Η θυσία της Ιφιγένειας

Παρακολούθησα πρόσφατα στο θέατρο την "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" του Ευριπίδη. Ο μύθος, ως γνωστόν, έχει να κάνει με την εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όλα τα ελληνικά πλοία είναι αραγμένα στην Αυλίδα έτοιμα να ξεκινήσουν, όμως οι θεοί έχουν θυμώσει και δε φυσάει άνεμος. Ο χρησμός είναι σαφής: για να μπορέσουν να αποπλεύσουν τα πλοία πρέπει να θυσιαστεί η Ιφιγένεια, η κόρη του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα.

Με τύψεις και με πόνο ο Αγαμέμνονας δέχεται να τη θυσιάσει. Όμως η Ιφιγένεια δε θέλει να πεθάνει, δε θέλει να εγκαταλείψει τη ζωή και το φως του ήλιου -και στο κάτω-κάτω τι φταίει αυτή που η ωραία Ελένη εγκατέλειψε τον Μενέλαο για χάρη του Πάρη; Λίγο πριν το τέλος όμως η Ιφιγένεια αλλάζει γνώμη: θα θυσιαστεί οικειοθελώς για χάρη της Ελλάδας.

Παρακολουθώντας την παράσταση πόσο ανώφελη και άδικη μου φάνηκε η θυσία της Ιφιγένειας. Πράγματι δε φταίει σε τίποτα που ξέσπασε ο πόλεμος. Δε φταίει που η Ελένη ήταν άπιστη, που ο Πάρης την έκλεψε με δόλο, που ο Μενέλαος αποφάσισε να την πάρει πίσω, που ο Αγαμέμνονας ανέλαβε να γίνει στρατηγός. Γιατί να σηκώσει λοιπόν η Ιφιγένεια το βάρος όλης της Ελλάδας;

Και μήπως με τον πόλεμο αυτόν ωφελήθηκε η Ελλάδα; Επί δέκα χρόνια οι γυναίκες που έμειναν πίσω υπέφεραν, οι άντρες σκοτώνονταν, στην Ελλάδα διασαλεύτηκε η τάξη των πραγμάτων. Και ο ίδιος ο αρχιστράτηγος, που γύρισε πίσω νικητής, το βράδυ της επιστροφής του δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του -του το φυλούσε δέκα χρόνια που σκότωσε την κόρη τους.

Σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, Ιφιγένειες είμαστε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες, τα θύματα ενός πολέμου που δεν ξεκινήσαμε εμείς. Θυσιαζόμαστε εμείς, γιατί είναι η εύκολη λύση, γιατί κανένας άλλος δεν αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος, μήτε καν την ευθύνη. Γιατί οι Αγαμέμνονες δε θέλουν να χάσουν τη δόξα, μήτε οι Μενέλαοι την Ελένη και οι στρατιώτες τα λάφυρα.

Η θυσία των αθώων δεν είναι ποτέ λύση για έναν πόλεμο. Θα έπρεπε και τότε να είχε βρεθεί άλλος τρόπος να ξεκολλήσουνε τα πλοία από την Αυλίδα.

Τουλάχιστον βέβαια στο μεγαλειώδες σύμπαν της αρχαίας τραγωδίας αποδίδεται, τρόπον τινά, μια κάποια δικαιοσύνη: ούτε ο νικητής του πολέμου δεν ευτύχησε στο τέλος. Και η Ιφιγένεια δεν πέθανε στα αλήθεια, την έσωσε η Άρτεμις και χρόνια μετά βρέθηκε και πάλι με τα αδέρφια της. Και η Τροία φυσικά που ευθυνόταν για τον πόλεμο καταστράφηκε, όπως ξέρουμε, για πάντα.

Εμείς όμως δεν είμαστε πρωταγωνιστές αρχαίας τραγωδίας, γι' αυτό ας μην ελπίζουμε πολύ σε τέτοιες δικαιοσύνες.

Η (θλιμμένη) γοητεία των άδειων πόλεων

Αν μένεις στο κέντρο της πόλης -μικρής, μεγάλης πόλης, δεν έχει σημασία- σημαίνει πως σου αρέσει η βαβούρα, η πολυκοσμία, ο θόρυβος. Διαφορετικά θα πήγαινες να εγκατασταθείς σε ένα χωριό ή στα προάστια, έτσι δεν είναι;

Όταν έρχεται ο Αύγουστος ωστόσο και δεν υπάρχει στην πόλη ψυχή, το απολαμβάνεις. Η παράξενη ησυχία, οι άδειοι δρόμοι, οι μοναχικοί διαβάτες, ένα ξεχασμένο αυτοκίνητο που διακόπτει για λίγο τη σιωπή, υπάρχει μια ποιητικότητα, μια γοητεία στην όψη που έχουν οι πόλεις όταν αδειάζουν στο τέλος του καλοκαιριού.

