Ο Δήμος Χλωπτσιούδης για το "Αχ-έρων", tovivlio.net

Το υπερρεαλιστικό κίνημα κληροδότησε στη σύγχρονη ποίηση την αγάπη για την εικόνα. Θεωρείται σήμερα πια το κυριότερο συστατικό του ποιητικού λυρισμού και στην πραγματικότητα ισορροπεί την απούσα μουσικότητα του στίχου, διαμορφώνοντας το δικό της ρυθμό στο ποίημα σε συνδυασμό με τη θραυσματική μορφή του και την εκφραστική λιτότητα. Έτσι, η εικόνα καταφέρνει και λειτουργεί μετωνυμικά για το μήνυμα ενώ ταυτόχρονα προκαλεί τις αισθήσεις και το συναίσθημα του δέκτη/αναγνώστη.

Αυτή τη δυναμική διάσταση της μεταμοντέρνας εικονοπλασίας αξιοποιεί και η Χρυσάνθη Ιακώβου στην πρώτη της ποιητική συλλογή «Αχ-έρων» (vakxikon.gr, 2013). Ωστόσο, δεν πρόκειται απλά για μία παράθεση εικόνων που αποκρύπτουν το μήνυμα ή κυριαρχούν επί τούτου. Αντίθετα, στην ποίηση της Ιακώβου, η εικόνα με χαρακτηριστική φειδώ υποτάσσεται στο δικό της υπαρξιακό πλαίσιο αναζητήσεων.

Η δυναμική εικονοπλασία συντελεί στη δημιουργία του γενικότερου συναισθήματος απογοήτευσης. Το αστικό τοπίο επανέρχεται κάθε τόσο με την απάνθρωπη και σκοτεινή διάστασή του. Η φύση με μία ρομαντική διάθεση λειτουργεί ως βασική έμπνευση. Ο άνεμος, η σελήνη και το υγρό στοιχείο αποτελούν τον κορμό της εικονοπλαστικής της, άλλοτε οπτικά κι άλλες φορές ηχητικά. Κεντρική είναι και η θέση της θάλασσας, άμεσα ή έμμεσα (πχ βάρκα).

Οι εικόνες όμως της Ιακώβου λειτουργούν ως πυρήνες του συμβολισμού, είναι το περιβάλλον πάνω στο οποίο δομείται η ποιητική της. Ο πλούτος των εικόνων σε συνδυασμό με το σκοτάδι ή τη δυναμική παρέμβαση του ανέμου διαμορφώνουν έναν σκοτεινό τόπο ανατροπών στον οποίο κυριαρχεί η θλίψη. Ακόμα και η συχνή χρήση του καθρέφτη στις εικόνες της εκφράζει μία διάσταση πικρίας.

Η ποιητική της Ιακώβου είναι κατά βάση υπαρξιακή. Ανεκπλήρωτα όνειρα, προσωπικοί προβληματισμοί, ερωτική απογοήτευση, διαμορφώνουν τη βασική της θεματική σε ένα νόστο προς την ευτυχία. Μόνο που η οδύσσειά της λαμβάνει χώρα πάνω στον ποταμό των ήχων και της θλίψης. Η ποιήτρια άλλες φορές κραυγάζει και κλαίει, άλλοτε σωπαίνει ανήμπορη να ελέγξει το περιβάλλον, ερωτεύεται και απογοητεύεται.

Στην ποίηση βρίσκει το σθένος να αντιμετωπίσει το δικός της ίλιγγο μέσα στο θλιβερό άστυ, μεταμορφώνεται σε ένα άσυλο από το ρεαλισμό...  Η πραγματικότητα την φοβίζει, μα εκείνη την αντιμετωπίζει με την ποίηση, με το λόγο και τα συναισθήματα.

Το περιβάλλον της Ιακώβου δεν είναι έμψυχο, δεν περιέχει κοινωνικές παραστάσεις. Βουβό την πολιορκεί λειτουργώντας στην περιφέρεια των βιωμάτων της χωρίς να συμμετέχει. Άλλωστε, η ποιήτρια δεν εντάσσει τα προσωπικά της βιώματα μέσα σε κάποιο κοινωνικό πλαίσιο. Πρόκειται, εξάλλου, για ποίηση προσωπική. Το ρομαντικό περιβάλλον εντείνει την απογοήτευσή της μέσα από την αντίθεση. Μερικές φορές μοιάζει σαν το ίδιο το περιβάλλον (τεχνητό ή φυσικό) να την εμποδίζει να πλησιάσει στην Ιθάκη της.

