Λυδία Κονιόρδου

Ηθοποιός. Κατά πολλούς, από τις σημαντικότερες της γενιάς της. Το όνομα της έχει ταυτιστεί άρρηκτα με το καλό, το ποιοτικό θέατρο. Είναι δημιουργική, ακούραστη, καταθέτει τη δική της άποψη μέσα από τη θεατρική αρένα. Δηλώνει αισιόδοξη για τη νέα γενιά ηθοποιών. Ακούγοντας την να μιλάει σε διαπερνά η ιερή μανία που νιώθει και η ίδια για την τέχνη του θεάτρου.

Ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, έχετε μια πολύ έντονη θεατρική δραστηριότητα. Τι είναι αυτό που θέλετε να προσφέρετε μέσα από την ενασχόληση σας με το θέατρο;

Το θέατρο είναι ένας τόπος διαλόγου, ένας τόπος όπου οι ιδέες συγκρούονται και δημιουργούν ένα γόνιμο διάλογο που βοηθά τους πολίτες να αποκτήσουν συνείδηση και να καταλάβουν και τη δική τους θέση στον κόσμο. Ιδιαίτερα σε αυτήν την εποχή, που ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, έχουμε ανάγκη το διάλογο και την επικοινωνία και την ανταλλαγή ιδεών και σκέψεων. Γι’ αυτό, ακόμα και στην εποχή κρίσης που διανύουμε, οι καλές παραστάσεις είναι γεμάτες. Αυτό είναι και το είδος θεάτρου που αφορά σε εμένα προσωπικά, αυτό που ρίχνει φως συνείδησης και προσφέρει ομορφιά και μια βαθύτερη αίσθηση της αρμονίας του κόσμου. Όχι όμως μέσα από ένα διακοσμητικό τρόπο, αλλά μέσα από το φως της συνείδησης.

Πιστεύετε δηλαδή στον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου.

Δεν είναι κάτι που απλώς το πιστεύω εγώ, αυτός είναι ο λόγος που γεννήθηκε το θέατρο. Γεννήθηκε για να προσφέρει έναν τόπο διαλόγου και συνείδησης, για να μετατρέψει έναν όχλο σε συνειδητούς πολίτες. 

Έχετε ασχοληθεί πολύ με την αρχαία τραγωδία, θα έλεγα πως, κατά κάποιον τρόπο, έχετε ταυτιστεί με αυτήν. Για ποιο λόγο θεωρείτε πως συνέβη αυτή η «ταύτιση» με εσάς;

Αυτό που λέτε με τιμά, αλλά εγώ είμαι υπηρέτης του θεάτρου γενικότερα. Και το θέατρο το βλέπω και το αντιμετωπίζω ως ένα και μόνο πράγμα, δεν ξεχωρίζω δηλαδή την τραγωδία από πιο σύγχρονα είδη, από τον Σαίξπηρ, για παράδειγμα, ή τον Μπέκετ ή την επιθεώρηση. Όλα τα είδη του θεάτρου όταν γίνονται καλά, με μεράκι και με ταλέντο, έχουν να προσφέρουν κάτι. Απλώς πολύς κόσμος με γνώρισε από το αρχαίο δράμα, γιατί συμμετείχα στις μεγάλες περιοδείες του Θεσσαλικού Θεάτρου, και αποτελώ μια εξαίρεση που έχω γίνει πιο γνωστή από το θέατρο παρά από την τηλεόραση. Το Θεσσαλικό Θέατρο ταξίδεψε πραγματικά σε όλη την Ελλάδα, δεν συμμετείχε μόνο στις μεγάλες διοργανώσεις, και έτσι έφερε το αρχαίο δράμα σε ένα κοινό που δε θα είχε αλλιώς την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με αυτό. Ίσως γι’ αυτό έγινε κι αυτή η «ταύτιση». Εγώ όμως υπηρετώ όλα τα είδη του θέατρου, με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ. Και κυρίως το μουσικό ποιητικό θέατρο, αυτό με αφορά.