Είναι μια ωραία ευκαιρία για να περπατήσεις. Για να δεις στην πόλη σου πράγματα που δεν τα είχες προσέξει πριν. Μια ευκαιρία για να συλλογιστείς. Μια δικαιολογία για να κυκλοφορείς ράθυμα δίχως λόγο και δίχως προορισμό. Μέσα στην εκκωφαντική εξωστρέφεια και βαβούρα του καλοκαιριού, βρίσκεις μια παρένθεση ξεκούρασης, ανάπαυλας, ανασυγκρότησης, στοχασμού.

Και μαζί με σένα θέλει και η ίδια η πόλη να ξεκουραστεί. Από τους θορύβους της, από τους ανθρώπους της, από την πίεση της ρουτίνας και της επανάληψης. Από τα χρόνια που κουβαλά πάνω της, από το καθήκον που της έχει ανατεθεί να σηκώνει και να στηρίζει μια ολόκληρη πολιτεία.

Αυτό σημαίνει η ησυχία του Αυγούστου. Και είναι ίσως η μόνη φορά όλο το χρόνο που κάτοικοι και πόλη καταφέρνουμε να έρθουμε τόσο κοντά. 

Οι σημαίες και οι σημαιοφόροι

Να πω καταρχάς μια ιστορία σχετικά με τη σημαία. Σε ένα Δημοτικό Σχολείο οι αριστούχοι της ταξης είναι τέσσερις. Η αλήθεια ειναι ότι ο ένας από αυτούς είναι λίγο καλυτερος μαθητής απο τους άλλους, αλλά τυπικά είναι όλοι το ίδιο. Μόνο για τρεις ωστόσο υπάρχει τιμητική θέση: μία για τον σημαιοφόρο και δύο για τους παραστάτες. Ετσι γίνεται κλήρωση και ο λίγο καλύτερος μαθητής μένει απ'έξω και κάνει παρέλαση στην προ-προτελευταία σειρά, γιατί οκ, δεν είναι και το πρώτο μπόι. Αδικήθηκε λοιπόν ή όχι ο μαθητής;

Δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω για ποιο λόγο το να μην κρατάει τη σημαία ο καλύτερος μαθητής ειναι απαξίωση της μόρφωσης και της μάθησης. Αν δε δώσουμε τη σημαία στον καλύτερο μαθητή σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε πόσο καλός είναι; Ή μήπως θα τον αποθαρρύνουμε απο τη μελέτη; Κοίτα να δεις κι εγώ που νόμιζα ότι η ανταμοιβή του καλού μαθητή είναι οι γνώσεις που θα πάρει και η προετοιμασία του σε βάθος χρόνου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επαγγελματική αποκατάσταση.

Το άλλο πάλι θεότρελο που άκουσα είναι η απαξίωση του ίδιου του συμβόλου της σημαίας, το οποίο δεν πρέπει να μπαίνει σε κλήρωση. Κανείς δε βάζει σε κλήρο αυτό που συμβολίζει η σημαία. Ένας τρόπος επιλογής είναι. Φοβάται κανείς μήπως ο κακός μαθητής μολύνει τη σημαία με τα αμόρφωτα ανάξια χέρια του; Ή μήπως ο κακός μαθητής αγαπάει λιγότερο την πατρίδα του από τον καλό;

Κοιτώντας από την αντίστροφη μεριά θα έλεγε κανείς ότι το θέμα του ποιος θα κρατήσει τη σημαία προκαλεί -θεωρητικά- τον ανταγωνισμό στα παιδιά. Τον φρικτό διαχωρισμό τους σε καλούς και κακούς μαθητές. Όσο το σκέφτομαι ούτε καν βαθμοί δε θα έπρεπε να υπάρχουν στα Δημοτικά. Σε τι εξυπηρετεί αν ένα παιδάκι πάρει 10 αντί για 9 και τι θα κερδίσει;

Είναι τρελό να υπερασπιζόμαστε το τιμητικό δικαίωμα του καλού μαθητή στη σημαία σε μια χώρα που απαξιώνει με όλους τους γνωστούς τρόπους την καλή επίδοση, τα πτυχία και τους υψηλούς βαθμούς. Νομίζω θα είχε πιο πολύ νόημα αν όλοι οι καλοί μαθητές μπορούσαν να περάσουν στη σχολή της επιλογής τους και δε συντρίβοταν απο το φρικτό και άδικο σύστημα των πανελληνίων. Αν μπορούσαν να βρούνε δουλειά βάσει του πτυχίου τους. Αν μπορούσαν να δουλέψουν και να πληρωθούν ανάλογα του πόσο κόπιασαν στη μαθητική τους ζωή. Αν κάποιος μπορούσε να τους εγγυηθεί ότι θα έχουν καλύτερη επαγγελματική πορεία απο τους κακούς μαθητές.

