Nomadland - κριτική ταινίας

Nomadland, 2020

Σκηνοθέτιδα: Chloe Zhao

Ηθοποιοί:  Frances McDormand, David Strathairn, Linda May

Η Φερν έχει χάσει τα πάντα μετά την οικονομική κρίση, έτσι αποφασίζει να μετατρέψει το βαν της σε σπίτι και ξεκινά ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό στην αμερικανική δύση.

 Το Nomadland είναι μια βαθιά υπαρξιακή ταινία, που καταγράφει με τρόπο απλό και σιωπηλό τη μοναξιά, την ανάγκη για φυγή, τους αποχωρισμούς, τα ψυχικά τραύματα, τη σημασία επαφής με τη φύση. Η αφοπλιστική και πάντα ενδιαφέρουσα στις ερμηνείες της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ είναι στο επίκεντρο αυτού του road movie και μέσω αυτής ο θεατής καταβυθίζεται στη ζωή και στις κοινότητες των σύγχρονων νομάδων, καθώς και στους λόγους που οδήγησαν αυτούς τους ανθρώπους να επιλέξουν μια τέτοιου είδους ζωή.

Η ταινία παρουσιάζει τα πάντα με απόλυτα ρεαλιστικό και γνήσιο τρόπο, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς δραματικές εξάρσεις, χωρίς να θέλει να κατευθύνει τη γνώμη του θεατή. Έμμεσα βέβαια προσπαθεί να περάσει κι ένα μήνυμα, ή μάλλον να κάνει μια παρατήρηση για το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που είναι διαμορφωμένο με τέτοιον τρόπο ώστε αφήνει πολίτες εκτός.

Υπάρχει μια αλήθεια στον τρόπο που η Φερν συνδέεται με τους ανθρώπους που συναντά στο διάβα της, υπάρχει μια αλήθεια στις εξομολογήσεις τους, στις αναζητήσεις τους, στον τρόπο με τον οποίον ζούνε. Η σκηνοθέτιδα αφιερώνει επίσης αρκετό χρόνο για να δούμε τη φύση μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας, για να νιώσουμε τις εμπειρίες που βιώνει, για να την ακολουθήσουμε στο συναισθηματικό και γεωγραφικό της ταξίδι.

Το Nomadland είναι ένα αργό road movie, μια ταινία για τις αποφάσεις της ζωής ή για το πού μπορεί να σε οδηγήσει η ζωή ή για το πώς να διαχειριστείς τα δεδομένα που σου έφερε η ζωή. Δεν φέρνει απαραίτητα κάποια λύτρωση ή κάποια δικαίωση στο τέλος, ούτε διαθέτει ανατροπές και σεναριακές εξελίξεις. Είναι όμως αληθινό και ανεπιτήδευτο.

Promising Young Woman – κριτική ταινίας

Promising Young Woman, 2020

Σκηνοθέτιδα: Emerald Fennell

Πρωταγωνιστούν: Carey Mulligan, Bo Burnham

Η Κάσι είναι μια νεαρή γυναίκα που έχει μια περίεργη «συνήθεια»: παριστάνει την μεθυσμένη, επιτρέπει σε άντρες να την οδηγήσουν στο σπίτι τους και, λίγο πριν πραγματοποιηθεί ένα μη συναινετικό σεξ, τους αποκαλύπτει ξαφνικά πόσο νηφάλια είναι. Φυσικά, υπάρχει λόγος πίσω από αυτήν την συμπεριφορά: ένα τραυματικό γεγονός από τα φοιτητικά της χρόνια, που άλλαξε εντελώς τη ζωή της.

Το Promising Young Woman είναι η φεμινιστική ταινία που χρειαζόμαστε, όχι γιατί δείχνει πόσο δυνατές είναι οι γυναίκες και πόσο κακοί οι άντρες, αλλά γιατί μας δείχνει την κουλτούρα του βιασμού και πώς το θύμα βιάζεται δύο φορές: μία κατά την πράξη και μία από την κοινωνία που δεν του παρέχει καμία στήριξη, την ίδια στιγμή που επιβραβεύει σχεδόν τον θύτη.

Η σκηνοθέτιδα μάς παρουσιάζει μια ιστορία εκδίκησης που φτάνει στα άκρα, για να μας δείξει κατάμουτρα το παράλογο που επικρατεί στους βιασμούς. Ο κάθε θεατής θα αναγνωρίσει σκηνές και λόγια που έχει ξαναδεί ή έχει ξανακούσει και θα αντιληφτεί ξεκάθαρα πόσες λάθος αντιλήψεις υπάρχουν στην κοινωνία μας γύρω από αυτό το θέμα.

