Κάθε πέρσι και χειρότερα, κάθε φέτος και καλύτερα

Οκ λοιπόν, η εποχή μας είναι χάλια. Ή, όπως πιο χαρακτηριστικά το λέμε, οι παλιές καλές εποχές πέρασαν. Και ποιες ήταν οι καλές εποχές; Ήταν αυτές που κάναμε επίδειξη με το καινούργιο μας αμάξι, που τα σπάζαμε κάθε βδομάδα στα μπουζούκια, που δίναμε σαράντα ευρώ για ένα στρινγκ. Που πηγαίναμε από την παραγωγή στην κατανάλωση και που δεν υφίστατο ο όρος κομπόδεμα.

 

Σε όλο το έθνος έχει ξεσπάσει ένας είδος θρήνου και μιζέριας για τα μεγαλεία που πέρασαν ανεπιστρεπτί, θυμίζοντας μου έντονα άλλες ιστορικές συγκυρίες κομβικής σημασίας (πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι). Μέχρι και τον εαυτό μου έπιασα να κουνάει θλιμμένα το κεφάλι σαν κανένας στριμμένος μεσήλικας και να μελαγχολεί για την εποχή που μόλις χάθηκε, για τότε που κάναμε ακόμη όνειρα και είχαμε την πολυτέλεια της αισιοδοξίας να πιστεύουμε πως θα πραγματοποιηθούν. Δεν έχουμε κι άδικο εδώ που τα λέμε.

 

Αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, σε ποια εποχή μήπως δεν συνήθιζαν οι  άνθρωποι να αναπολούν την αμέσως προηγούμενη; Είχαμε ανέκαθεν την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να πλάθουμε για αυτό την τέλεια εικόνα, αυτή του αθώου, του ασφαλούς, όπου όλα ήταν πιο εύκολα και οι προθέσεις των ανθρώπων πιο ειλικρινείς. Κάθε πέρσι και καλύτερα λέει ο λαός –και καταβάθος το εννοεί!

 

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλη αυτή η παρελθοντολατρεία ή προγονολατρεία. Μου θυμίζει εκείνο το έθιμο σε ένα κράτος της Λατινικής Αμερικής που γιορτάζουν τους νεκρούς τους. Έτσι και εμείς σε όλη μας τη ζωή μάθαμε να γιορτάζουμε τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Κολοκοτρώνη, τη δεκαετία του ’60, του ’80, και τώρα του ’90. Και καλά κάναμε βέβαια από τη μια, αλλά, από την άλλη, αναλωθήκαμε τόσο πολύ στο να θαυμάζουμε το παρελθόν που ξεχάσαμε να κοιτάξουμε το μέλλον.

 

Βέβαια, κακά τα ψέμματα, η αμέσως προηγούμενη εποχή, μόλις η προηγούμενη δεκαετία, είχε όντως περισσότερα θετικά από την τωρινή. Γιατί όμως δε ρίχνουμε μια ματιά και στα αρνητικά; Το ότι ζούσαμε με δανεικά λεφτά και παριστάναμε ότι δεν το ξέραμε; Το ότι αναγάγαμε την αναξιοκρατία σε αξία και που αποκηρύξαμε κάθε δημιουργική δουλειά για μια θέση στο δημόσιο; Το ότι χτίσαμε ένα totally fake lifestyle με ακριβά αμάξια, ακριβά ρούχα, δάνεια και πιστωτικές; Το ότι γίναμε σκανδαλωδώς κακομαθημένοι γιατί το κατατάσσουμε σαν ένα από τα καλά που με τόσο πόνο αναπολούμε τώρα;

 

Δυστυχώς, μαζί με το υποτιθέμενο lifestyle –που ήταν επόμενο να λάβει τέλος κάποια στιγμή- ναυάγησε και η ελπίδα μας για μια άνετη αξιοπρεπή ζωή. Ας μη τα μηδενίσουμε όμως όλα. Κάποιοι τα βγάζουν ακόμη πέρα άνετα, άλλοι έχουν απλώς περιοριστεί, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που ανακαλύπτουν καινούργιες ευκαιρίες. Επομένως, γιατί να σκεφτόμαστε μονάχα τι χάσαμε και όχι τι μας έχει απομείνει; Είχα ακούσει κάποτε μια ατάκα σε μια ταινία που έλεγε «δεν έχει σημασία τι σκότωσες αλλά τι άφησες να ζήσει». Έκτοτε, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι άσχημο αναλογίζομαι τη βαρύτητα της φράσης αυτής. Και κάθε φορά αισθάνομαι καλύτερα.