Το ότι το κοινό ως καλλιτέχνη σάς έχει θέσει πολύ ψηλά, σας δημιουργεί ένα αίσθημα χρέους και ευθύνης; Αισθάνεστε ότι ο πήχης είναι πολύ ψηλά;

Επειδή έτυχε να μαθητεύσω δίπλα σε πολύ μεγάλους δασκάλους, ο πήχης από την αρχή μπήκε πάρα πολύ ψηλά. Μακάρι να είχα δέκα ζωές για να μπορούσα να φτάσω τις διδασκαλίες που πήρα από τον Κάρολο Κουν, από τους μαθητές του Ροντήρη, από τον Μινωτή, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Τσιάνο, τον Βασίλιεφ, τον Γουίλσον, τον Χατζάκη... Ο πήχης μού έλαχε να μπει από την αρχή ψηλά, οπότε δεν το σκέφτομαι καν αυτό που λέτε. Απλώς προσπαθώ πάντα να είμαι τίμια και ειλικρινής και αυθεντική σε σχέση με τις δικές μου εσωτερικές φωνές. Και προσπαθώ να αφουγκράζομαι την κοινωνία, ώστε να έχω ένα διάλογο με ό,τι συμβαίνει γύρω μας κάθε στιγμή, ειδικά σε αυτήν την εποχή που όλα όσα συμβαίνουν είναι συγκλονιστικά και ραγδαία. Αλλά αυτό που λέω δεν αποτελεί πρωτοτυπία –όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου προσπαθούμε για αυτό, να πιάνουμε το σφυγμό του κόσμου. Πρόκειται για μια λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στον εσωτερικό εαυτό και τον συλλογικό. Αν βρεθεί αυτός ο κοινός τόπος, είναι επιτυχημένη και η δουλειά.

Πιστεύετε πως το καταφέρνετε αυτό;

Δεν το ξέρω. Είναι ένα συνεχές ζητούμενο. Στο θέατρο δεν μπορεί κανείς να επαναπαυτεί στα κεκτημένα και στις δόξες του, αναζητά συνεχώς αυτήν την ισορροπία και τον κοινό τόπο.

Έχετε μέχρι στιγμής μια αξιοζήλευτη θεατρική πορεία. Υπάρχει ωστόσο κάτι που νιώθετε πως δεν έχετε κάνει ακόμα, ένα είδος απωθημένου;

Το θέατρο είναι μια συλλογική υπόθεση. Δεν έχει να κάνει με την προσωπική φιλοδοξία, αλλά με την ομάδα μέσα στην οποία θα βρεθείς. Ό,τι φιλοδοξίες και να έχω, εξαρτώνται από τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ. Κάθε έργο είναι ένα ταξίδι και στο ταξίδι αυτό, όταν αρματώνεις το καράβι, πρέπει να βρεις και τους καταλλήλους συνοδοιπόρους. Αν δεν μπορείς να τους βρεις, δεν μπορείς να κάνεις και το ταξίδι... Είναι πολλά αυτά που αξίζουν στο θέατρο και που θα ήταν ωραίο να γίνουν, αλλά όλα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους και με τη στιγμή.

Από την πορεία σας ποια στιγμή θα ξεχωρίζατε;

Αναμφίβολα είναι η θητεία μου με τον Κάρολο Κουν, μια εννιάχρονη πορεία που με καθόρισε και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη, που καθόρισε και το πώς βλέπω το θέατρο. Είναι μια παρακαταθήκη που δεν εξαντλείται ποτέ. Φυσικά ήταν και η συνεργασία με τον Τσιάνο και το Θεσσαλικό Θέατρο, μια εμπειρία που μου άνοιξε πτυχές στη σχέση του ανθρώπου με το θέατρο. Και μετά βεβαίως με τον Σωτήρη Χατζάκη στη «Φόνισσα» που ήταν μια μεγάλη στιγμή και για μένα και για όλους όσους βιώσαμε αυτήν την εμπειρία. Και οι συνεργασίες μου με τον Λευτέρη Βογιατζή ήταν μια μαθητεία για μένα στο θέατρο. Και πολύ πρόσφατα η συνεργασία μου τον Βασίλιεφ στη «Μήδεια» και με τον Ρόμπερτ Γουίλσον, που τους θεωρώ και τους δύο πολύ μεγάλους καλλιτέχνες.

