The Revenant

The Revenant (Η Επιστροφή), 2015

Σκηνοθεσία: Alejandro González Iñárritu

Παίζουν: Leonardo DiCaprio, Tom Hardy, Will Poulter, Domhnall Gleeson

*The Revenant: αυτός που επιστρέφει, από τον άλλον κόσμο

Στην αχαρτογράφητη φύση της Αμερικής του 1820, μία ομάδα Αμερικανών κυνηγά αρκούδες για τη γούνα τους. Ένας από την ομάδα, ο Χιου Γκλας (Leonardo DiCaprio), θα δεχτεί επίθεση από αρκούδα και θα τραυματιστεί σοβαρά. Ο θάνατος του Γκλας είναι πλέον ζήτημα χρόνου, έτσι οι σύντροφοί του θα αναγκαστούν να προπορευτούν, αφήνοντας τον πίσω με κάποιον άλλον από την ομάδα, τον Τζον Φιτζέραλντ (Tom Hardy). Ο Φιτζέραλντ όμως δεν είναι διατεθειμένος να μείνει με τον Γκλας μέχρι να ξεψυχήσει, έτσι τον εγκαταλείπει. Ο Γκλας ωστόσο θα καταφέρει όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να διανύσει 300 χιλιόμετρα προκειμένου να εκδικηθεί.

Η ταινία είναι πρώτα απ' όλα μια ιστορία επιβίωσης. Είναι εντυπωσιακό το πόση δύναμη επιστρατεύει ο ήρωας για να ξανασταθεί στα πόδια του, λίγο καιρό αφότου έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου -και είναι εξίσου εντυπωσιακό το πόσο ταλαιπωρείται και ο ίδιος ο ΝτιΚάπριο σε αυτό το ρόλο. Αλλά ο ήρωας μας έχει να αντιμετωπίσει κι άλλα: τους Ινδιάνους που τον καταδιώκουν και την ίδια τη φύση που δεν είναι σύμμαχος -ο Ινιαρίτου μάς χαρίζει μεγαλειώδη πλάνα της παγωμένης Αμερικής που τονίζουν ακόμα περισσότερο αυτήν την άνιση αναμέτρηση.

Το Revenant θα μπορούσε απλώς να είναι μια ταινία επιβίωσης και εκδίκησης και να τελειώνει εκεί. Όμως είναι και κάτι παραπάνω. Η ταινία χρησιμοποιεί την ιστορία του Γκλας για να μιλήσει και για άλλα πράγματα: την εκμετάλλευση των ιθαγενών της Αμερικής, την έλλειψη σεβασμού απέναντι στη φύση, την ηθική. Όλα αυτά συμπλέκονται έξοχα γύρω από τον κεντρικό ήρωα, αλλά και μέσα από τα μάτια του ήρωα, ο οποίος, καθώς προχωρά η ταινία, αλλάζει, επανατοποθετείται, αναζητά.

Καμβάς όλων αυτών είναι η φύση. Δάση, βουνά, ποτάμια, αχανείς εκτάσεις με χιόνι, όλα σε αυτήν την ταινία ξεκινούν με τη φύση και με τη φύση έχουν να κάνουν. Ο Ινιαρίτου ωστόσο δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει απλώς όμορφα ή ειδυλλιακά τοπία -δύναμη, μεγαλείο, δέος, σκληρότητα, λιτότητα, αυτά αισθάνεται κανείς βλέποντας τα πλάνα. Πάνω σε αυτό κουμπώνει και το soundtrack: ο Σακαμότο γράφει μια μουσική μάλλον λακωνική, λιτή, στιβαρή, που υπογραμμίζει την αφαιρετικότητα των τοπίων, τη βουβή ένταση του ήρωα, τον εσωτερικό ρυθμό της δράσης.

Κοντολογίς, η ταινία είναι ενδιαφέρουσα. Δεν είναι καθόλου βαρετή, ακόμα κι αν δυόμιση ώρες σας φαίνονται πολλές -δεν είναι. Είναι μια ταινία με κλισέ θέμα -επιβίωση, εκδίκηση, αναζήτηση- αλλά καθόλου κλισέ ως προς τον τρόπο που η ιστορία είναι δοσμένη. Ο ΝτιΚάπριο ίσως δεν ερμηνεύει το μεγαλύτερο ρόλο της καριέρας του -είναι άψογος βέβαια, όπως σε όλες του τις ταινίες- αλλά πρόκειται σίγουρα για τον πιο δύσκολο της μέχρι τώρα της καριέρας του, είναι ένας ρόλος-άθλος. Και μόνο το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δε μιλά, αλλά καταφέρνει να γεμίσει τον ήρωα του με τις κινήσεις και τις εκφράσεις -σε σημείο που πλέον δεν προσέχεις ότι δε μιλά!-, φτάνει. Όσο για τον Τομ Χάρντυ, δεν έχουν εντελώς άδικο αυτοί που είπαν ότι κλέβει την παράσταση από τον ΝτιΚάπριο. Ο Χάρντυ δίνει τέτοιο στίγμα στο χαρακτήρα του, πλάθει μια τόσο ολοκληρωμένη φυσιογνωμία, που τον κάνει απόλυτα ρεαλιστικό, απόλυτα ζωντανό, είναι σαν να τον ξέρεις.