 

Δεν έχουν πεθάνει όλα –τουλάχιστον όχι ακόμα. Και έχω καταλήξει πλέον ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές εποχές, υπάρχουν μόνο εποχές με τα καλά τους και τα κακά τους. Για πολλά χρόνια συνήθιζα και εγώ, κατά το γνωστό παρελθοντολατρικό σύνδρομο, να πιστεύω ότι η εποχή μας ήταν από τις χείριστες. Τώρα δεν το πιστεύω πια –θεωρώ απλώς πως είναι από τις πολύ δύσκολες. Αλλά πριν την αφορίσουμε εντελώς, ας της ρίξουμε μια πιο αισιόδοξη ματιά. Γιατί θα καταστραφούν πολλά –αυτό είναι βέβαιο- αλλά ας μη χάσουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να βοηθήσουμε σε αυτό που πρόκειται να γεννηθεί. 

 

(Ser-Free #20)

Oscars ahead

Βραβεία, φλας, κόκκινο χαλί -και αδικίες. Μπορεί τα Όσκαρ να είναι ένα ωραίο πανηγυράκι για να χαίρονται οι απανταχού σινεφίλ, αλλά δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι η κάθε βράβευση -και ακόμα περισσότερο, η μη-βράβευση- έχει και το συμβολισμό της.

Ο Χίτσκοκ δεν κέρδισε ποτέ κανένα Όσκαρ -εκτός από το τιμητικό-, ο Κιούμπρικ επίσης, ο Πίτερ Ο' Τουλ μία από τα ίδια, ο Πατσίνο κι ο Σκορτσέζε περίμεναν καμιά  εικοσαριά χρόνια και ο ΝτιΚάπριο φυσικά περιμένει ακόμα -με όλον τον πλανήτη να τον τρολάρει ανελέητα.

Απεναντίας, βρέθηκαν με βραβείο στα χέρια ηθοποιοί που δεν έχουν να επιδείξουν και τίποτα της προκοπής στην καριέρα τους, όπως η Χίλαρυ Σουάνκ (με δύο μάλιστα, την ίδια στιγμή που η Μέριλ Στριπ, για παράδειγμα, έχει τρία!), ο Νίκολας Κέιτζ, η Χάλι Μπέρι και πάει λέγοντας.

Παρομοίως, από τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας αγνοήθηκαν εντελώς φιλμ που σήμερα θεωρούνται ορόσημα, όπως ο Πολίτης Κέιν ή η Οδύσσεια του Διαστήματος, ενώ έχουν τιμηθεί ταινίες μετριότατες, όπως το Σικάγο και το Hurt Locker και ο Λόγος του Βασιλιά.

Αυτή η συζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, όπως δεν τελειώνει και η παραφιλολογία σχετικά με το τι σκοπιμότητες υπάρχουν πίσω από κάθε βράβευση, για το αν κάθε επιλογή κρύβει μηνύματα πολιτικά ή ρατσιστικά ή είναι απλώς θέμα δημοσίων σχέσεων, συμπάθειας και αντιπάθειας.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, φέτος ήρθε και το άλλο: τα Λευκά Όσκαρ. Ότι δηλαδή απουσιάζουν, για δεύτερη χρονιά, οι Αφροαμερικανοί ηθοποιοί από τις κατηγορίες ερμηνείας. Πράγμα που έχει προκαλέσει τρομερές αντιδράσεις, με πολλούς ηθοποιούς να σκοπεύουν να μποϊκοτάρουν την τελετή και να μην παρευρεθούν καν.

Μόνο που αυτή η περίπτωση ξεφεύγει αρκετά από τη λίστα των αδικιών της Ακαδημίας. Δηλαδή, αν δεν έτυχε πέρυσι και φέτος να υπάρχει κάποιος Αφροαμερικανός ηθοποιός που να άξιζε Όσκαρ ερμηνείας, θα έπρεπε ντε και καλά να μπει ως υποψήφιος μόνο και μόνο επειδή είναι μαύρος; Ή μήπως, προς αποφυγή τέτοιων φαινομένων, θα πρέπει από εδώ και στο εξής να ορίζονται οι υποψηφιότητες με ποσοστά, 50% μαύροι και 50% λευκοί; Αυτά όμως δε συνιστούν αντίστροφο ρατσισμό; Ποτέ κανένας δε θα έβγαινε να διαμαρτυρηθεί για μία λίστα με αποκλειστικά Αφροαμερικανούς ηθοποιούς, παρόλο που με την ίδια λογική θα ήταν άκρως ρατσιστικό για τους λευκούς.

