Ποιητική συλλογή Αχ-έρων

Στη θάλασσα επάνω

Πόσο επικίνδυνα ακροβάτησα

πάνω από τα πέλαγα των δισταγμών μου,

κι ήταν πάντα το φιλί

εισιτήριο ακριβό

για τα πιο θελκτικά μέρη.

Χορεύοντας στο άγριο κύμα

ξέχασα πίσω να κοιτάξω,

δεν άκουσα τις υποσχέσεις των ύβρεων

που οι άνεμοι έφερναν στ’ αυτιά μου.

Το ταξίδι μου αυτό

είχε της μετάνοιας το ακριβό αντίτιμο,

μέσα σε καράβι χάρτινο

διέσχισα των τολμηρών τις θάλασσες

ψάχνοντας μάταια να βρω

κι εγώ μία φτηνή Ιθάκη.

 

Καλοκαίρι στα δύο

Το αναμμένο φως στο σβησμένο μπαλκόνι

και το φρεάτιο ανοιχτό

για να ενωθεί ένα καλώδιο ή να κοπεί ένα νήμα,

το παιδί στη βεράντα που μετράει τα αστέρια

και το ματωμένο φίδι στην άκρη του δρόμου,

καλοκαίρι

που άφησε στο στόμα σου μια γεύση

σαν στυφή βροχή,

σαν το ανεκπλήρωτο φιλί σου

που έμεινε μισό

επάνω σε δυο χείλη απαρνημένα.

 

Και η ποίηση τι είναι;

Ένα σκαμνί για να αποθέσεις την κούραση σου, / ένα καρφί για να κρεμάσεις τον πόνο σου, / σαν το παλτό που αφήνεις στην κρεμάστρα όταν τελειώσει η μέρα, / ένα σκαλί που το πατάς / για να ανέβεις πιο ψηλά, / πιο ψηλά, / ίσα με το τέλος της σκάλας.

Σ’ ένα δωμάτιο με κλειδωμένες πόρτες / είναι η μόνη πόρτα ξεκλείδωτη˙ / είναι μια γέφυρα, / μια πύλη, / μια αχτίδα φωτός, / περπατάς πάνω της, / σχοινοβάτης, / για να φτάσεις στον ήλιο.

Η ποίηση / ένα παιχνίδι στα χέρια σου / για να περνούν οι ώρες / ανάμεσα στο δειλινό και τα μεσάνυχτα, / για να γίνεται / πιο ανώδυνη / η νύχτα σου.

 

Η συλλογή Αχ-έρων είναι για τους εξαίσιους ίλιγγους, για τις αιώνιες ταλαντεύσεις, για στιγμές που έμειναν μισές και για άλλες που πληρώθηκαν σωστά. Για τα λόγια που τόλμησαν να βγουν στον άνεμο, για τις πιο ανεξερεύνητες και γνήσιες σκέψεις. Για ένα λυγμό που γεννιέται ατελείωτα από το χάραμα μέχρι το τέλος μίας ημέρας.

 

Η ποιητική συλλογή Αχ-έρων κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2013 από τις Εκδόσεις Vakxikon.gr (www.vakxikon.gr/)

 

Κεντρική διάθεση:

Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν, Ασκληπιού 17 Αθήνα, τηλ. 210 3637867, καθημερινά 10.00 - 18.00.

 

Σημεία διανομής:

Αθήνα: Ιανός (κέντρο), Πολιτεία (κέντρο), Πατάκης (κέντρο), Επί λέξει (κέντρο), Ευρυπίδης (Χαλάνδρι, Κηφισιά), Σπόρος (Κηφισιά)

Θεσσαλονίκη: Ιανός

Σέρρες: Επικαιρότητα (Μεραρχίας Χ.41), Σχολαρχείο (Παναγή Τσαλδάρη 20)

Βόλος: Παιδεία

Πάτρα: 38 μοίρες και 14 λεπτά

Ηράκλειο Κρήτης: Πολύγραφος

Κύπρος: ΜΑΜ

 

Για το e-book:

cosmotebooks.gr και myebooks.gr

Απόγευμα σε μια ξεχασμένη γειτονιά

Μια έξοδος στο κενό. Το μετέωρο βήμα του Νεοέλληνα μέσα στα χαλάσματα μιας συννεφιασμένης εποχής.