Εντυπωσιακή φωτογραφία και υπέροχη σκηνοθεσία -το μονόπλανο στην επίθεση των Ινδιάνων, τα πλάνα των δέντρων, η απόλυτα ρεαλιστική τελική αναμέτρηση. Το Revenant είναι ρεαλιστικό, είναι ωμό, είναι πολύ μακριά από εξωραϊσμούς και κλισέ. Φαίνεται ότι είναι ταινία μεγάλων προσδοκιών και υψηλών προδιαγραφών. Ή μάλλον είναι έτσι όπως θα έπρεπε να είναι το σινεμά.

Συννεφιά

Μία διέξοδος φωτός

σε μια πόλη που συνήθισε

στο λίγο

στο μουντό

στο γκρίζο.

 

(City zoom, Ser-Free #27)

Όταν μια παράσταση χωρίζει τον κόσμο στα δυο

Δύσκολα μπορείς να πεις ποιος έχει απόλυτα δίκιο και ποιος έχει απόλυτα άδικο για το ζήτημα της παράστασης του Εθνικού.

Ναι, είναι λογικό να μη θέλεις να δεις μια παράσταση στην οποία χρησιμοποιούνται τα κείμενα ενός ανθρώπου του οποίου οι πράξεις είναι σαφώς καταδικαστέες από το νόμο και από την κοινωνία.

Και από την άλλη όμως, ένα κείμενο δε γίνεται καλό ή κακό από τον άνθρωπο που το έγραψε. Το κείμενο ενός τρομοκράτη δεν είναι απαραίτητα κακό -και με κακά μηνύματα-, όπως, με την ίδια λογική, δεν είναι απαραίτητα καλό -και με καλά μηνύματα- το κείμενο ενός έντιμου και ενάρετου και νομοταγούς πολίτη. Εξάλλου, άπαξ και φύγει το καλλιτεχνικό δημιούργημα από τα χέρια ενός δημιουργού, είναι μόνο του πια, αποδεσμεύεται, έχει δική του ζωή. Συνδέεται με τον δημιουργό του, αλλά δεν ταυτίζεται απαραίτητα με αυτόν ή με τη ζωή του.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι απλώς ποιος γράφει ένα κείμενο -γιατί, στο κάτω-κάτω, κανείς δεν μπορεί να ορίσει ποιος θα γράφει και ποιος όχι- αλλά ποιο είναι το μήνυμα του κείμενου. Και συνεπώς ποιο ήταν και το μήνυμα της παράστασης. Κι ανάθεμα αν οι μισοί από αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν είχαν δει όντως την παράσταση. Εξυμνείτο η τρομοκρατία μέσω της παράστασης; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Εγώ δεν την είδα την παράσταση, άρα δεν έχω και απάντηση.

Η τέχνη είναι τέχνη και είναι από τη φύση της τέτοια που εγείρει ερωτήματα και συζητήσεις και δημιουργεί ζυμώσεις -αυτός είναι ο σκοπός της. Πόσο επιβλαβές είναι ένα οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο δεν έχει να κάνει μόνο με το έργο καθεαυτό, έχει να κάνει κυρίως με αυτόν που το προσλαμβάνει, με όλους εμάς δηλαδή. Αν έχει ένα έργο την απόλυτη δύναμη να σε επηρεάσει και να διαμορφώσει τον τρόπο σκέψης σου, τότε δε φταίει μόνο το έργο, φταις κυρίως εσύ που δεν έχεις ανοίξει τους πνευματικούς σου ορίζοντες αρκετά.

Εγώ αυτό που αδυνατώ να καταλάβω στην όλη ιστορία είναι οι διαστάσεις που πήρε το θέμα. Κάποιοι ενοχλήθηκαν, κάποιοι όχι. Οκ, αυτό συμβαίνει κάθε μέρα για δεκάδες πράγματα. Η λύσσα όμως με την οποία εκφραζόμαστε όλοι, ειδικά στα social media, αυτή είναι το πραγματικό πρόβλημα. Καλύτερα να διατηρούμε την ενέργεια μας αυτή για να διαμαρτυρόμαστε για άλλα πράγματα, πολύ πιο σημαντικά, που πάνε στραβά στη σημερινή κοινωνία.