Στο κάτω-κάτω, και αριθμητικά να το πάρουμε, δεν είναι περισσότεροι οι λευκοί ηθοποιοί από τους μαύρους; Κι αυτό δε συμβαίνει λόγω ρατσισμού, συμβαίνει εκ των πραγμάτων. Κι έπειτα, δεν υπήρξαν πάρα πολλές χρονιές που έτυχε να υποψήφιοι και ένας και δύο μαύροι ηθοποιοί, εκ των οποίων μερικοί βγήκαν και νικητές;

Το να διαχωρίζεις τους ηθοποιούς σε άσπρους και μαύρους, αυτό για μένα είναι περισσότερο ρατσιστικό.

Και πραγματικά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μάθουμε αν η Ακαδημία καταλήγει σε συγκεκριμένες υποψηφιότητες λόγω ρατσισμού. Μπορεί όντως να φέρεται ομοφοβικά ή μπορεί πολύ απλά να μην εντυπωσιάστηκε φέτος από κανέναν Αφροαμερικανό ηθοποιό.

Το μόνο για το οποίο μπορούμε να την κατηγορήσουμε ανοιχτά είναι ότι ναι, πρέπει επιτέλους να πάψει να είναι τόσο συντηρητική. Να πάψει να κυνηγά τις ασφαλείς επιλογές. Και να σταματήσει να προσπαθεί τόσο απροκάλυπτα να είναι πάντα και πάση θυσία τόσο politically correct.

Ο κανιβαλισμός των media

Άλλη μια φορά που ένα, θλιβερό μεν, αλλά απίστευτα καθημερινό και φυσικό για τα ανθρώπινα δεδομένα θέμα έχει μετατραπεί στα ΜΜΕ και στα social media σε πραγματικό πανηγύρι. Κάτι βέβαια που καταντά πιο θλιβερό ακόμα και από το γεγονός του ίδιου του θανάτου.

Από τη μια έχουμε τους πενθούντες για το θάνατο του Παντελή Παντελίδη. Αυτούς που ποστάρουν τα τραγούδια και τα τσιτάτα και τα δακρύβρεχτα video. Οκ, λογικό. Από την άλλη έχουμε τους οργισμένους, αυτούς που κράζουν όλη μέρα για τον τρόπο που τα media χειρίστηκαν το θέμα, ξεπερνώντας κάθε μέτρο και κάθε αξιοπρέπεια. Κι αυτό λογικό.

Αυτό που δεν καταλαβαίνω εγώ είναι η έκπληξη των οργισμένων. Προς τι τόση έκπληξη; Είναι μήπως η πρώτη φορά που τα media κανιβαλίζουν ένα τόσο ευαίσθητο θέμα  και ξεπερνούν τα όρια για χάρη της τηλεθέασης ή των like;

Χθες είδα ότι δημιουργήθηκε μία σελίδα στο fb που προτρέπει τον κόσμο να σταματήσει να βλέπει το Πρωινό με τη Φαίη Σκορδά. Και άλλες αναρτήσεις στις οποίες την βρίζουν όλη μέρα για τον τρόπο που χειρίστηκε στον αέρα την είδηση του θανάτου του Παντελίδη. Και ένα άλλο ποστ που θέλει να μαζέψει υπογραφές για να απολυθεί από την εκπομπή. Άλλοι κράζουν το κανάλι Ε και τη Στεφανίδου. Η αγαπημένη μου κατηγορία αγανακτισμένων είναι αυτή που μιλά για γλωσσοφαγιά -λες κι αυτό ευθύνεται για το ατύχημα του Παντελίδη.

Οι μεσημεριανές κουτσομπολίστικες εκπομπές, τα πρωινάδικα και οι κίτρινες ιστοσελίδες πάντα έθαβαν, πάντα έκραζαν, πάντα μιλούσαν προσβλητικά για όλους τους "διάσημους", όπως συνέβη και με τον Παντελίδη πρόσφατα για το τραγούδι για την Κύπρο. Η διαφορά είναι ότι ο Παντελίδης έτυχε να πεθάνει. Και τώρα ξαφνικά θύμωσαν όλοι. Δε θυμάμαι κανέναν να θυμώνει τόσο πολύ όταν έκραζαν άλλους διάσημους, που βρίσκονται εν ζωή.