Ταινίες εκδίκησης αυτού του είδους υπάρχουν αρκετές (το Θέλμα και Λουίζ, για παράδειγμα, κινείται γύρω από την ίδια ιδέα). Η διαφορά που έχουμε εδώ είναι οι συνεχείς εξελίξεις: δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει η ταινία ή πόσο μακριά είναι διατεθειμένη η ηρωίδα να φτάσει.

Ενδιαφέρουσα από την αρχή μέχρι το τέλος (κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία σκηνή) και με μια εξαιρετική Κάρεϊ Μάλιγκαν που ενσαρκώνει μια πολύπλοκη ηρωίδα, με βαθύτατα τραυματισμένο ψυχισμό. Οι ανάλαφρες νότες της ταινίας, στις σωστές δόσεις, βοηθούν να μην βαρύνει εντελώς το κλίμα, διατηρώντας έτσι μια καλή ισορροπία και βοηθώντας να ακουστεί ξεκάθαρα το μήνυμα.

Το Promising Young Woman πατάει μεν στο κίνημα #metoo και γεννιέται απευθείας μέσα από την εποχή μας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ταινία που αποσκοπεί να ακολουθήσει μια "μόδα". Αντιθέτως, σε ένα σινεμά επαναλαμβανόμενων ιδεών και remake ξεχωρίζει με τη φρεσκάδα του. Από το είδος των ταινιών που θα θέλαμε να βλέπουμε πιο συχνά.

Πώς έχουν αλλάξει οι ηρωίδες της Ντίσνεϊ μέσα στις δεκαετίες

 

Έχει γεφυρωθεί το χάσμα με τα πρότυπα των αγοριών; 

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο τα Μικροπράγματα LIFO

Εγώ είμαι κορίτσι της Άριελ. Τη γνώρισα πρώτη από όλες τις πριγκίπισσες στην τρυφερή ηλικία των 11 χρονών και με γοήτευσε κατευθείαν με το κόκκινο μαλλί της και με την επαναστατικότητά της, το ότι πήγε κόντρα στον πατέρα της κι έκανε του κεφαλιού της για να ζήσει με τον Έρικ, τον άντρα που είχε ερωτευτεί.

 

Όσο όλα αυτά που φαίνονταν άκρως εντυπωσιακά όταν ήμουν στο δημοτικό, άλλο τόσο με χάλασαν όταν πλέον μεγάλωσα: οι θυσίες που έκανε η Άριελ για να ζήσει με τον Έρικ –αντικατέστησε την ουρά της με πόδια, έδωσε τη φωνή της στην Ούρσουλα, εγκατέλειψε για πάντα τη θάλασσα και τους δικούς της– ήταν εξωφρενικές. Η Άριελ των παιδικών μου χρόνων από σύμβολο επανάστασης μετατράπηκε σε στερεότυπο γυναίκας που χάνει τον εαυτό της για να είναι δίπλα σε έναν άντρα.

 

 

Αν ανατρέξουμε στις ηρωίδες του Ντίσνεϊ πριν από την Άριελ, θα δούμε ότι τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Όμορφες πριγκίπισσες που κατέληξαν να ζουν παραμυθένια ζωή με τον άντρα των ονείρων τους, χωρίς ωστόσο να έχουν λάβει ουσιαστικά καμία πρωτοβουλία και απόφαση για τη ζωή τους.

 

Η Χιονάτη του 1937 –η πρώτη πριγκίπισσα και η ταινία που άνοιξε τον δρόμο για τις υπόλοιπες του είδους– είναι απλώς μια κοπέλα που κινείται από το ένστικτο της επιβίωσης: ξεφεύγει από τον κυνηγό και κρύβεται στο σπίτι των νάνων. Η τελική λύση δεν θα προέλθει από την ίδια, αλλά από έναν πρίγκιπα φυσικά, που εμφανίζεται από το πουθενά και την σώζει.