Εσείς που γνωρίσατε τους σπουδαιότερους ανθρώπους του θεάτρου, τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά ηθοποιών, μιας και διδάσκετε κιόλας;

Από το 1986 διδάσκω -και υπήρξα κι εγώ μαθήτρια κάποτε- οπότε βλέπω τι καινούργιο φέρνει η κάθε «φουρνιά». Αυτό που θεωρώ πολύ σημαντικό είναι ότι τα παιδιά που έρχονται τώρα στο θέατρο έχουν μεγαλύτερη μόρφωση από ότι είχαμε εμείς τότε και είναι πιο συνειδητοποιημένα. Δεν έρχονται παρασυρμένα από επιπόλαιες σειρήνες, αλλά μέσα από ψάξιμο, από αναζήτηση. Το να τελειώσει ένα παιδί μια σχολή και να τα παρατήσει όλα για να έρθει στο θέατρο παλιά ήταν η εξαίρεση, τώρα είναι σχεδόν ο κανόνας. Παιδιά που έχουν τελειώσει πανεπιστήμια και έχουν πτυχία έρχονται στο θέατρο για να αναζητήσουν έναν τόπο για να εκφράσουν τις βαθύτερες αγωνίες τους. Είναι υψηλότερο το επίπεδο, είναι σκεπτόμενα τα παιδιά, ψάχνονται. Πιστεύω πολύ στη νέα γενιά και ελπίζω σε αυτό που θα φέρουν, επειδή στα χέρια τους είναι οι αλλαγές που συμβαίνουνε. Πρόκειται για ένα σπουδαίο δυναμικό που διαθέτει ο τόπος μας και αυτό μου δημιουργεί μεγάλη αισιοδοξία. Τα παιδιά αυτά, επειδή ανήκουν σε μια γενιά που έχει απαλλαγεί από εμπάθειες και εμμονές και μονοδιάστατες απόψεις του παρελθόντος, έχουν προετοιμαστεί για να συνδράμουν στο καινούργιο δρόμο που ανοίγει.

Για το μέλλον τι ετοιμάζετε;

Για το καλοκαίρι μού έχει ζητήσει το Εθνικό να σκηνοθετήσω και να παίξω «Ιππόλυτο» στην Επίδαυρο και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, αρχίζει να με καταλαμβάνει! Παράλληλα, διδάσκω στα πλαίσια των Δεσμών σε εργαστήρι αρχαίου δράματος. Και κάνω και κάποια ταξίδια στο εξωτερικό όπου διδάσκω αρχαίο δράμα.

Πώς είναι αυτή η εμπειρία;

Πολύ σημαντική. Βλέπω καταρχάς πόσο αναγνωρίζουν τη σχέση που έχουμε με το αρχαίο δράμα -χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι άλλοι πολιτισμοί δεν κάνουν σπουδαία πράγματα στο αρχαίο δράμα, ωστόσο εμείς οι Έλληνες έχουμε μια πιο άμεση σύνδεση, αυτό είναι αυτονόητο. Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με ξένους, αυτό που φέρουμε εμείς μέσα από τη γλώσσα, την παράδοση, τον πολιτισμό, τους ανοίγει κάποια παράθυρα και στο πώς οι ίδιοι προσλαμβάνουν τον εαυτό τους. Και είναι ένα δώρο αυτό που γίνεται με επίκεντρο το αρχαίο δράμα. Γιατί το αρχαίο δράμα θέτει ερωτήματα για να επαναπροσδιορίσεις τον εαυτό σου στο γενικό γίγνεσθαι. Κι εγώ το εισπράττω αυτό. Θεωρώ πραγματικά ότι είναι ένα από τα δώρα που έχει να προσφέρει αυτός ο τόπος και γι’ αυτό υπηρετώ τους Δεσμούς και το Κέντρο Αρχαίου Δράματος και πιστεύω ότι αυτό πρέπει να υποστηριχτεί και θεσμικά από όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις. Και να μη μένουμε μόνο στα λόγια και στις ευχολογίες, αλλά να υπάρξει και θεσμική κατοχύρωση και κυρίως μια σύνδεση των ανθρώπων που ασχολούνται με το δράμα με φορείς και κέντρα του εξωτερικού. Νομίζω πως αν αυτό γίνει οργανωμένα θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια πολιτιστική διπλωματία σε έναν τομέα που εχουμε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουμε.