Σχετικά με την κάλυψη του θανάτου, τα ίδια δε συνέβησαν πριν μερικά χρόνια και με τον Σεργιανόπουλο; Και το ίδιο δε συμβαίνει με όποιον διάσημο πεθαίνει ξαφνικά -ή με όποιον άσημο πεθαίνει με σκανδαλιστικό τρόπο; Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό που ζούμε τώρα.

Προς τι λοιπόν τόση απέχθεια ξαφνικά για το ποιόν της ελληνικής τηλεόρασης; Και των δημοσιογράφων και των παρουσιαστών; Η ελληνική τηλεόραση μάς δείχνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια το χαμηλό της επίπεδο, με εκπομπές όπως της Πάνια, όπως πάλαι ποτέ του Μικρούτσικου, της Λαμπίρη και της Στεφανίδου και της Καινούργιου.

Δε χρειάζεται να θυμώνετε και να ταράζεστε τόσο. Είναι πολύ απλό: κλείστε την τηλεόραση. 'Η κάντε unfollow σε ανάλογες ιστοσελίδες. Όσο πιο πολύ αγνοούμε τέτοιες εκπομπές / τέτοιους ανθρώπους / τέτοιες αναρτήσεις, τόσο πιο γρήγορα θα εξαφανιστούν.

Τι θα μας λείψει, αλήθεια, από την τηλεόραση αν κλείσουν μερικά κανάλια;

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν άκουσα ότι θα κλείσουν τα μισά κανάλια ήταν "αμάν, και πού θα βλέπω τις επαναλήψεις της Ντόλτσε Βίτα αν κλείσει το Mega;". Και μετά το δεύτερο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν: αλήθεια, έχει κάτι καλύτερο να επιδείξει η ελληνική τηλεόραση;

Η επιτομή του μικροαστισμού

Αν ήθελα να βλέπω τον κάθε τυχάρπαστο να κάθεται σε ένα πάνελ και να κουτσομπολεύει τι κάνει ο ένας και ο άλλος, θα έβγαινα και στο μπαλκόνι μου να ακούω τις γειτόνισσες. Αλλά το χειρότερο δεν είναι η ίδια η κατινιά, αλλά το ότι έχουν περάσει την κατινιά σαν να είναι κάτι φυσικό, αυτονόητο και άκακο. Μόνο που δεν είναι. Γιατί το μυαλό μας κουρκούτιασε τόσο που δε βρίσκουμε τίποτα κακό στο να ασχολούμαστε με το τι φόρεσαν οι διάσημες χθες το βράδυ, όπως δε βρίσκουμε και τίποτα ανήθικο στο να εξευτελίζονται άνθρωποι χάριν της τηλεθέασης. Υποτίθεται ότι κατά καιρούς έγιναν προσπάθειες και για πιο σοβαρά project, αλλά όταν το concept της εκπομπής μυρίζει ναφθαλίνη, δε θα το δει κανείς άλλος εκτός απ' τον παππού μου.

Live your dream in greek tv

Στην ελληνική τηλεόραση έχει γίνει κατάχρηση αυτού που είπε ο Άντι Γουόρχολ για τα 15' δημοσιότητας που αντιστοιχούν σε κάθε άνθρωπο. Εδώ γίνεται διάσημος ο κανένας, με τον ίδιο πανηγυριώτικο τρόπο που γίνεται κανείς διάσημος στο fb. Αρκεί να ξέρει να χαζοτραγουδάει, να λέει πετυχημένες κοτσάνες, να έχει μεγάλο στήθος/ωραίους κοιλιακούς. Αν ξέρει δε και να μαγειρεύει, δε γίνεται απλώς διάσημος, γίνεται θεός. (Μαγειρική= η απόλυτη, υπέρτατη τέχνη καταξίωσης, σύμφωνα με το διεστραμμένο παραμορφωτικό πρίσμα της tv). Θα μου πεις, οι πραγματικά δημιουργικοί και άξιοι άνθρωποι στην τηλεόραση θα βγουν; Έτσι όπως είναι η τηλεόραση φυσικά και όχι. Και καλά κάνουν.

