον θάνατο της γυναίκας του, που σκοτώθηκε από τρομοκράτες κατά τη διάρκεια της δουλειάς της ως πράκτορας του FBI. Στο διπλανό σπίτι θα έρθει να εγκατασταθεί ο Oliver Lang (Tim Robbins) με την οικογένεια του και οι δύο άντρες, καθώς και οι γιοι τους, δεν θα αργήσουν να γίνουν φίλοι. Όλα όμως θα ανατραπούν περίεργα όταν ο Faraday θα αρχίσει να υποψιάζεται για την τρομοκρατική δράση του γείτονά του.
Ταινία που κυκλοφόρησε αρκετά πριν την 11η Σεπτεμβρίου, γεγονός που την κάνει να διαφέρει από τις δεκάδες ταινίες περί τρομοκρατίας που γυρίστηκαν έκτοτε και συναγωνίζεται η μία την άλλη σε έλλειψη πρωτοτυπίας. «Ο ύποπτος της οδού Άρλιγκτον» (όπως δηλαδή κυκλοφόρησε η ταινία στην Ελλάδα) δεν έχει να κάνει μόνο με ανατινάξεις, καταδιώξεις και αμέτρητα θύματα, αλλά πολύ περισσότερο με ένα κλιμακωτό κυνηγητό, με ένα κουβάρι που ξετυλίγεται, με ένα αίσθημα αγωνίας που βαθμιαία και επιδέξια γιγαντώνεται. Και προσεγγίζει το θέμα μέσα από τη δράση ενός ανθρώπου και όχι ενός κράτους. Πράγμα βέβαια που φέρνει μεγαλύτερη συγκίνηση και ένταση.
Πολύ καλές ερμηνείες από τους έτσι κι αλλιώς έξοχους Jeff Bridges και Tim Robbins, καλό σενάριο, πλήθος πολιτικών μηνυμάτων και ένα φινάλε που το δίχως άλλο θα σπεύσετε να το εντάξετε στη λίστα με τα πιο αναπάντεχα movie-endings....
Παίζουν: Tom Cruise, Jason Robards, Julianne Moore, Philip Seymour Hoffman
Μια μέρα στο Λος Άντζελες, με τη βροχή να είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Μέχρι να έρθει το βράδυ –και η βροχή- απανωτές συμπτώσεις θα φέρουν κάποιους ανθρώπους κοντά τον έναν στον άλλον. Ένας ετοιμοθάνατος ηλικιωμένος θα επιδιώξει να ξαναδεί τον «χαμένο» του γιο πριν πεθάνει, ένας επιτυχημένος showman θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του, ένα παιδί-θαύμα δεν μπορεί πλέον να αντέξει το βάρος των απαιτήσεων που έχει ο περίγυρος του, ένα πρώην παιδί-θαύμα θα αναγκαστεί να κοιτάξει κατάματα την αποτυχημένη του ζωή, μια κοπέλα εθισμένη στα ναρκωτικά θα έχει την ευκαιρία να δει τη ζωή με άλλο μάτι, ένας παρουσιαστής θα πρέπει να αντιμετωπίσει την αρρώστια του και μια ενδοοικογενειακή κρίση.
Αυτές περίπου οι ιστορίες –και όχι μόνο-, που συνδέονται με κάποιον έμμεσο τρόπο μεταξύ τους, ξετυλίγονται στο τρίωρο φιλμάκι του Anderson κατά τη διάρκεια μίας και μοναδικής ημέρας στο Λος Άντζελες. Κάθε υπόθεση κρύβει το δικό της αδιέξοδο και το δικό της δράμα και κάθε ήρωας παλεύει με τους δικούς του φόβους. Άλλος επιζητά την αγάπη, άλλος τη συγχώρεση, άλλος την έξοδο του από τις ενοχές και όλοι μαζί προσπαθούν να κάνουν την υπέρβαση και να ξεπεράσουν το εμπόδιο που τους κρατά δέσμιους. Η λύτρωση θα έρθει το βράδυ, με τη βροχή που ξεσπά τελικά, και την επόμενη μέρα τίποτα δε θα είναι ίδιο.
Οι ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα και χάρη στην περίτεχνη σκηνοθεσία του Anderson το αποτέλεσμα είναι υπέροχο. Σε συνδυασμό με τη μουσική, η ταινία αποκτά μια ένταση που όλο κλιμακώνεται και που εμπλέκει το θεατή σε ένα κουβάρι συναισθημάτων. Ένα φιλμ με στόφα αριστουργήματος, μακριά από υπερβολές και γελοίους συναισθηματισμούς. Ο Anderson –που εκτός από σκηνοθέτης είναι και ο σεναριογράφος- ξέρει να εστιάζει πολύ καλά στον ψυχισμό του κάθε ήρωα και να τον απογυμνώνει από κάθε απόπειρα ωραιοποίησης. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό παίζουν και οι καλές ερμηνείες από το σύνολο του cast. (Ξεχωρίζει ίσως ο TomCruise –θα είναι δύσκολο να μη μείνει στο μυαλό του θεατή ο καταπληκτικός μονόλογος του στο τέλος της ταινίας). Σημειωτέον, η ταινία προτάθηκε για Όσκαρ β’ Ανδρικού Ρόλου (TomCruise), Καλύτερου Τραγουδιού (“Saveme” της Aimee Mann) και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου.
Μοναδικό αρνητικό στο φιλμ η διάρκεια του. Για κάποια άλλη ταινία ίσως τα 180’ να μην ήταν πολλά, αλλά η συγκεκριμένη φτάνει να εκτυλίσσεται με τόσο αργό ρυθμό και με τόσες λεπτομέρειες που ειλικρινά δεν είναι απαραίτητο. Όσο για την αυξανόμενη ένταση που χτίζεται σταδιακά, γεννά μια προσδοκία στο θεατή ότι κάτι συγκλονιστικό θα συμβεί –το οποίο δε συμβαίνει. Η κάθαρση που έρχεται συντελείται και αυτή με απλό τρόπο, με τον ίδιο ρυθμό που κυλάει και το υπόλοιπο φιλμ.
Παρόλ’ αυτά, η ταινία καταφέρνει εύκολα να απογειωθεί –με τους θεατές μαζί. Θα σας πάρει από το χέρι, θα σας παρασύρει, θα σας γοητέψει αναμφίβολα.