 

Άνοιξη 2014, Περιοδικό Vakxikon.gr, τεύχος 25 (www.vakxikon.gr)

Inferno

Inferno, 2016

Σκηνοθεσία: Ron Howard

Πρωταγωνιστούν: Tom Hanks, Felicity Jones

 

Ο Tom Hanks, για τρίτη φορά μετά το "The DaVinci Code" και το "Illuminati",  ενσαρκώνει τον καθηγητή Robert Langdon, λύνει γρίφους και προσπαθεί να σώσει την ανθρωπότητα.

Ο καθηγητής Robert Langdon (Tom Hanks) βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο της Φλωρεντίας με αμνησία. Δεν έχει ιδέα πώς βρέθηκε εκεί -γρήγορα όπως ανακαλύπτει ότι τον κυνηγούν. Η γιατρός του, Sienna Brooks (Felicity Jones), τον βοηθάει να ξαναβρεί τη μνήμη του και να λύσει μία σειρά από γρίφους. Οι γρίφοι θα τους οδηγήσουν σε μια συνωμοσία που θέλει να εξαπολύσει έναν θανατηφόρο ιό στη γη, την ίδια ώρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει σημάνει συναγερμό και ο Langdon βρίσκεται διωκόμενος από παντού…

Τρίτη κινηματογραφική μεταφορά μυθιστορήματος του Dan Brown, το "Inferno" ακολουθεί τα " The DaVinci Code" και "Illuminati",  που έκαναν πάταγο πριν μερικά χρόνια. Η συνταγή γνωστή και πετυχημένη: αγωνία, μυστήριο, ενδιαφέρον που διατηρείται αμείωτο, συνεχής δράση και χαλάρωση στα σωστά σημεία, πλοκή που ξετυλίγεται αποκαλυπτικά και ένας Tom Hanks όπως τον ξέρουμε και τον αγαπάμε.

Και στο "Inferno" λοιπόν περιδιαβαίνουμε στα  στενά ωραίων πόλεων (Φλωρεντία, Βενετία, Κωνσταντινούπολη), ψάχνουμε κρυμμένα μυστικά σε έργα τέχνης της Αναγέννησης, μπαινοβγαίνουμε σε ιστορικά κτίρια προηγούμενων αιώνων, περιμένουμε με αγωνία τις εξελίξεις.

Αν και κρατά τη δομή και το ύφος των " The DaVinci Code" και "Illuminati", το "Inferno" δεν έχει τόσο έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα: ασχολείται περισσότερο με τις έννοιες της οικολογίας, του υπερπληθυσμού, της κοινωνικής αναταραχής, της ποιότητας ζωής. Και σε πρώτο πλάνο δεν είναι πλέον η Εκκλησία, αλλά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.

Στα συν της ταινίας είναι οι γρήγοροι ρυθμοί,  το σταδιακό ξετύλιγμα των πληροφοριών (για πολλή ώρα θα σε ιντριγκάρει που δε θα ξέρεις ποιος είναι με το μέρος ποιανού), οι πραγματικά αναπάντεχες ανατροπές. Στα μείον της ταινίας είναι τα σεναριακά κενά (εκείνη την ώρα όλα θα τα δεχτείς αδιαμαρτύρητα, μετά ωστόσο κάποια πράγματα θα σου φανούν μη ρεαλιστικά), κάποια κλισέ των αμερικάνικων περιπετειών που πραγματικά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, το γεγονός ότι αν έχεις ήδη δει τα " The DaVinci Code" και "Illuminati" το "Inferno" δεν έχει να σου προσφέρει και πολλά παραπάνω.