HBO αλά ελληνικά

Η συνταγή γνωστή: για να πετύχει ένα σίριαλ πρέπει να έχει μέσα έναν γκέι, μία χαζή, έναν έρωτα με εμπόδια και ατάκες με χιούμορ νηπιαγωγείου. Α, πρέπει να έχει και λίγο σεξ. Αν η τηλεόραση αντανακλά την κοινωνία μας, βγάλε συμπέρασμα τώρα… Τα ελληνικά σίριαλ ακολουθούν τη γενικότερη γραμμή ψυχαγωγίας που συνοψίζεται "όταν γυρνάω από τη δουλειά είμαι κουρασμένος και θέλω να δω κάτι ανάλαφρο για να χαλαρώσω". Ναι, μόνο που έτσι χαλαρώνει και το μυαλό μας σιγά-σιγά. Ευτυχώς, με την κρίση κόπηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων οι πολλές βλακείες, αλλά μετά πέσαμε πάνω στα τούρκικα και τις φτηνές παραγωγές των shows. Καμία σωτηρία.

Αγοράζω άρα υπάρχω

Γέλασα πολύ όταν άκουσα ότι είχαν κατηγορήσει τον Κωστόπουλο ότι διέφθειρε τους Νεοέλληνες με τα περιοδικά του. Αν είχε τόση δύναμη ο Κωστόπουλος, να τον κάναμε και πλανητάρχη, να μας έσωζε από τα προβλήματά μας. Λες και τη μεγαλύτερη ζημιά δεν την κάνει ήδη η τηλεόραση, με τις αδύνατες και καλοντυμένες παρουσιάστριες, τους διαγωνισμούς που μοιράζουν δώρα και το προβαλλόμενο lifestyle σύμφωνα με το οποίο πρέπει να τιγκάρεις το σπίτι σου με πράγματα για να είσαι in. Θα μου πεις, είναι κακό; Ε αν όλη μέρα σκέφτεσαι μόνο πώς θα χάσεις κιλά, πώς θα φτιάξεις το μαλλί και πώς θα αγοράσεις την εσπρεσσιέρα, μην απορείς που ως κοινωνία -και ως πλανήτης- πάμε κατά διαόλου.

Και φυσικά οι ειδήσεις

Νομίζω ότι πλέον κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει ειδήσεις χωρίς δυσπιστία ή χωρίς αναγούλα. Το ξέραμε βέβαια από πάντα, αλλά ειδικά μετά τα πολιτικά γεγονότα (και δη το δημοψήφισμα του Ιουλίου) η ενημέρωση πήρε τη μορφή τόσο εξόφθαλμης προπαγάνδας που αποτελεί σκάνδαλο. Αλλά το ζήτημα δεν είναι το πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια ανηθικότητα στη δημοσιογραφία, αλλά το πώς είναι δυνατόν να ενημερώνεται κανείς αποκλειστικά από τις ειδήσεις της τηλεόρασης. Ελπίζω να μην έχουν απομείνει πολλοί που το κάνουν αυτό. Παιδιά, υπάρχει και το internet. Τουλάχιστον εκεί, όταν διαβάζεις αρλούμπες, τις περισσότερες φορές ξέρεις ότι πρόκειται για αρλούμπες.

Η (δήθεν) ανωτερότητα των γλωσσών

Αν ένα πράγμα μού έμεινε από το πανεπιστήμιο αυτό είναι η φωνή της καθηγήτριας της γλωσσολογίας να λέει: δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες, ούτε γλώσσες όμορφες και άσχημες.

Βέβαια, ο καθένας θέλει να πιστεύει ότι η δική του γλώσσα είναι η καλύτερη, πόσο μάλλον όταν αυτός ο καθένας είναι ο Έλληνας που ξέρει πολύ καλά ότι στην ελληνική γράφτηκαν τα πρώτα θεατρικά κείμενα του κόσμου, τα πρώτα ιστορικά βιβλία, μερικά από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά και επιστημονικά έργα, τα ομηρικά έπη. (Οι περισσότεροι βέβαια δεν έχουν διαβάσει τίποτα από αυτά, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα).