(City Zoom, Ser-Free #20)

Sliding Doors

Sliding Doors (Απρόσμενος έρωτας), 1998

Σκηνοθέτης: Peter Howitt

Παίζουν: Gwyneth Paltrow, John Hannah, John Lynch

Η Έλεν (Gwyneth Paltrow) είναι μια νεαρή Αγγλίδα που τα τελευταία τρία χρόνια έχει σχέση με τον Τζέρι (John Lynch). Έχοντας μόλις απολυθεί από τη δουλειά της, ετοιμάζεται να πάρει το μετρό για να γυρίσει στο σπίτι της. Τι θα συμβεί αν προλάβει το μετρό; Και τι αν το χάσει; Η ταινία ξετυλίγεται σε δύο εκδοχές: στην πρώτη θα πιάσει επ’ αυτοφώρω τον Τζέρι να την απατά, αλλά σύντομα θα στηριχτεί στα πόδια της χάρη στον Τζέιμς (John Hannah), έναν νεαρό που έχει γνωρίσει στο μετρό. Στη δεύτερη συνεχίζει τη σχέση της με τον Τζέρι, αλλά οι υποψίες για μια ενδεχόμενη απιστία του αρχίζουν να την κυκλώνουν.

Κοντολογίς, φιλοδοξία της ταινίας είναι να δώσει μια ανάλαφρη απάντηση στο ερώτημα που μας έχει βασανίσει όλους κατά καιρούς: τι θα γινόταν αν...; Οι δύο εκδοχές της ζωής της ηρωίδας παρουσιάζονται παράλληλα, δεμένες με τρόπο εύστοχο, και στο τέλος της ταινίας ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Peter Howitt δίνει τη λύση της υπόθεσης, παρουσιάζοντας τη δική του απάντηση για το επίμαχο ερώτημα.

Εξαιρετικά χαριτωμένη ταινία, ανάλαφρη και ευχάριστη, ίσως και λίγο συγκινητική σε κάποιες στιγμές, σίγουρα πάντως χαλαρωτική. Υπόθεση αν μη τι άλλο πρωτότυπη και με πλοκή που εξελίσσεται με ενδιαφέρον τρόπο, χωρίς να κουράζουν ή να μπερδεύουν οι παράλληλες σκηνές των δύο διαφορετικών εκδοχών.

Cine προτάσεις, www.serrelib.gr

Γιάννης Σερβετάς

«Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα -με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου»

Ο Γιάννης Σερβετάς είναι η κλασσική περίπτωση συνεντευξιαζόμενου που θες και δε θες να συναντήσεις. Από τη μια θέλεις πάρα πολύ να κάτσεις απέναντι από αυτόν που σε κάνει να πιάνεις την κοιλιά σου από τα γέλια και να τον βομβαρδίσεις με ερωτήσεις και από την άλλη έχεις και το φόβο της κατάρρευσης της εικόνας: what if όλο αυτό το ωραίο χιουμοριστικό στυλάκι είναι fake και μου αρχίσει τις δηθενιές και τα ξενέρωτα;

Αυτά σκεφτόμουν ένα απόγευμα του Σαββάτου καθώς ανέβαινα τη σκάλα του Sofaγια να τον συναντήσω λίγο πριν τη βιβλιοπαρουσίαση του. Τον είδα να κάθεται στο βάθος, μπροστά σε ένα laptop, και να κανονίζει με τους υπεύθυνους τις τελευταίες λεπτομέρειες. Φορούσε ένα jockey και ένα T-shirt και πετούσε αστείες ατάκες στο προσωπικό.

Παρ’ όλο που η συνάντηση μας δεν ήταν προγραμματισμένη, πλησίασα με άνεση και του άπλωσα το χέρι –τι στο καλό, για τον Σερβετά επρόκειτο στο κάτω-κάτω! Χαμογέλασε πλατιά. «Φυσικά και προλαβαίνουμε να τα πούμε, είναι νωρίς ακόμα», είπε και έκανε χώρο για να καθίσω δίπλα του.

Μιας και έχω δίπλα μου έναν Σαλονικιό, είμαστε εντός έδρας σκέφτομαι. Τον βάζω να μου πει τις αναμνήσεις του από Σέρρες.

«Να γράψω έκθεση τι μου αρέσει στις Σέρρες;».

Με το πού ξεκινήσαμε αρχίσανε τα γέλια.