Το Inferno είναι μια πολύ ωραία ταινία -ειδικά για τους λάτρεις του είδους-, αλλά δεν καταφέρνει να φτάσει τη γοητεία και την ατμόσφαιρα των δύο προηγούμενων ταινιών, με τις οποίες αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα κάνεις τη σύγκριση.

 

Αναδημοσίευση από το ArtCore Magazine. (www.artcoremagazine.gr)

Υπό καθεστώς βροχής

Συννεφιασμένοι ουρανοί,

ανύπαρκτα διλήμματα,

πόσο αχρείαστες οι συμβάσεις των ανθρώπων.

Τι απέγινε η Έλι

Darbareye Elly (About Elly, Τι απέγινε η Έλι), 2009

Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί

Πρωταγωνιστούν: Γκολνσιφτέ Φαραανί, Σαχάμπ Χοσεϊνί

 

Ιράν. Μια ωραία παρέα ζευγαριών με τα παιδιά τους πηγαίνει σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι για να περάσει ένα ευχάριστο διήμερο. Μοναδικοί εργένηδες στην παρέα ο Άχμεντ και η Έλι, που η παρέα προσπαθεί να φέρει πιο κοντά… Όλα κυλούν ευχάριστα και με κέφι, μέχρι που η Έλι εξαφανίζεται. Τους άφησε κι έφυγε χωρίς αντίο; Πνίγηκε μήπως καθώς προσπαθούσε να σώσει ένα από τα παιδιά που έπεσε στη θάλασσα; Και ποια είναι τελικά η Έλι; Η παρέα φαίνεται να μην ξέρει πολλά για αυτήν. Η αγωνία μεγαλώνει και η αποκαλύψεις που αρχίζουν να γίνονται σταδιακά προκαλούν ένταση στην παρέα.

Το "Τι απέγινε η Έλι" είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα για τους φανατικούς χολιγουντιανούς σινεφίλ ότι υπάρχει υπέροχο σινεμά και έξω από τα σύνορα της Αμερικής. Κοινώς, για τους πλέον δύσπιστους: μην τρομάζετε που η ταινία είναι ιρανική.  Το "Τι απέγινε η Έλι" είναι μια πολύ δυνατή ταινία, που ξεκινάει με χαλαρούς ρυθμούς και αρχίζει σιγά-σιγά να ξεδιπλώνεται με τρόπο απρόβλεπτο, ενδιαφέρον, αναπάντεχο.

Πολύ πριν ο Ασγκάρ Φαραντί τραβήξει τα βλέμματα των απανταχού θεατών και κριτικών με το "Ένας χωρισμός", είχε δώσει ήδη το κινηματογραφικό του στίγμα με ταινίες σαν αυτήν. Το "Τι απέγινε η Έλι" δεν είναι "Ένας χωρισμός" ούτε γνώρισε την ίδια επιτυχία, αλλά έχει σίγουρα πολλά κοινά στοιχεία. Πέρα από το γεγονός ότι ο Φαραντί ξέρει να γυρίζει ταινίες άρτιες από όλες τις απόψεις, το πιο δυνατό του χαρτί είναι ένα: το σενάριο. Ό,τι είναι η ταινία, είναι το σενάριο. Ο Φαραντί παίρνει μικρές καθημερινές ιστορίες, φαινομενικά ασήμαντες, και τις ξεδιπλώνει αργά, δημιουργώντας αναπάντεχες προεκτάσεις και προχωρώντας σε πολλά επίπεδα. Η πλοκή εξελίσσεται με τρόπο ευφυή και με συνεχώς καινούργια στοιχεία, εκπλήσσοντας τον ανυποψίαστο θεατή, και προκαλώντας στους ήρωες ένα ψυχολογικό ξεγύμνωμα.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του "Τι απέγινε η Έλι" -και των ταινιών του Φαραντί γενικά- είναι ο ρεαλισμός. Εδώ δε χρειαζόμαστε εφέ ούτε κόλπα εντυπωσιασμού ούτε μυστήρια πλάνα ούτε ένα δυνατό όνομα στο καστ: η ταινία σε κρατάει με κομμένη την ανάσα γιατί αυτό που βλέπεις είναι δυνατό χάρη στην απλότητα του -θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε και οπουδήποτε. Και γι' αυτό, λοιπόν, δεν έχει καμία σημασία που η ταινία είναι ιρανική: θα μπορούσε να είναι ταινία οποιασδήποτε χώρας με μια υπόθεση που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα.