Ας χτίσει πρώτα η Ελλάδα μία δίκαιη εκπαίδευση και έναν ρεαλιστικό επαγγελματικό στίβο και ύστερα ας μαλώσουμε για το αν έχει τόση σημασία ποιος θα σηκώσει τη σημαία στο Δημοτικό. 

(Μικρές και) Μεγάλες προσδοκίες

Μίλησα πρόσφατα, στα πλαίσια της δουλειάς, με κάποιους μαθητές, ή μάλλον τέως μαθητές, απόφοιτους Λυκείου, μια ανάσα -κυριολεκτικά- πριν το Πανεπιστήμιο.

Ο τρόπος τους κάτι ανάμεσα σε ευγένεια, σε συστολή, σε αθωότητα (ή έτσι τουλάχιστον φάνηκαν σε εμένα!), με έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό που ξεχείλιζε από παντού, σχεδόν ασυγκράτητο, εν όψει των σπουδών, εν όψει της νέας ζωής, της ελευθερίας, της περιόδου των άπειρων επιλογών, των επερχόμενων επιτυχιών, των αμέτρητων πιθανοτήτων-δυνατοτήτων. Θεέ μου τι εποχή! Είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι δεκαοχτώ!

Το αίσθημα βέβαια αυτό, της απόλυτης ελευθερίας, που είναι ανακατεμένο λίγο και με την ενηλικίωση, λίγο και με την ανωριμότητα και την άγνοια, λίγο με το θώπευμα των γονιών, δεν κρατάει και πολύ. Δε χρειάζονται παρά μερικά χρόνια για να δεις πως οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες δεν είναι απεριόριστες, οι συνθήκες δεν είναι πάντα ευνοϊκές, η ζωή δεν είναι πάντα καλή μαζί σου ούτε έχει μέλημα να σου κάνει τα χατίρια και αργά ή γρήγορα βολεύεσαι κι εσύ σε καμιά θέση, ξεχνάς τα μεγάλα πλάνα, εγκαθίστασαι σε ένα τριάρι.

Ήμουν έτοιμη να τα πω τα παιδιά πως η ζωή δεν είναι έτσι όπως ονειρεύονται, πως είναι και πιο σκληρή και λιγότερο ανέμελη και πως ο δρόμος για να κάνουν όσοι ονειρεύονται είναι πολύ πιο μακρύς από όσο νομίζουν. Η ζωή, σε σχέση με αυτό που φανταζόμαστε, πολλές φορές μας απογοητεύει.

Ή μήπως τελικά, εμείς απογοητεύουμε τη ζωή;

Γιατί, στο κάτω-κάτω, τι είναι η απογοήτευση; Μήπως δεν είναι, πολύ απλά, η διάψευση των προσδοκιών μας; Μας απογοήτευσε η ζωή ή μήπως προσδοκούσαμε πολλά από αυτή; Μήπως απογοητεύσαμε εμείς τη ζωή που κάναμε τόσα λίγα;

Εμείς οι αλλοτινοί δεκαοχτάρηδες των early 00s νομίζαμε πως θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Και γιατί να μην το νομίζουμε εξάλλου, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο και οι γονείς μας μάς είχανε πείσει για το πόσο ικανοί και χαρισματικοί είμαστε. Βέβαια, με ποιον τρόπο θα κατακτούσαμε τον κόσμο, αυτό ούτε το ξέραμε ούτε το είχαμε σκεφτεί. Και τελικά, με την κρίση που έσκασε σαν τσιχλόφουσκα στα μούτρα μας, δεν πήγαμε και πολύ μακριά.

Και από την άλλη, βλέπω τον τελευταίο καιρό να επιτυγχάνουν απίστευτα άνθρωποι που πριν δέκα χρόνια δε σου γέμιζαν το μάτι, δεν είχαν τότε ούτε τα πολλά λεφτά ούτε τις μεγάλες προσδοκίες. Που οι γονείς τους δεν είχαν τη δυνατότητα να τους σπουδάσουν, που δούλευαν από μικροί, που δεν ήξεραν τι θα τους ξημερώσει. Χωρίς προσδοκίες, χωρίς μεγαλεπήβολα σχέδια και μεγάλα λόγια, αλλά με ένα βήμα τη φορά, έφτασαν τελικά μακριά. Και αυτούς κάθε άλλο παρά τους απογοήτευσε η ζωή.