«Έχω έρθει πολλές φορές, αν και πρώτη φορά για παρουσίαση. Έχω έρθει για καφέ, για ποτό, για συνεντεύξεις, μία φορά είχα έρθει και για το Δέντρο της Αγάπης, ήταν πολύ γλυκό και τρυφερό. Γενικά έχω ζήσει εδώ ευχάριστες στιγμές. Και τώρα μάλιστα που βλέπω πώς διαμορφώθηκε η πόλη με τους πεζόδρομους, νομίζω πως είστε στη σωστή κατεύθυνση».

Οκ, το πήραμε το κοπλιμέντο μας! Τον βλέπω λίγο ανήσυχο, μου ζητάει συγνώμη και αρχίζει να ψαχουλεύει στο laptop. Έχουν μείνει οι τελευταίες εκκρεμότητες για τη βιβλιοπαρουσίαση. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου, το προσωπικό πηγαινοέρχεται, παραδίπλα μου μια στοίβα βιβλία: «Προσωπικό ημερολόγιο-ανεκδοτολόγιο 2013» του Γιάννη Σερβετά. Ο Σερβετάς είχε την καταπληκτική ιδέα να γράψει μια μικρή ιστορία για κάθε μια ημέρα του έτους και να το κάνει βιβλίο. Σημειώνω τα ραντεβού μου κοινώς και παράλληλα πεθαίνω από τα γέλια. Καθώς στρέφομαι και πάλι σε αυτόν για να συνεχίσουμε τη συνέντευξη αναλογίζομαι ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τόσο έξυπνο και χιουμοριστικό.

«Το καλοκαίρι του 2004 κάναμε διακοπές με την οικογένεια μου στην Πελοπόννησο. Όταν το χειμώνα κάναμε απολογισμό του καλοκαιριού και κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, χάσαμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας. Δε θυμόμασταν τίποτα! Θεώρησα ότι είναι απαράδεκτο να μη θυμάσαι πράγματα από τη ζωή σου. Άρχισα λοιπόν για ένα χρόνο να κρατώ σημειώσεις σε ένα τετράδιο: εδώ πήγαμε, εκεί φάγαμε, αυτούς γνώρισα... Έτσι ξεκίνησε».

Και έτσι συνεχίζεται προφανώς, αφού το φετινό είναι το έβδομο βιβλίο!

«Από την πρώτη χρονιά πήγε καλά, γι’ αυτό συνεχίστηκε. Στην Ελλάδα αν κάτι δεν πάει καλά από την αρχή, κόβεται. Αγαπήθηκε από το πρώτο δευτερόλεπτο, απέκτησε φανατικό κοινό. Το αγοράζουν και για τον εαυτό τους και ως δώρο, γι’ αυτό και έκανε τόσο μεγάλο κύκλο».

Αν κρίνω από τη βιβλιοπαρουσίαση που ακολούθησε, στην οποία αφηγήθηκε κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου (λέγοντας «τις αφηγήθηκε» εννοώ με το δικό του γνωστό τρόπο –σε μια φάση μάλιστα βρέθηκε ανεβασμένος στην καρέκλα με εμάς να του πετάμε γαρύφαλλα τα οποία μας είχε μοιράσει λίγο πριν) αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα την τεράστια επιτυχία του βιβλίου.

Για να είμαι ειλικρινής, λίγο πριν φτάσω στη συνέντευξη είχα την εντύπωση πως θα μιλούσα με τον τηλεοπτικό Σερβετά, με αυτόν που λέει το ένα αστείο μετά το άλλο και φτάνει μια γκριμάτσα για να ξεκαρδιστείς. Τελικά έκανα λάθος. Ο Σερβετάς που έχω δίπλα μου είναι απολύτως σοβαρός, οι απαντήσεις του με γοητεύουν με τη νηφαλιότητα και την ηρεμία τους. Μήπως τελικά το χιούμορ είναι ένα μπούμπερανγκ; Περιμένουν όλοι από εσένα να τους κάνεις να γελάσουν; Κι αν κάποια στιγμή θέλεις να είσαι αλλιώς; Τι γίνεται τότε;

«Να είμαι αλλιώς; Μου το δίνει αυτό το δικαίωμα ο κόσμος».