Η ποίησή της είναι ήπιων τόνων, ξεχωρίζει με το χαμηλόφωνο λόγο και τους οικείους τόνους της καθημερινότητας. Διακρίνεται για την ειλικρίνειά της και την αμεσότητα των διαυγών συμβολισμών χωρίς να χάνει το στοιχείο της γνησιότητας πάνω στους ατομοκεντρικούς προβληματισμούς.  Με τη θέρμη της προφορικής ομιλίας και τη γύμνια του καθαρού λόγου εκφέρει κουβέντες βαθιά ανθρώπινες.

Ο λόγος της κινείται σε μία ελεγχόμενη ισορροπία μεταξύ λιτότητας και πληθωρισμού. Άλλοτε εκρηκτικός, άλλοτε στεγνός, όπως ακριβώς και τα συναισθήματα. Η ποιήτρια προσαρμόζει την έκφραση βάσει ακριβώς της ρυθμιζόμενης έντασης. Η γλώσσα της κινείται στο επίπεδο της προφορικότητας, όπου το καθημερινό γίνεται ποιητικό. Δε φοβάται να χρησιμοποιήσει επίθετα ή επιρρήματα.

Το επαναλαμβανόμενο α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, ως ποιητικό υποκείμενο, οριοθετεί και το εξομολογητικό ύφος των συνθέσεων. «Οι βιωματικοί άνθρωποι, όπως και οι βιωματικοί συγγραφείς, παρατηρεί ο Αλέξης Ζήρας με αφορμή το έργο του Γιώργου Ιωάννου, είναι δύσκολο να διαλέξουν άλλο τρόπο διατύπωσης τους, εκτός από τον εξομολογητικό. Στόχος είναι η ειλικρινής ανακοίνωση των όσων τεκταίνονται εντός τους. Η τέχνη γίνεται το μέσο για τη λυτρωτική προσέγγιση με τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι σκοπός».

Κυρίαρχο επίσης πρόσωπο, ως ποιητικό αντικείμενο, είναι ένας ακαθόριστος "άλλος" που εκφράζεται με το β΄ ενικό. Είναι το αντικείμενο του έρωτα, το αίτιο της απογοήτευσης, ένας βουβός συνομιλητής, ένας ποιητικός εξομολόγος. Η χρήση των δύο γραμματικών προσώπων δημιουργούν την αίσθηση ενός ιδιαίτερου θεατρικού μονολόγου με τον "άλλο" πάντα παρών. Μοιάζουν με ποιητικές επιστολές.

Στην εκφραστική της η ποιήτρια μεταχειρίζεται όλες τις τεχνικές. Αξιοποιεί μεταφορές, παρομοιώσεις, παρηχήσεις και επαναλήψεις. Δεν είναι λίγα τα μικρολογοπαίγνια κυρίως με το διαχωρισμό των συνθετικών μερών κάποιων επιλεγμένων λέξεων. Τούτη η "διάλυση" των λέξεων στα συνθετικά τους, που πατά στο γλωσσικό μας πλούτο, δημιουργεί την αίσθηση ύπαρξης δύο διαφορετικών λέξεων (της αρχικής και της σύνθετης) υποστηρίζοντας το μήνυμα και ενισχύοντας το συναίσθημα.