 

Τα ίδια περίπου κάνει και η Σταχτοπούτα το 1950. Η μοναδική της «επανάσταση» είναι που αποφάσισε να πάει κρυφά στον χορό. Η Ωραία Κοιμωμένη, του 1959, είναι μια ακόμα πιο «προβληματική» ηρωίδα αν το καλοσκεφτεί κανείς. Σε όλη τη διάρκεια του έργου δεν παίρνει καμία απολύτως απόφαση για τη ζωή της. Η κακιά μάγισσα θα την παρασύρει με μάγια να τρυπήσει το δάχτυλό της και θα πέσει σε βαθύ ύπνο. Και όσο κοιμάται θα έρθει –τι θαύμα!– ο πρίγκιπας για να τη σώσει.

 

 

Μπροστά στην εικόνα αυτών των άβουλων γυναικών που περιμένουν τον πρίγκιπα να τις οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή –εικόνα με την οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές κοριτσιών και που δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα εντελώς– η Άριελ το 1989 πρέπει όντως να φάνταζε σαν μια επαναστάτρια – αν μη τι άλλο αποφάσισε μόνη της για τη ζωή της. Το ίδιο περίπου και η Πεντάμορφη, το 1991, που επιλέγει να μείνει αιχμάλωτη στο κάστρο του Τέρατος για να σώσει τον πατέρα της και καταλήγει να ερωτευτεί το Τέρας, σώζοντάς το ουσιαστικά κι αυτό από την κατάρα. (Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί υγιές πρότυπο σχέσης το να ερωτεύεσαι κάποιον που σε κρατά αιχμάλωτη).

 

Στα 90s γενικά τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Η Γιασμίν, για παράδειγμα, από τον Αλαντίν του 1992 είναι μια ωραία πριγκίπισσα! Θέλει να επιλέξει ποιον θα παντρευτεί, απορρίπτει τους γαμπρούς που ζητάνε το χέρι της και επιλέγει τον φτωχό Αλαντίν χωρίς να την ενοχλεί που δεν είναι πρίγκιπας. Και η Ποκαχόντας, το 1995, επηρεάζει σημαντικά τις εξελίξεις κατά τη διαμάχη Ευρωπαίων-Ινδιάνων και είναι αυτή που τελικά επεμβαίνει και εξομαλύνει τα πράγματα. Αρκετά δυναμική είναι και η Μουλάν το 1998, η οποία θέλοντας να βοηθήσει τη χώρα της που βρίσκεται σε πόλεμο μεταμφιέζεται σε αγόρι και διαπρέπει στο πεδίο της μάχης – βέβαια, έπρεπε να κρύψει τη γυναικεία φύση της για να τα καταφέρει.

 

 

Η Πριγκίπισσα κι ο Βάτραχος το 2009 μάς εισάγει σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Τιάνα –η οποία παρεμπιπτόντως είναι η πρώτη μαύρη ηρωίδα κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ– δεν είναι ούτε πριγκίπισσα ούτε ψάχνει για πρίγκιπες. Είναι σεφ και δουλεύει σκληρά για να ανοίξει το δικό της εστιατόριο. Στο τέλος βέβαια θα βρει και τον πρίγκιπα της, τον βάτραχο. Η Ντίσνεϊ συνεχίζει τις μεγάλες αλλαγές στις ηρωίδες της, για να φτάσει το 2012 σε κάτι πραγματικά «επαναστατικό»: η Μέριντα του Brave δεν είναι απλώς μια αντισυμβατική πριγκίπισσα που θέλει να αποφασίσει η ίδια για τη ζωή της, αλλά είναι και η πρώτη που δεν έχει σύντροφο!

 

 

Το Frozen του 2013 είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Η κεντρική ηρωίδα, η Έλσα, αναμετριέται όχι τόσο με τον περίγυρό της (εδώ δεν υπάρχουν ούτε αυστηροί γονείς ούτε κακοί μάγοι ούτε νόμοι που της απαγορεύουν να κάνει αυτό που θέλει) όσο με τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς προσπαθεί να ανακαλύψει ποια πραγματικά είναι. Και, παρόλο που είναι σήμερα η πιο διαφημισμένη και αγαπητή πριγκίπισσα της Ντίσνεϊ, δεν έχει ούτε κι αυτήν κάποιον αγαπημένο. Δεύτερη ηρωίδα στην ίδια ταινία είναι η αδερφή της Έλσας, η Άννα, η οποία, παρά τον αφελή τρόπο με τον οποίον παρουσιάζεται, επιδεικνύει τρομερή τόλμη καθώς προσπαθεί να σώσει την αδερφή της. Άλλη μια πρωτοτυπία του Frozen είναι πως η Άννα δεν έχει έναν, αλλά δύο αγαπημένους! Στην αρχή ερωτεύεται τον πρίγκιπα Χανς, ο οποίος είναι τελικά ο κακός της υπόθεσης (ακόμα μία πρωτοτυπία: ένας πρίγκιπας που δεν θέλει να σώσει, αλλά να σκοτώσει τις πριγκίπισσες!), και τελικά βρίσκει την αγάπη σε έναν… κοινό θνητό, τον Κρίστοφ.