Τον κοιτώ στα μάτια, η απορία μου εξακολουθεί να εκκρεμεί. Τι γίνεται αν κάποια στιγμή θελήσεις να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό;

«Δεν το σκέφτομαι έτσι. Γενικά, έχω την αίσθηση ότι είμαστε πολύ ισορροπημένοι –εννοώ όλη η ομάδα του Αρβύλα. Και λέω ισορροπημένοι με την έννοια ότι υπάρχει και το καλό και το κακό, και το αστείο και το σοβαρό, το ένα να φέρνει το άλλο. Οπότε, δε θεωρώ ότι ο κόσμος δε δίνει το δικαίωμα. Πολύ αρμονικά χρησιμοποιώ το αστείο με το πολύ σοβαρό και με αυτό που σου φέρνει κι ένα μικρό δάκρυ. Θεωρώ ότι η ζωή μας πρέπει να είναι ισορροπημένη. Η ζωή είναι ένας μεγάλος δίσκος σερβιρίσματος. Αν βγάλεις κάτι, θα γείρει...».

Μου αρέσει πολύ η ειλικρίνεια που εκπέμπει. Όσο για αυτό, ο τηλεοπτικός Σερβετάς και αυτός που έχω δίπλα μου ταυτίζονται απόλυτα. Χαμογελώ πλατιά. Αυτό που βλέπουμε στη μικρή οθόνη δεν είναι τίποτά άλλο παρά ο πραγματικός Σερβετάς, όπως είναι και στην καθημερινή του ζωή, του κάνω αυθόρμητα.

«Έτσι ακριβώς. Δεν έχω αλλάξει σε τίποτα, ούτε στον τρόπο που μιλάω, ούτε στο τι φοράω... Έτσι μου αρέσω! Δεν υπάρχει κάποια ...στρατηγική πίσω από τη συμπεριφορά μας. Ξυπνάμε κάθε πρωί και κάνουμε το σταυρό μας και ...την επίθεση».

Όπως τον έχω καθισμένο δίπλα μου και μιλάμε, αισθάνομαι ότι ο Σερβετάς ασχολείται με αυτό ακριβώς που τον εκφράζει. Αλλά από την άλλη, γιατί τόσος περιορισμός; Τον κοιτώ πλάγια και αναλογίζομαι αν θα μπορούσαμε ποτέ να τον δούμε σε κάτι διαφορετικό.

«Για μένα τα πάντα είναι σάτιρα! Θα μου άρεσε όμως να ασχοληθώ με το παραμύθι, με τα παιδιά. Έχω γράψει και έχω εκδόσει ένα παραμύθι. Απλώς, όταν κάνω κάτι δε μου αρέσει να το παρατάω, θέλω να ασχολούμαι μαζί του. Και δυστυχώς, επειδή έχω πολλές δουλειές, δεν το καταφέρνω πάντα αυτό. Μετάνιωσα που έβγαλα το παραμύθι, θα έπρεπε να το είχα βγάλει όταν θα είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ με αυτό, να μιλήσω περισσότερο με τα παιδιά... Ο χρόνος όμως θα δείξει. Και με αυτά που κάνουμε μέχρι στιγμής είμαστε καλά, περνάμε καλά, και με το Ράδιο Αρβύλα και με το ραδιόφωνο, το ένα βοηθάει το άλλο και όλα πάνε καλά».

Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιεί το «εμείς». Όταν αναφέρεται στα επαγγελματικά του δε λέει ούτε μία φορά τη λέξη «εγώ».

Η κίνηση στο χώρο αρχίζει να αυξάνεται. Ο Σερβετάς έχει αφήσει το laptopστην άκρη και κάθεται χαλαρός ακουμπώντας στην πλάτη του καναπέ, ωστόσο το προσωπικό πηγαινοέρχεται ασταμάτητα καθώς αρχίζουν να καταφτάνουν οι πρώτοι επισκέπτες της βιβλιοπαρουσίασης. Όλοι σκανάρουν διστακτικά το χώρο και κάθονται ήσυχα στα πίσω τραπέζια.

Αυτό που μου προξενεί τη μεγαλύτερη εντύπωση στις επαγγελματικές δραστηριότητες του Σερβετά είναι που είναι όλες επιτυχημένες. Με αποκορύφωμα βέβαια το Ράδιο Αρβύλα! Μα πώς το καλό τα καταφέρνουν, όταν το ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα ναυαγεί μετά το άλλο;