Είναι τόσο εύκολο και τόσο δελεαστικό να τα ρίξουμε όλα στη ζωή. Να πούμε πως αυτή φταίει επειδή είναι σκληρή. Επειδή είναι απρόβλεπτη. Επειδή δε μας ρωτάει, επειδή μας βάζει εμπόδια. Επειδή δε μας αφήνει να τα έχουμε όλα δικά μας.

Οπότε, τι θα έλεγα τελικά στους δεκαοχτάρηδες; Ότι η ζωή, όχι, όντως δεν είναι όπως την περιμένουμε. Είναι πολύ χειρότερη και πολύ καλύτερη συγχρόνως. Ότι τα λάθη μας είναι ατελείωτα, αλλά είναι και ωραία. Ότι χωρίς τα λάθη μας θα παραμέναμε για πάντα ανώριμοι και αφελείς. Ότι μπορούμε κάθε στιγμή να ξαναρχίσουμε, ότι ποτέ δεν είναι αργά κυριολεκτικά. Ότι πρέπει η θέληση μας να είναι μεγαλύτερη από όλα τα εμπόδια. Ότι αν δεν πετύχουμε δε θα φταίει κανείς παρά μόνο εμείς. Ότι το κακό timing και οι ατυχίες και ο τρικλοποδιές είναι συνήθως φτηνές δικαιολογίες. Ότι η ζωή έχει άπειρες στροφές και άπειρες διασταυρώσεις και αμέτρητους δρόμους και δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Αυτό το τελευταίο ειδικά, αυτό είναι το πιο ωραίο.

45ο τεύχος του Ser-Free, Ιούλιος 2017

Γιατί τόσος πανικός με τον καύσωνα;

Εντάξει λοιπόν, έχει ζέστη. Καιρό είχαμε να νιώσουμε τέτοιες θερμοκρασίες, η ζωή μας γίνεται δυσκολότερη, δεν έχουμε και πολλά λεφτά για τη ΔΕΗ.

Το θέμα του καύσωνα έπληξε πρώτα τις γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 60something, που ο καιρός και ειδικά τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι το αγαπημένο τους θέμα και η αγαπημένη τους πηγή άγχους.

Μετά φυσικά το θέμα έπληξε τα social media, με αστεία στην αρχή, με γκρίνιες και σχετικές ειδήσεις στη συνέχεια. Όλη μέρα όλοι παραπονιούνται για τη ζέστη, όπως πριν καναδυό βδομάδες παραπονιούνταν για τη βροχή. Και όλα τα ειδησεογραφικά (τρόπος του λέγειν) site -μη χάσουν- ανεβάζουν σχετικές αναρτήσεις, για το τι θερμοκρασίες έρχονται, για το πόση ζέστη έχει σε άλλες χώρες, για τους καύσωνες που έπληξαν την Ελλάδα τα περασμένα χρόνια.

Είναι αλήθεια τόσο τρομερό και τόσο αξιοπερίεργο το γεγονός ότι Ιούλιο μήνα, στην καρδιά του καλοκαιριού, έχει ζέστη, έστω και λίγη παραπάνω, ώστε όλοι μας, όλη μέρα, να ασχολούμαστε με αυτό;

Έχει μια εμμονή ο Έλληνας με τον καιρό. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλες χώρες αυτό, πάντως εδώ συμβαίνει σίγουρα και χωρίς προφανή λόγο. Πού και να ήμασταν καμιά χώρα του Ισημερινού ή του Βόρειου Πόλου ή να είχαμε τίποτα μουσώνες και τυφώνες. Μια κλασική μεσογειακή χώρα είμαστε με αρκετά προβλέψιμο καιρό και πολύ νορμάλ καιρικές συνθήκες.

Μήπως μας έφαγε αυτό; Καλομάθαμε στην ομαλότητα και αν ξεφύγει κάτι μας κακοφαίνεται; Μήπως πάλι θέλουμε να γίνουμε πιο εξωστρεφείς και να επικοινωνήσουμε με κόσμο και ο καιρός είναι, ως γνωστό, το καλύτερο θέμα για να πιάσουμε κουβέντα;

Μήπως είναι και το άλλο; Με όλα αυτά τα γεγονότα των τελευταίων ετών, έχουμε χάσει κάθε αίσθηση σταθερότητας, κάθε αίσθηση ασφάλειας. Μπροστά στο φόβο του αβέβαιου, του αγνώστου, ο αναμενόμενος καιρός είναι μία σταθερά, μια ευνοϊκή συνθήκη για να μπορούμε να πιαστούμε από κάπου. Όταν χαλάει κι αυτός και αποκλίνει από τα συνηθισμένα, η ανασφάλεια μας γιγαντώνονται.

Ίσως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί για την εμμονή μας αυτή άλλη ερμηνεία δε φαίνεται να υπάρχει.