Στο κάτω-κάτω, η τέχνη κρίνεται από το κοινό και κρίνεται από το χρόνο. Ένα δημιούργημα κακό δε θα βρει την αποδοχή του κοινού και δε θα αντέξει και πολύ. Δε χρειάζεται τόση μα τόση φασαρία.

Rebels without a cause

90s. Αρβύλες και μπότες βέρμαχτ. Τζιν σκισμένα και με στάμπες. Φαρδιά T-shirt και μαλλιά σχεδόν αχτένιστα. Guns Ν’ Roses και Aerosmith στη διαπασών. Μηχανάκια. Τσιγάρα κρυφά στις τουαλέτες του σχολείου. Καταλήψεις. Μεγάλα κλαμπ, ξέφρενα πάρτυ. Ωραίοι έφηβοι, ατίθασοι, ελεύθεροι κι ανένταχτοι, σαν τους ροκάδες του MTV. Επαναστάτες ίσως;

Η ωραία γενιά των 90s, οι σημερινοί 30-to-40, θεωρείται σήμερα η καμένη γενιά. Αυτή που ξεκίνησε με τα χίλια, καβαλώντας ξέγνοιαστη την chopper των πολλών κυβικών, και με όλα τα εφόδια και η κρίση της έκοψε τη φόρα. Που σπούδασε, μορφώθηκε, γέμισε με πτυχία –ίσως μάλιστα όσο καμιά άλλη- για να περιμένει σήμερα στην ουρά του ΟΑΕΔ. Η γενιά που τα είχε όλα και έμεινε στο τίποτα.

Και όντως αυτή η γενιά τα είχε όλα, εκτός ίσως από ένα πράγμα: κίνητρο.

Η κυριαρχούσα φιλοσοφία των 90s ήταν η σταθερότητα. Δουλειά μόνιμη, σπίτι ιδιόκτητο, αυτοκίνητο, εξοχικό και εξασφαλισμένες διακοπές. Ένα οργανωμένο πλάνο για μια ζωή και φαινομενικά τόσο, μα τόσο εύκολο, για να το αποκτήσεις.

Αυτό που δεν της έμαθε κανείς είναι να ρισκάρει. Να προσπαθεί. Να μην επαναπαύεται. Να ελίσσεται –και να εξελίσσεται. Να μη φοβάται. Να αναζητά καινούργιες ιδέες, να ανοίγεται. Να μηδενίζει και να ξεκινά από την αρχή. Να τολμά. Να βουτάει στα βαθιά –της έμαθαν πολύ καλό κολύμπι, αλλά μόνο στα ρηχά.

Η ατίθαση γενιά των 90s, με τον αέρα της ανεμελιάς στα μαλλιά της και τον ξέχειλο τσαμπουκά της, δεν ήταν ποτέ επαναστατική. Ήταν απλώς αντιδραστική. Ή έστω, ήταν επαναστατική εκ του ασφαλούς. Ήταν μια γενιά ασυμβίβαστη, αλλά με ένα εντελώς συμβατικό πλάνο ζωής. Που δεν ήθελε ούτε και η ίδια να το αλλάξει. Έπεσε στην παγίδα της. Και τώρα δεν ξέρει πώς να το αλλάξει.

Αν οι σημερινοί τριαντάρηδες είναι όντως η καμένη γενιά, δεν είναι μόνο γιατί της έτυχαν όλα αυτά τα δυσάρεστα, αλλά γιατί δεν μπόρεσε να τα διαχειριστεί. Δεν ήξερε πώς να τα διαχειριστεί.

Όσο για τους επαναστάτες, μετά την μεταπολίτευση φαίνεται πως δεν υπήρξαν πραγματικά. Η επανάσταση θέλει έλλειψη, θέλει εσωτερική σύγκρουση, θέλει ζυμώσεις. Ούτε η σημερινή γενιά είναι ακόμα έτοιμη. Έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, καθώς θα προσπαθεί να ξεμπλεχτεί από το overdose των πληροφοριών, την ταχύτητα των εξελίξεων, την κατήφεια του επαγγελματικού αδιέξοδου, τα κατάλοιπα της υπερκαταναλωτικής νοοτροπίας. Η επόμενη γενιά όμως… Αυτήν περιμένουμε.

 

Περιοδικό Ser-Free, #38

Κοινωνία αδιέξοδη

Κοιτάζοντας από ψηλά μια κοινωνία που κοντοστέκεται ασθμαίνοντας κουρασμένη,

κάτω από έναν ουρανό που ολοένα σκοτεινιάζει,

η απάντηση σχηματίζεται μία: διέξοδος καμιά.

 

City zoom, Ser-Free, #22