«Η επιτυχία του Αρβύλα πιστεύω ότι οφείλεται στην αλήθεια. Το απλό έχει πάντα τη μεγαλύτερη δύναμη. Μια απλή συνταγή για παράδειγμα. Θα φας δεκάδες φαγητά και αν σε ρωτήσουν ποιο είναι το αγαπημένο σου θα πεις πατάτες τηγανιτές με αυγά και λουκάνικα. Ή ένα κομμάτι ψωμί και μια ντομάτα κομμένη στη τέσσερα –το πιο απλό είναι το πιο νόστιμο! Εμείς είμαστε απλοί, όχι φανφάρες –ή ακόμα κι όταν έχουμε ...φανφάρες, το κάνουμε για να γελάσουμε λιγάκι παραπάνω. Η συνταγή της επιτυχίας –αν πούμε ότι υπάρχει συνταγή της επιτυχίας- είναι ότι είμαστε απλοί και ότι πέφτουμε στη φωτιά –κυριολεκτικά πέφτουμε στη φωτιά».

Τόσο απλά! Έχει μια όμορφη ηρεμία ο τρόπος που μιλάει. Από την άλλη βέβαια, αφού έχεις βρει τη συνταγή της επιτυχίας, δε θες να πας λίγο παραπάνω; Ή μάλλον λίγο παρακάτω, μέχρι την Αθήνα φερ’ ειπείν... Ξεστομίζω την ερώτηση και τον κοιτώ πλάγια. Περιμένω να μου πει ότι έχει βαρεθεί να τον ρωτάνε, αλλά οκ, μου απαντά με τη γνωστή ηρεμία του.

«Θα ήταν πιο δύσκολα, θα έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια καινούργια κατάσταση... Δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι δεν πρόκειται να κατέβουν σε καμία περίπτωση, αλλά, κι από την άλλη, γιατί να κατεβώ; Αφού κάνω την ίδια δουλειά με τον καλύτερο τρόπο στην πόλη μου, στις γειτονιές που μεγάλωσα, με τους ανθρώπους που αγαπώ. Γιατί να φύγω; Θεωρώ ότι κάνω καλά και δε φεύγω. Ζω στην πόλη που αγαπώ, δίνουμε δουλειά στους εαυτούς μας και σε μερικούς φίλους, κάνουμε ωραία πράγματα. Με την ίδια λογική να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στις Σέρρες! Γιατί; Ενώ τώρα κάνουμε κάτι για τον τόπο μας».

Μια παρέα παιδιών μόλις έχει καταφτάσει και περνούν από μπροστά μας κοιτώντας μας διστακτικά. Ο Σερβετάς τους κοιτά και βρίσκει ευκαιρία...

«Γιατί αργήσατε; Καλά κάνατε και ήρθατε να με καμαρώσετε!».

Τα παιδιά ξεσπούν σε γέλια, παίρνουν θάρρος απευθείας. Ο ένας απλώνει το χέρι στο οποίο κρατά μια φωτογραφική μηχανή και του ζητά να βγουν μαζί μια φώτο. What else can I do? Παραμερίζω πρόθυμα για το αναμνηστικό κλικ, όσο οι νεαροί ποζάρουν περιχαρείς δίπλα στον Σερβετά.

Ξαναπαίρνω τη θέση μου και πατώ το rec. Όταν έχω δίπλα μου άτομα τόσο ήρεμα και τόσο ισορροπημένα όσο ο Σερβετάς, πεθαίνω να τους τσιγκλίσω. Τους ρωτώ πάντα αν μετανιώνουν για κάτι.

«Φυσικά μετανιώνω. Ο σπουδαίος Μάλαμας λέει σε ένα στίχο του “κάνω τις αμαρτίες μου για να μπορώ να μετανιώνω”. Δεν είναι δυνατόν να μη μετανιώνεις για μερικά πράγματα. Αυτά είναι εξάλλου που μας κάνουν να πηγαίνουμε μπροστά. Κάθε μέρα θα βρεις να κάνεις και μικρά λαθάκια και σιγά-σιγά μαθαίνεις και πας για την τελική ευθεία».

Κοντοστέκεται για μια στιγμή, για μερικά δευτερόλεπτα κοιτά το κενό. Μετά χαμογελά πλατιά.

«Τέλος πάντων, η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή και για να είμαστε τόσο σοβαροί. Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα. Εγώ με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου, το έχει πει και ο Ιησούς, ανάμεσα στα πολλά που είπε, και έμενα αυτό μου αρέσει και έτσι πάω μπροστά».

Τι ωραίο που ήταν αυτό! Η κουβέντα μας με εξιτάρει όλο και πιο πολύ αντί να εξασθενεί.