 

Έπρεπε να φτάσουμε στο 2016 για να μας δώσει η Ντίσνεϊ μια παιδική ταινία «για κορίτσια» που δεν έχει καθόλου έρωτα και που η ηρωίδα ενδιαφέρεται για το γενικό καλό και όχι για την προσωπική της ευτυχία. Η Βαϊάνα –από την ομώνυμη ταινία– ξεκινά μόνη της ένα άκρως επικίνδυνο ταξίδι για να επιστρέψει την κλεμμένη καρδιά της θεάς Τε Φίτι ώστε να ξαναγίνει η θάλασσα ασφαλής και η στεριά καρπερή και να μην πεθάνει ο κόσμος στο νησί της από την πείνα. Στο ταξίδι της αυτό θα συναντήσει τον ημίθεο Μάουι, τον οποίον θα σώσει κάποια στιγμή από βέβαιο θάνατο. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας κανείς δεν σώζει τη Βαϊάνα: σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις όπου κινδυνεύει η ζωή της τα βγάζει πέρα μόνη της. Στην τελική αναμέτρηση με την Τε Φίτι μάχονται από κοινού με τον Μάουι, αλλά είναι η Βαϊάνα αυτή που τελικά βρίσκει τον τρόπο να επιστρέψει την καρδιά.  

 

 

Στο ίδιο περίπου πνεύμα κινείται και η συνέχεια του Frozen το 2019, καθώς οι δύο αδερφές θα φέρουν σε πέρας μια δύσκολη υπόθεση όχι για προσωπικό όφελος, αλλά για να σώσουν το βασίλειό τους. Η Έλσα μάλιστα εξακολουθεί να παραμένει χωρίς σύντροφο, ενώ παίρνει και μια αρκετά πρωτότυπη –για τα δεδομένα ενός παραμυθιού– απόφαση: παραχωρεί τον θρόνο στην Άννα, καθώς η ίδια αισθάνεται πιο άνετα ζώντας σε ένα μαγεμένο δάσος.

 

Έχουν μετατραπεί οι ηρωίδες της Ντίσνεϊ σε πρότυπα για τα κορίτσια του 21ου αιώνα; Όχι ακόμα. Έχει γεφυρωθεί το χάσμα με τα πρότυπα των αγοριών, που μεγαλώνουν με τον Σούπερμαν, τον Μπάτμαν και τον Σπάιντερμαν, αυτούς τους μυστηριώδεις αλτρουιστές άντρες που κυνηγούν τους κακούς και θυσιάζουν τις σχέσεις τους με τις γυναίκες που αγαπούν προκειμένου να μην εγκαταλείψουν την κοινωφελή δράση τους; Ασφαλώς και όχι. Οι ηρωίδες της Ντίσνεϊ εξακολουθούν να φιγουράρουν στις οθόνες μας με τα καταπληκτικά τους φορέματα, τα αφύσικα ωραία χαρακτηριστικά τους και τα αδύνατά τους σώματα και ζούνε σε παλάτια προσπαθώντας να κάνουν την επανάστασή τους. Δεν την έχουν κάνει ακόμα. Η Ντίσνεϊ άραγε περιμένει να επέλθει η πλήρης ισότητα μεταξύ των φύλων για να αλλάξει κι άλλο τα παιδικά της, ή μήπως θα έπρεπε αυτή, με τη δύναμη που έχει στα χέρια της, να δώσει έμπνευση σε εκατομύρια κορίτσια;

 

«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» της Χλόης Κουτσουμπέλη (Εκδόσεις Πόλις, 2021) - κριτική βιβλίου

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό Fractal

Είναι η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ένα βιβλίο για την ίδια την ποίηση; Για το πώς γράφονται τα ποιήματα, για τους λόγους που υπάρχει η ποίηση, για τους συγγραφείς, τους λογοτεχνικούς ήρωες, για τους καλλιτέχνες; Είναι ένα βιβλίο για τον ποιητή και τη μοναξιά του, όπως πολύ ωραία δηλώνει ο τίτλος;