Και φυσικά είναι και το άλλο: όπως και στο "Ένας χωρισμός", ο Φαραντί αρέσκεται στο να παίζει με την έννοια του σωστού και του λάθους. Του ηθικού και του ανήθικου. Της αλήθειας και τους ψέματος. Και το δίλημμα αυτό το παρουσιάζει στις τόσο απλές και καθημερινές του διαστάσεις, που φαντάζει πλέον βαθιά ανθρώπινο και τραγικό. Τελικά, αυτό είναι που σε αγγίζει και σε συγκινεί στη συγκεκριμένη ταινία.

12 χρόνια μαθητής

Ξεκίνησαν τα σχολεία και μαζί με αυτά ξεκίνησε και αυτός ο μακρόχρονος εφιάλτης που σε θέλει δώδεκα χρόνια να κάθεσαι στα θρανία για να μάθεις πράγματα που δήθεν θα σε κάνουν ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Εντάξει, δεν ήταν άχρηστα όλα όσα μάθαμε στο σχολείο, αλλά ας πούμε ότι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν ήταν χρήσιμα. Όχι τόσο χρήσιμα ώστε να φάμε δώδεκα χρόνια, και μετά να είμαστε άνεργοι, φτωχοί και παράλληλα και με έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, όπως εξάλλου αποδεικνύεται καθημερινά από την ίδια την πραγματικότητα.

Το πιο αστείο της υπόθεσης είναι ότι οι μαθητές που δε διάβαζαν ποτέ μα ποτέ στο σχολείο δεν κατέληξαν απαραιτήτως αμόρφωτοι ή ακαλλιέργητοι ούτε απέτυχαν όλοι επαγγελματικά, αλλά πολλοί από αυτούς, αποδεσμευμένοι ίσως από το άγχος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή της "καλής δουλειάς" στράφηκαν αλλού, ανέπτυξαν τις ικανότητες τους, επιστράτευσαν τη φαντασία τους και τώρα περνάνε ζάχαρη. Οι πολύ καλοί και τυπικοί και μονίμως διαβασμένοι μαθητές επίσης δεν είναι σήμερα οι πιο μορφωμένοι ούτε είναι σε όλες τις περιπτώσεις -κατά αδικία της κοινωνίας;- επαγγελματικά αποκατεστημένοι.

Δεν μπορεί ωστόσο να μη μου φανεί αστείο ότι πολλοί από αυτούς που πέρασαν τέλεια μαθητικά χρόνια επειδή δεν είχαν το άγχος του διαβάσματος έχουν προοδεύσει και εξακολουθούν να περνούν τέλεια, σε αντίθεση με αυτούς που έφαγαν δώδεκα χρόνια χωμένοι στα βιβλία για να υποφέρουν τώρα στην ουρά του ΟΑΕΔ.

Τώρα πάντως που όλες οι ισορροπίες στην κοινωνία μας έχουν ανατραπεί και έχει καταρρεύσει ο μύθος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της "καλής δουλειάς", θέλω να δω προς ποια κατεύθυνση θα προσπαθήσουν να στρέψουν οι γονείς τα παιδιά τους. Τώρα πλέον που φάνηκε περίτρανα ότι δε χρειάζεται ΟΛΟΙ οι μαθητές να πηγαίνουν πανεπιστήμιο, τι θα κάνουν οι γονείς; Και με τι θα κοκορεύονται από εδώ και στο εξής; Αυτό το τελευταίο, θέλω πολύ να το δω.