Σύντομη σιωπή μερικών δευτερολέπτων. Ένας σερβιτόρος που περνά βιαστικά από μπροστά μάς τραβά την προσοχή. Από το μυαλό μου περνούν σαν φιλμάκι όλες οι δουλειές του Σερβετά: το ΑΜΑΝ, το Αρβύλα, το ραδιόφωνο... Δεν μπορώ να σταθώ σε κάποια. Αυτός άραγε μπορεί; Η ερώτηση φεύγει από τα χείλη μου περισσότερο σαν προσωπική απορία.

«Η αλήθεια είναι ότι κάναμε πολλά πράγματα». (Νάτος πάλι ο γνωστός πληθυντικός!) «Έχω την αίσθηση ότι τα καλύτερα που έχω βιώσει μέχρι τώρα είναι τα προσωπικά μου, το παιδί μου, τέτοια... Αλλά έχουμε κάνει πολλά ωραία πράγματα, έχουμε γελάσει πολύ και εκ των υστέρων ακόμη περισσότερο, με την έννοια ότι μετά από χρόνια καταλαβαίνεις πόσο ωραίο είναι κάτι που έκανες. Εκείνη τη στιγμή καμιά φορά δεν το καταλαβαίνεις».

Ήταν απίστευτα τρυφερός ο τρόπος που ανέφερε το παιδί του. Αλλά εγώ έχω μείνει ακόμα στα επαγγελματικά. Δουλειά οκ, δεν ξεχωρίζει. Αλλά κάτι που να ξεχωρίζει από αυτή τη δουλειά γενικά;

«Τις φιλίες, τις συνεργασίες».

Εντελώς κόντρα στο κλισέ που θέλει τα πρόσωπα του θεάματος να ανταλλάζουν πισώπλατα μαχαιρώματα! Nice!

«Χωρίς φιλία και συνεργασία δεν μπορείς να πας μπροστά. Οικογένεια, στη δουλειά είμαστε σαν οικογένεια... Το να σε καταλαβαίνει ένας άνθρωπος με τον οποίο είστε τόσες ώρες μαζί, το να μπορεί να σε ανακουφίσει με ένα χάδι, μια κουβέντα, αυτό έχω κερδίσει. Έχω λύσει πολλά έτσι. Άλλοι πηγαίνουν σε ψυχιάτρους, εγώ τα λύνω όλα με την κουβέντα! Αναφέρομαι τόσο στους φίλους που απέκτησα μέσω δουλειάς όσο και σε αυτούς που απέκτησα εκτός».

Μαζί με τον κόσμο που πληθαίνει ολοένα και πιο πολύ, έχουν αρχίσει να καταφτάνουν και τα ΜΜΕ... Ένας εικονολήπτης αρχίζει να στήνει το τριπόδι του, ενώ ένας φωτογράφος κάνει πάνω μας τις πρώτες δοκιμαστικές λήψεις. Βλέποντας τα τηλεοπτικά συνεργεία, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό το σλόγκαν του Ράδιο Αρβύλα «υπάρχει και αυτή η τηλεόραση». Τι πάει στραβά με την τηλεόραση; Τι πρέπει να αλλάξει και να μείνει ίδιο; Αν δεν έχει απάντηση σε αυτό ο Σερβετάς, τότε ποιος;

«Τη δύναμη την έχει το κοινό. Ποτέ δεν την κατάλαβα την ερώτηση αυτή. Εσύ έχεις το τηλεκοντρόλ. Από τη στιγμή που εσύ επιλέγεις, εσύ αποφασίσεις και διαμορφώνεις την τηλεόραση. Πιστεύω ότι αν συντονιζόμασταν όλοι θα κάναμε καλύτερη και την κοινωνία μας και την παιδεία μας και τις δημοκρατίες και τελευταία και τη ρημάδα την τηλεόραση... Αν φτιάξουμε το γύρω τοπίο, θα φτιάξουμε και την τηλεόραση».

Άλλη μια παρέα περνά από μπροστά μας χαμογελώντας πλατιά. Το καλύτερο του Σερβετά...

«Παρακαλώ περάστε, πλούσια δώρα».

Η παρέα ζητά –τι άλλο;- μια φωτογραφία. Το κλίμα στο χώρο έχει κάτι το ανάλαφρο, είναι ευδιάθετο, χαρούμενο. Επικρατεί μια ευχάριστη αναστάτωση, με τον κόσμο που προσπαθεί να βολευτεί καλύτερα καθώς φλυαρεί ασταμάτητα.