Η Κουτσουμπέλη, με το γνώριμο ύφος γραφής της που από τη μια αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού και από την άλλη διατηρεί μια έντονη αφηγηματικότητα, καταγράφει με τα ποιήματά της μικρές ιστορίες -που μοιάζουν με σύντομα διηγήματα- και τις βάζει στο στόμα γνωστών προσώπων, υπαρκτών ή φανταστικών. Η Σύλβια Πλαθ, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νίκος Καββαδίας, ο Βαν Γκογκ, αλλά και οι τρεις αδερφές του Τσέχωφ, ο Πίτερ Παν, η Ηλέκτρα, ακόμα και ο Ιούδας και η Μαρία Μαγδαληνή, είναι μερικά από τα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς η ποιήτρια αξιοποιεί τις ζωές αυτών των προσώπων μετουσιώνοντάς τες σε ποιήματα μέσα από τη δική της προσωπική ματιά. Σε άλλες περιπτώσεις θέλει να αποδομήσει τους ήρωές της, σε άλλες να τους αποκαταστήσει (εξαιρετικό το ποίημα «Ο λόγος του Ιούδα»), σε άλλες να εγείρει ερωτήματα για την ίδια τη ζωή, αλλά και τη βαθύτερη ουσία της ποίησης. Μέσα από αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι η Κουτσουμπέλη απελευθερώνει τα πρόσωπα από τη ζωή τους όπως την ξέρουμε και τους δίνει την ευκαιρία να πούνε τη δική τους αλήθεια, να μετανιώσουν, να αλλάξουν γνώμη, να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους - και έτσι έχει ευκαιρία και η ίδια η ποιήτρια να πει τις δικές της αλήθειες.

Με τη συλλογή της αυτή η Κουτσουμπέλη καταγράφει την ίδια τη γέννηση της ποίησης, τον τρόπο που αυτή εισχωρεί στη ζωή του ποιητή, την αναγκαιότητα ύπαρξης της στις ζωές των ανθρώπων. «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό» λέει η Κουτσουμπέλη, κάνοντας αναφορά στον μύθο όπου ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να ενωθεί με την Λήδα, η οποία γέννησε μετά τα τέσσερα παιδιά της σε δύο αυγά. Η ποίηση καθορίζει τη ζωή του ποιητή: ο Διονύσιος Σολωμός γράφει με το αίμα από τις φλέβες του, ενώ η Άννι Έντσον Τέιλορ ένιωσε συγκίνηση μόνο όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα.

Πώς νιώθει όμως ο ίδιος ο ποιητής; «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε, / εισχώρησες απ' τις ρωγμές, / δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω» λέει η ποιήτρια στην «Απειλή». Ο Καρυωτάκης της Κουτσουμπέλη προειδοποιεί να μη δηλώσετε «…ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια», ενώ ο Καββαδίας λέει «Αφού όλοι γνωρίζουν / ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας / και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο». Παρόλ' αυτά: «Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση. / Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Η Κουτσουμπέλη δεν περιγράφει μόνο τη γέννηση της ποίησης, αλλά και τη γέννηση των λογοτεχνικών ηρώων, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό μεταξύ ποίησης και ζωής: πόσο μοιάζει ο ρόλος μας στη ζωή με ενός μυθοπλαστικού προσώπου;

 

Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.

Ο κύριος Σ. είχε κακό προαίσθημα.

Ο Τζον έδειχνε αφηρημένος.

Οι γόπες σωριάζονταν στη σταχτοθήκη

 όπως τα κούτσουρα στην αποθήκη.

Τέσσερις μόνον αράδες στην κόλλα τη λευκή.

Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού.

Αισθανόταν μισός.

Το ένα του πόδι ανύπαρκτο.

Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,

αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Ο Τζον αναστέναξε βαθιά.

Η όλη σύλληψη ήταν λάθος.

Ο κεντρικός χαρακτήρας έπρεπε να 'ναι γυναίκα.

Τα δάχτυλά του τσαλακώνουν το χαρτί.

Απ' το απειροελάχιστο πέρασμα του κυρίου Σ.

δεν απέμεινε ούτε ίχνος στην κοσμική τάξη των πραγμάτων.

Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς

ο Μέγας Συγγραφέας που μας επινόησε.