Πράγματι, ωραίο όλο αυτό, αλλά η γλώσσα δεν είναι τίποτα μα τίποτα άλλο από εργαλείο επικοινωνίας. Άλλο σκοπό δεν έχει από το να διευκολύνει τον κόσμο να συνεννοηθεί ή να εκφράσει τις σκέψεις του. Κι αν κάτι καθιστά τη γλώσσα μας "ωραία", με την έννοια ίσως ότι είναι γλώσσα πλούσια και σύνθετη, αυτό είναι οι ιδέες που κλήθηκε να εκφράσει. Και οι ιδέες ήταν πολλές και ήταν πράγματι ωραίες.

Και από το αίσθημα ανωτερότητας της αρχαίας ελληνικής, στη μιζέρια για τη νέα ελληνική. Αρχαία-νέα σημειώσατε ένα. Πόσες φορές δεν έχω ακούσει για την κατάντια της νέας ελληνικής, για τη φτώχεια της, για τη νόθευση της από ξένες λέξεις. Λες και θα μπορούσαμε στον 21ο αιώνα να μιλάμε όπως οι αρχαίοι ή λες κι αν όντως -υποθετικά- το κάναμε αυτό θα ήμαστε ανώτεροι άνθρωποι. Η γλώσσα, ως εργαλείο επικοινωνίας που είναι, αλλάζει και εξελίσσεται παράλληλα με τους ομιλητές της -ποιο το κακό σε αυτό; Αλλιώς μιλούσε ο Περικλής, αλλιώς ο Ιουστινιανός, αλλιώς ο Αθανάσιος Διάκος κι αλλιώς εγώ. Και πώς θα ήταν ποτέ δυνατό να μη γίνει αυτό όταν από αυτή τη γη έχουν περάσει ένα σωρό έθνη και όταν πλέον ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης. Οι ανάγκες αλλάζουν, αλλάζουν και οι λέξεις. Άλλη σημασία είχαν, για παράδειγμα, οι λέξεις άγγελος, αμαρτία, εκκλησία στα αρχαία ελληνικά και άλλη στα νέα. Και είναι παράλληλα λογικό να έχουν ενσωματωθεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ξένες λέξεις, όπως cd ή dvd ή router.

Θυμάμαι ακόμα τη φιλόλογο μας στο Γυμνάσιο να λέει -με φωνή που έτρεμε και έτοιμη να βάλει τα κλάματα- ότι χάθηκαν τα τρία τέταρτα της ελληνικής γλώσσας όταν καταργήθηκαν τα πνεύματα και οι περισπωμένες. Τότε συγκινήθηκα κι εγώ. Αλλά μετά συνήλθα: και γιατί να μην καταργηθούν; Τα πνεύματα και οι περισπωμένες είχαν ένα ρόλο στην αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλιώς διαβαζόταν η συλλαβή με την περισπωμένη κι αλλιώς με την οξεία, αλλιώς η λέξη με τη δασεία και αλλιώς με την ψιλή. Σήμερα όμως όλα διαβάζονται το ίδιο. Θα είχαμε διατηρήσει πιο ψηλά το εθνικό μας φρόνημα αν σπάζαμε το κεφάλι μας για να μάθουμε άχρηστους κανόνες τονισμού; Ή είναι πιο πατριώτες αυτοί που στα προσωπικά τους γραπτά χρησιμοποιούν ακόμα και τώρα (!) τα πνεύματα και την περισπωμένη; Άδειασαν τα κείμενα, λένε, και είναι άσχημα. Καλά έκαναν και άδειασαν. Δεν είναι αυτά τα σύμβολα του παρελθόντος από τα οποία πρέπει να κρατηθούμε πεισματικά με νύχια και με δόντια -υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά σύμβολα για τον αυτοπροσδιορισμό μας ως έθνος.

Αρχαία ελληνικά βέβαια πρέπει να ξέρουμε. Είναι καλό να ξέρουμε. Αν ξέρεις αρχαία, ξέρεις αυτομάτως και νέα. Κατανοείς από πού προήλθε η κάθε λέξη. Αντιλαμβάνεσαι τη συνέχεια της γλώσσας και συνεπώς την πορεία του έθνους στους αιώνες. Μαθαίνοντας αρχαία μαθαίνεις ουσιαστικά ιστορία. Και παίρνεις και μια καλή γεύση από τις ιδέες που εκφράστηκαν από τους μεγάλους μας ποιητές, τους μεγάλους μας φιλοσόφους, τους μεγάλους μας επιστήμονες. Ναι, αν θέλουμε να αυτοπροσδιοριστούμε ως έθνος, αυτά πρέπει να τα ξέρουμε.