Μου άρεσε η κοινωνική διάσταση που έδωσε στην τελευταία του απάντηση. Ένας άνθρωπος εξάλλου που ασχολείται με τη σάτιρα είναι λογικό να είναι κοινωνικά ευαισθητοποιημένος. Ή μήπως και κοινωνικά υποχρεωμένος; Ξεστομίζω την τελευταία μου ερώτηση, όσο η γενική αναστάτωση έχει φτάσει στο ζενίθ.

«Η σάτιρα σίγουρα έχει έναν κοινωνικό ρόλο και είμαι και εγώ μέρος αυτού. Αλλά μέχρι εκεί. Αυτά τα βαρύγδουπα τα φοβάμαι. Γι’ αυτό γουστάρω και τις ομάδες. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Σαν το μπάσκετ: στόχος είναι να κερδίσουμε!».

(Περιοδικό Ser-Free, #29, Ιούλιος 2013)

Ανοιχτό βιβλίο

Το επιχείρημα που μου είπε ένας φίλος για να με πείσει προ εφταετίας να κάνω λογαριασμό στο facebook ήταν: «Το facebook είναι κάτι επίσημο. Να, για παράδειγμα, και ο πρωθυπουργός έχει λογαριασμό». Τώρα το πώς με έπεισε επικαλούμενος τον πρωθυπουργό, λες και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, παραμένει μέχρι σήμερα για μένα πραγματικό μυστήριο. Όπως και να έχει, παρασύρθηκα κι εγώ στο άντρο της ψηφιακής εποχής. Βέβαια, αυτό το «επίσημο» (του μεγέθους ενός πρωθυπουργού!) δεν το είδα. Πιο πολύ για πολύχρωμο παρτάκι που θυμίζει σχολική πενταήμερη θα το έλεγα.

Σου κάνει για παράδειγμα ένας άγνωστος αίτημα φιλίας. Ή σου στέλνει αίτημα ένας εντελώς άσχετος που γνώρισες τυχαία κάποτε σε μια κοινή παρέα και δε θυμάσαι ούτε το όνομα του. Αν πεις να τους μαζέψεις όλους αυτούς και να τους γνωρίσεις στην πραγματική σου ζωή, άνετα βάζεις και υποψήφιος για δήμαρχος. Ή κάτι ξεχασμένοι γνωστοί από το σχολείο. Που τόσα χρόνια κάνουν ότι δε σε βλέπουν στο δρόμο, αλλά το add σου το κάνουν. Φαίνεσαι υπεράνω, κάνεις accept, σε ξαναβλέπουν στο δρόμο, συνεχίζουν να σε αγνοούν. Τι να πει κανείς...

Κι άντε, απέκτησες τους διαδικτυακούς σου φίλους, μπράβο. Μέχρι πέντε χιλιάδες φίλους σε ένα προφίλ έχεις το περιθώριο. Καλά είσαι. Μετά κάνεις και προφίλ β’ άμα χρειαστεί. Για να σε δω μετά να βλέπεις το τι ανεβάζει ο καθένας. Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα. Το τι φωτογραφία έχει να πέσει άλλο πράγμα. Σου λέει αν αποκτήσεις facebook άλλη δουλειά δε θα προλαβαίνεις να κάνεις, όλη μέρα θα ποστάρεις. Οι γυναίκες με duckface, οι άντρες σε περιπετειώδεις καταστάσεις. Αγόρια και κορίτσια σε ξέφρενα πάρτυ να καλοπερνούν και να πίνουν. Μου έχουν μπει υπόνοιες με όλες αυτές τις φώτο ότι έχω μείνει πίσω, ότι είμαι η μοναδική στον πλανήτη που δεν ξενυχτάει κάθε βράδυ και δεν μπεκροπίνει. Μαμάδες που ποστάρουν τα πιτσιρίκια τους. Ρούπι δεν μπορεί να κάνει το βρέφος, να η φώτο ανεβασμένη. Ούτε τα μωρά των celebrities τόση υπερέκθεση στη δημοσιότητα. Που θα μεγαλώσει κάποια μέρα αυτό το παιδί και άντε να του εξηγήσεις ότι τα εν οίκω μη εν δήμω.