Ο ίδιος τίτλος της συλλογής («Αχ-έρων») μοιάζει με ένα τέτοιο μικρό λογοπαίγνιο, δανειζόμενος από το τρίτο ποίημα της συλλογής. Είναι ένα εφεύρημα με πολλαπλές ερμηνείες δημιουργικές ή ετυμολογικές. Ο ποταμός Αχέροντας, ο ποταμός του θανάτου, η οδός προς τον Άδη, με το ενωτικό (παύλα) διαχωρίζει ένα ιδιότυπο πρώτο συνθετικό που δημιουργεί το επιφώνημα του πόνου ("Αχ"), ενώ την ίδια στιγμή το δεύτερο συνθετικό μοιάζει με τη λέξη "έρως"... Ωστόσο, ο ίδιος ο Αχέροντας (αχός/ήχος+ρέω) είναι ο ποταμός των ήχων, της βουής, σαν τη βουή και τους ήχους πόνου που εκφράζει ποιητικά η Ιακώβου. Αν μάλιστα ακολουθήσουμε μία άλλη ετυμολογία του Αχέροντα (άχος+ρέω, άχος=θλίψη) είναι ο ποταμός χωρίς χαρά, ο ποταμός της θλίψης, κάτι που μας προετοιμάζει και υπό αυτή την ερμηνεία για το περιεχόμενο της συλλογής. Επιπλέον, ο τίτλος πλαισιώνεται από ένα εξώφυλλο μαύρο με μία δόση κόκκινης ανταύγειας (του πάθους για ζωή) που συμπληρώνουν οπτικά το μήνυμά του...

Ταυτόχρονα με τους γλωσσικούς πειραματισμούς, το πρωθύστερο σχήμα, το ασύνδετο σχήμα και οι επαναληπτικές ή παρενθετικές ημιπερίοδοι-ονοματικά σύνολα (μέσα σε κόμματα και διαφορετικό στίχο) ενισχύουν το συναίσθημα του πόνου κι επιτείνουν την απογοήτευση της ποιήτριας.

Αν και σήμερα παρατηρείται -στο πλαίσιο της αφαιρετικότητας- μία τάση να εξορίζονται τα σημεία στίξης από την ποίηση, η δημιουργός "διαφωνεί" με την "κατάργησή" τους και τα βλέπει ως βασικά σύμβολα του λόγου. Δείχνει μία ιδιαίτερη προτίμηση στα κόμματα. Η παρουσία τους είναι συνεχής (ίσως σε σημεία υπερβολής) είτε σε ασύνδετα σχήματα είτε σε επαναληπτικά σύνολα ή προσδιορισμούς. Και δεν πρέπει να λησμονούμε τη φωνητική τους σπουδαιότητα και πόσο βοηθούν στην απαγγελία και την ανάγνωση. Και σε τούτο ακριβώς επενδύει η Ιακώβου, εντείνοντας ακόμα περισσότερο το συναίσθημα.

Σε κάθε σύνθεση της συλλογής, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, εντοπίζεται μία παθητική μετοχή (σπανιότερα δύο) με τη συντριπτική τους πλειονότητα σε θηλυκό γένος. Η σταθερή τους, αλλά ελεγχόμενη χρήση, καταδεικνύει μία άριστη χειρίστρια του λόγου που δεν πέφτει στην ατοπία της υπερβολικής χρήσης τους, αλλά ούτε και τις καθιστά άχρηστες από το φόβο κακής χρήσης.

Ας θυμόμαστε ότι η παθητική μετοχή ως επιθετικοποιημένη ρηματική λέξη μπορεί εύκολα να οδηγήσει τόσο σε πληθωρισμό ρηματικών επιθέτων όσο και σε στενότητα της ποιητικής έκφρασης. Ωστόσο, ως μέρος του λόγου με την κατάλληλη επεξεργασία του στίχου, μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό σημείο του στίχου, αρκεί να μη γίνει επίκεντρο (αποφεύγοντας φυσικά την υπερβολική χρήσης επειδή τάχα μας ευνοεί στη μουσικότητα ή κάποιου είδους ομοιοκαταληξία). Και τούτο το γνωρίζει καλά η Ιακώβου. Με φειδώ, αλλά και τόλμη την αξιοποιεί.

Μέσα από την ποίηση η Ιακώβου προσπαθεί με γλώσσα άμεση, πυρακτωμένη και εξομολογητική να μιλήσει για το προσωπικό της  δράμα. Είναι η δική της ψυχική διέξοδος με την οποία ελπίζει να καταλήξει στην εξιλέωση, ο πυρήνας της ποιητικής της. Έτσι η ποίηση μετατρέπεται σε ένα αβαείο όπου εξομολογείται την παραφωνία των ελπίδων της στην αφωνία των σκοτεινών μας καιρών.

 

Δήμος Χλωπτσιούδης

22/5/2015

tovivlio.net

www.tovivlio.net