 

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, υπάρχει ακόμα ένα στοιχείο που δίνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στο βιβλίο της Κουτσουμπέλη: η έντονη γυναικεία παρουσία. Στα περισσότερα ποιήματα πρωταγωνιστούν γυναίκες, αλλά ακόμα και σε αυτά που τα κεντρικά πρόσωπα είναι άντρες γίνεται και πάλι λόγος για μια γυναίκα. Κάνοντας μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί κανείς να εντοπίσει με πόση λεπτότητα παρουσιάζει η ποιήτρια την καταπίεση που έχει νιώσει από τη θέση της μια γυναίκα, είτε μέσα από την καθημερινή της ζωή είτε προσπαθώντας να υψώσει το ανάστημά της, όπως στο ποίημα «Μαρία Μαγδαληνή».

Η Χλόη Κουτσουμπέλη γράφει ένα βιβλίο στο οποίο τα πάντα είναι ποίηση, από την αρχή του χρόνου μέχρι και σήμερα, όπου ο ποιητής έχει μάθει να συνυφαίνει τον πόνο και τη βαθύτατη υπαρξιακή αγωνία με τους στίχους, για να τους προσφέρει μετά στον αναγνώστη και να του χαρίσει έτσι το μοναδικό καταφύγιο που μπορεί να υπάρξει. Ένα βιβλίο όπου οι φανταστικοί ήρωες είναι ίδιοι με τους αληθινούς ανθρώπους - ή το αντίστροφο. Ένα βιβλίο στο οποίο τα πρόσωπα σπάνε τα όποια δεσμά τους αναζητώντας την ελευθερία της επιλογής, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνουν. «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» είναι γεμάτη από εικόνες, μύθους, τολμηρές φράσεις και ανατρεπτικά λόγια, καθώς και από μια διάχυτη μελαγχολία που καταγράφει διακριτικά το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης.

"Ο Μπίλλυ και η Αμαλία στο νησί" του Γιάννη Δίγκα (Εκδόσεις Ελκυστής, 2020) - κριτική βιβλίου

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το periou.gr

Μια κακοποιημένη γυναίκα, ένα ζευγάρι που προσπαθεί να αποκτήσει παιδί, ένα γελοίο στοίχημα μεταξύ δύο φίλων, ένας καρκινοπαθής, ένας Κινέζος μοναχός, μια υπέρβαρη κοπέλα, μια καταξιωμένη επιστήμονας είναι μερικοί μόνο από τους ήρωες των δεκατεσσάρων διηγημάτων του Γιάννη Δίγκα στο πρώτο του βιβλίο "Ο Μπίλλυ και η Αμαλία στο νησί".

Δεκατέσσερις ιστορίες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, που έχουν όμως κάτι κοινό: παρουσιάζουν τους ανθρώπους στις πιο προσωπικές, στις πιο αδύναμες, στις πιο ευαίσθητες στιγμές τους. Προβλήματα συνηθισμένα, μικρά ανθρώπινα δράματα, από αυτά που μπορούν να συμβούν στον οποιονδήποτε, που είναι όμως καθοριστικά στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Άλλοι από τους ήρωες συντρίβονται, άλλοι υπομένουν το βάρος των πράξεών τους, άλλοι συνεχίζουν με τα νέα δεδομένα.

Το βιβλίο του Γιάννη Δίγκα μοιάζει με ένα μεγάλο μωσαϊκό, όπου χωρούν οι προσωπικές ιστορίες εντελώς διαφορετικών ατόμων: άντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, πλούσιοι και φτωχοί. Άλλοι έρχονται αντιμέτωποι με την μοναξιά, άλλοι με την απόρριψη, άλλοι με τον θάνατο, άλλοι με την φθορά των ανθρώπινων σχέσεων. Ο χρόνος, το εφήμερο της ζωής, η αγάπη ή η έλλειψή της, οι χαμένοι έρωτες, η απώλεια είναι μερικά από τα θέματα που πραγματεύεται ο συγγραφέας.

Ο Γιάννης Δίγκας αντιμετωπίζει τους ήρωές του με συμπάθεια και καταγράφει τις ιστορίες τους με τρυφερότητα κι ευαισθησία. Ακόμα και στα πιο θλιβερά διηγήματα, αφήνει μια χαραμάδα από όπου περνούν η αγάπη και η ελπίδα, δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας σε ολόκληρο το βιβλίο. Μια συλλογή που διαβάζεται με ενδιαφέρον από όλες τις απόψεις.