Το χειρότερο όμως δεν είναι οι φώτο. Είναι τα ψαγμένα post και τα φιλοσοφημένα status. Που να ήξεραν οι απανταχού φιλόσοφοι και ποιητές ότι θα τους ξεπατίκωναν όλη μέρα ελαφρά τη καρδία. Άντε, αυτό μας κάνει κι ένα καλό βέβαια, γιατί αλλιώς που να άνοιγες βιβλίο να ξεστραβωνόσουν. Η φιλοσοφία είναι καλό πράγμα. Η αμπελοφιλοσοφία είναι το πρόβλημα. «Όποιος δεν καταλαβαίνει τη σιωπή σου, δε θα καταλάβει ούτε τα λόγια σου». «Ο σωστός άντρας δε ρωτάει. Αρπάζει και φιλάει». Αλλά δε φταίει μόνο αυτός που το ανεβάζει, φταίει κι αυτός που το κάνει share. Μόνο εσύ δε φταις, που αναγκάζεσαι να το βλέπεις.

Κι αυτό πάλι με τις πληγωμένες καρδιές τι είναι; Οκ, όλοι έχουμε τα πάνω μας και τα κάτω μας, αλλά εδώ μιλάμε για μαζικό σπαραγμό. Όλοι έχουν πληγωθεί, όλοι πονάνε, και το εξομολογούνται χωρίς δισταγμό στους χιλιάδες αληθινούς και fake φίλους τους. Και μαζεύουν και like (επιτυχία!). Παρόλ’ αυτά, το λόγο δεν τον μαθαίνουμε ποτέ. Τα status, ξέχειλα από μελαγχολία, παραμένουν μισοτελειωμένα και αινιγματικά, σαν ένα σύγχρονο ήξεις-αφήξεις. Βγάζεις που βγάζεις τα άπλυτα σου στη φόρα, τουλάχιστον πες τα όλα να τα μάθουμε κι εμείς.

Το ίδιο γίνεται και με τη χαρά. Και τους δεσμούς. Και τους γάμους. (Μόνο για τις κηδείες δε γίνεται –προς το παρόν τουλάχιστον). Γενικά γίνεται για όλα. Και σαν να μην έφτανε που όλοι μας ανακοίνωναν ανά πάσα στιγμή που είναι και τι κάνουν, ήρθε και η άλλη υπηρεσία που σου λέει και σε ποιο σημείο είσαι, με χάρτη. Ότι δηλαδή δε λέει ψέμματα, είναι σίγουρα εκεί. Χωρίς να ρωτήσω, χωρίς να προλάβω να ενδιαφερθώ καν, έχω μάθει ποιος παντρεύτηκε, ποια γεννοβόλησε, ποιος κάνει παρέα με ποιον, που πήγε ο καθένας διακοπές. Και με τεκμήρια όλα αυτά, επιβεβαιωμένες πληροφορίες, όχι απλές φήμες.

Οκ, εντάξει, το καταλαβαίνω, άνθρωποι είμαστε, έχουμε τις αδυναμίες μας. Όλοι έχουμε ανάγκη από λίγη επιβεβαίωση, σε όλους μας αρέσει λίγη επίδειξη, όλοι ανεξαιρέτως είμαστε περίεργοι. Και ήρθε λοιπόν το facebook και μας τα έδωσε όλα αυτά απλόχερα. Σκανδαλωδώς απλόχερα. Κι εμείς, λες και δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε, ξημεροβραδιαζόμαστε online και ξερνάμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και απερισκεψία τα εσώψυχά μας, σαν να προσπαθούμε κάτι να αποδείξουμε. Ούτε εμείς ξέρουμε τι.

Γιατί δεν το κλείνω, θα μου πεις. Καταρχάς, γιατί δεν κλείνει (ακόμα κι αν διαγράψεις το προφίλ, αυτό ενεργοποιείται κανονικά αν ξανακάνεις είσοδο). Έπειτα, γιατί έχει και τα καλά του. Μαθαίνεις νέα, ενημερώνεσαι, διαφημίζεσαι και προωθείς τις δουλειές σου, έχεις ένα βήμα χωρίς λογοκρισία για να εκφραστείς, κάνεις γνωριμίες που τις μεταφέρεις και στην πραγματική σου ζωή, έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους μακρινούς ή βρίσκεις ανθρώπους που είχες χάσει για χρόνια. Ε και καμιά φορά χάνεις και το χρόνο σου. Και η τεμπελιά με μέτρο χρειάζεται.

(Περιοδικό Ser-Free, #30)